Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο βασιλιάς της Σηρικανής (μιας χώρας της Ινδίας), ''Γραδάσος'' (Gradasso), θέλει διακαώς να αποκτήσει την ''Ντουριντάνα'' (Durindana), το φημισμένο σπαθί του ''Ορλάνδου'', παλαδίνου και ιππότη του βασιλιά Καρλομάγνου, καθώς και τον '''Βαγιάρδο'', το ευφυές άλογο του ''Ρανάλδου'' (Ranaldo), επίσης ιππότη του βασιλιά Καρλομάγνου και εξάδερφου του Ορλάνδου. Για τον λόγο αυτό οργανώνει μεγάλη εκστρατεία συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάμεις που αποπλέουν με κατεύθυνση την χώρα των Φράγκων. Έχει όμως στο νου του και κάποιο άλλο σχέδιο. Είναι τώρα η εορτή του Αγίου Πνεύματος στην αυλή του Καρλομάγνου στο Παρίσι και γύρω του καθισμένοι στην Στρογγυλή Τράπεζα είναι συγκεντρωμένοι οι βασιλείς και οι αριστοκράτες της Δύσεως, καθώς και όλοι οι ιππότες, όπως ο Ορλάνδος και ο Ρανάλδος. Υπάρχουν και αρκετοί Σαρακηνοί, βασιλείς και ιππότες, όπως ο Ισπανός Φεραγούτος (Feraguto). Όλοι τους πρόκειται να πάρουν μέρος στις ετήσιες ιπποτικές μονομαχίες (τουρνουά), που διοργανώνονται στο Παρίσι. Ξαφνικά, εμφανίζεται στην αίθουσα μια νεαρή κοπέλα εκπληκτικής ομορφιάς, η ''Αγγελική'' (Angelica), κόρη του ''Γαλάφρονα'' (Galafrone), βασιλιά της Κατάης, μιας μακρινής χώρας της Ανατολής, συνοδευόμενη από τέσσερεις γίγαντες και τον αδερφό της ''Αργαλία'' (Argalia), ο οποίος παρουσιάζεται ως ο ''Οβέρτος της Λεόνης'' (Oberto dal Leone). Η Αγγελική τους προτείνει ένα στοίχημα: να αντιμετωπίσει όποιος από αυτούς θέλει σε αγώνα τον αδερφό της Οβέρτο και αν χάσει, τότε να γίνει αιχμάλωτός του και δικός της. Αν όμως κερδίσει στον αγώνα, τότε ο νικητής να αποκτήσει αυτήν την ίδια. Όλοι οι ιππότες και πάνω από όλους ο Ορλάνδος, τρελά ερωτευμένοι μαζί της, σπεύδουν να αποδεχθούν την πρόσκληση και βάζουν κλήρο ποιος θα αγωνιστεί πρώτος. Ο ''Μαλαγίσης'' (Malagise), ο μάγος του παλατιού, έχοντας προβλέψει την καταστροφή που θα φέρει η Αγγελική, θέλει να τη σταματήσει, αλλά λόγω του πόθου του γι' αυτήν πιάνεται αιχμάλωτος από τον Αργαλία και τα δαιμόνια τον μεταφέρουν στην Κατάη, όπου φυλακίζεται στη μέση του ωκεανού. Ο εύθυμος και αστείος ''Αστόλφος'' (Astolfo), ο γιος του βασιλιά της Αγγλίας, που είναι επίσης εξάδερφος του Ορλάνδου και του Ρανάλδου, έχει κληρωθεί να αγωνιστεί πρώτος. Όντας πολύ αδέξιος χάνει στη μάχη από τον Αργαλία, που διέθετε μια μαγική λόγχη που τον έκανε αήττητο, και πιάνεται αιχμάλωτος, όντας λιπόθυμος από το χτύπημα. Ο Σαρακηνός Φεραγούτος, που αγωνίζεται δεύτερος, πέφτει από το άλογο, αλλά δεν αποδέχεται την ήττα του και δεν παραδίδεται, καταβάλλοντας τους τέσσερις γίγαντες που πάνε να τον πιάσουν. Χάνει ωστόσο στην πάλη αυτή το κράνος του.
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Γραμμή 42:
 
'''Δωδέκατο άσμα'''
Σε όλο το άσμα η Φιορδελίζα διηγείται στον Ρανάλδο την ιστορία του Πρασίλδου και της Θισβήνας. Η Θισβήνα και ο Ιρόλδος ήταν δυο ερωτευμένοι που έμεναν στη Βαβυλώνα. Έτυχε την Θισβήνα να την ερωτευτεί ο πλούσιος Πρασίλδος, μέχρι που ήθελε να αυτοκτονήσει για χάρη της. Η Θισβίνα για να τον ξεφορτωθεί του λέει να της φέρει ένα κλαδί ενός σπάνιου δέντρου που φυτρώνει στον Κήπο της [[Μέδουσα|Μέδουσας]], στην Μπαρμπαριά. Τότε μόνο θα τον παντρευόταν. Επειδή όποιος έβλεπε τη Μέδουσα έχανε τη μνήμη του, έτσι πίστευαν η ΘισβήνηΘισβήνα και ο Ιρόλδος να τον ξεφορτωθούν. Ο Πρασίλδος συναντά έναν γέροντα στο δρόμο που τον συμβουλεύει να μπει στον κήπο της Μέδουσας από την πύλη της φτώχειας και να μην την κοιτάξει κατά πρόσωπο. Κάνοντάς το αυτό, ο Πρασίλδος καταφέρνει να βρει κάτω από το δέντρο τη Μέδουσα κοιτάζοντάς την μέσα από ένα καθρέφτη, τον οποίον κοιτάζει όμως και η Μέδουσα και φεύγει αμέσως τρομαγμένη από το ίδιο της το είδωλο. Ο Πρασίλδος κόβει τότε το κλαδί του σπάνιου δέντρου και το δίνει στην Θισβήνα επιστρέφοντας στη Βαβυλώνα. Η Θισβήνα θλίβεται τώρα που πρέπει να παντρευτεί τον Πρασίλδο. O Ιρόλδος της δηλώνει ότι θα πάρει φαρμάκι για να την απελευθερώσει έτσι ώστε να κρατήσει την υπόσχεσή της προς τον Πρασίλδο. Η Θισβίνα του λέει ότι θα πάρει τη μισή δόση για να φαρμακωθεί κι αυτή. Μόλις παίρνουν και οι δύο το δηλητήριο, η ΘισβίναΘισβήνα το αναγγέλει στον Πρασίλδο. Αυτός μεγαλόψυχος την απαλλάσσει από την υπόσχεσή της. Εν τέλει αποκαλύπτεται ότι ο γιατρός, που είχε δώσει στην Θισβήνα και τον Ιρόλδο το δηλητήριο, τους είχε δώσει μόνο υπνωτικό. Ο Ιρόλδος μετά από αυτό αποφασίζει να φύγει από τη Βαβυλώνα και να αφήσει τον Πρασίλδο να παντρευτεί τη ΘισβίναΘισβήνα. Αυτή ήταν η ιστορία που διηγήθηκε στον Ρανάλδο η Φιορδελίζα. Μόλις όμως τελείωσε τη διήγησή της, ακούστηκε ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό.
 
'''Δέκατο τρίτο άσμα'''
Το ουρλιαχτό αυτό ήταν η κραυγή ενός γίγαντα που επιτέθηκε στον Ρανάλδο και την ΦιορδαλίζαΦιορδελίζα. Ο Ρανάλδος μετά από πολύ κόπο τον κατέβαλε τελικά, αυτόν και τους δύο [[γρύπας|γρύπες]] με τους οποίους φρουρούσε ένα φτερωτό άλογο, τον ''Ραμπικάνο'' (Rabicano), που ανήκε κάποτε στον Αργαλία, τον αδερφό της Αγγελικής. Ωστόσο δεν είχαν τελειώσει όλα, διότι βρήκαν εκεί μια δολοφονημένη γυναίκα, η οποία πριν πεθάνει είχε γράψει με το ίδιο της το αίμα την ιστορία της σε ένα βιβλίο. Επρόκειτο για την ''Αλμπαρόζα'' (Albarosa), που την είχε σκοτώσει ο ''Τρουφαλδίνος'', ο βασιλιάς της Βαβυλώνας. Θέλοντας να εκδικηθεί γι' αυτήν ο Ρανάλδος καβαλικεύει τον Ραμπικάνο και πετά στα ύψη, μαζί με τη Φιορδελίζα. Μετά από λίγο όμως σταματάνε για να κοιμηθούν κάτω από ένα δέντρο. Πολύ πρωί χαράματα, ενώ η Φιορδελίζα ξυπνά και κοιτάζει γοητευμένη τον κοιμισμένο ακόμη Ρανάλδο, εμφανίζεται ένας κένταυρος και τους επιτίθεται. Επειδή βλέπει ότι δεν μπορεί να νικήσει τον Ρανάλδο αρπάζει τη Φιορδελίζα και φεύγει.
 
'''Δέκατο τέταρτο άσμα'''
Γραμμή 58:
 
'''Δέκατο έβδομο άσμα'''
Αυτός ο άνδρας που συνάντησε και νίκησε μονομαχώντας μαζί του ο Ρανάλδος ήταν ο Ιρόλδος (ο ήρωας της ιστορίας που διηγήθηκε στον Ρανάλδο η Φιορδελίζα στο δωδέκατο άσμα). Ο Ιρόλδος του λέει πως όταν έχασε για πάντα τη γυναίκα του, Θισβήνα, περιπλανήθηκε με έναν μεγάλο πόνο στην καρδιά, ώσπου έφτασε μπροστά στο κάστρο της μάγισσας ''Φαλερίνας'' (Falerina), της σφετερίστριας βασίλισσας της Οργκάνιας, η οποία είχε καταλάβει τον θρόνο ενόσω ο βασιλιάς της Οργκάνιας έλειπε για να βοηθήσει τον ΑγκρικάνηΑγρικάνη να κερδίσει την Αγγελική. Η Φαλερίνα αιχμαλώτισε στο κάστρο τον Ιρόλδο. Τους αιχμαλώτους της η Φαλερίνα τους έβαζε σε έναν κήπο, όπου μετά από λίγο τους έτρωγε ένας δράκοντας. Ο Πρασίλδος, που είχε κερδίσει τη γυναίκα του Ιρόλδου, μόλις έμαθε για την αιχμαλωσία του, δέχτηκε να φυλακιστεί στη θέση του. Η Φαλερίνα δέχτηκε να αντικαταστήσει τον Ιρόλδο με τον Πρασίλδο, που τώρα με τη σειρά του ο Ιρόλδος ήθελε να τον ελευθερώσει, σώζοντάς τον από τον θάνατο που τον περίμενε. Ο Ρανάλδος, θαυμάζοντας τη φιλία μεταξύ των δύο τους, αποφάσισε να βοηθήσει τον Ιρόλδο. Όταν οι δυο τους φτάνουν στο κάστρο, βλέπουν έναν όχλο με επικεφαλής έναν γίγαντα, τον ''Ρουβίκωνα'' (Rubicone) να βγάζει από το κάστρο τον Πρασίλδο και την Φιορδελίζα, η οποία είχε αιχμαλωτιστεί στο ίδιο κάστρο προ ολίγου (στο δέκατο τέταρτο άσμα), για να τους οδηγήσει στο μαρτυρικό τους θάνατο: θα γινόντουσαν τροφή για τον δράκοντα. Ο Ρανάλδος δεν διστάζει λεπτό, αλλά επιτίθεται και κόβει με το σπαθί στα δυο τον γίγαντα και τρομοκρατεί τον όχλο. Τόσο ο Πρασίλδος με την Φιορδελίζα, όσο και ο Ιρόλδος εκπλήττονται με την δύναμή του και τον δοξάζουν ως τον Μάκωνα, τον Θεό του Ουρανού. Ο Ρανάλδος μετριάζει αυτή τη λατρεία τους στο πρόσωπό του και βρίσκει ευκαιρία να τους πει για τον Χριστό, προτρέποντάς τους να ασπαστούν την αληθινή πίστη. Τότε ενστερνίζονται την νέα πίστη και οι τρεις τους. Ο Ρανάλδος τώρα θέλει να δει τον μαγεμένο κήπο της Φαλερίνας, αλλά κάμπτεται από τις αντιρρήσεις της Φιορδελίζας, που του λέει ότι είναι προτιμότερο να πάει στον κήπο της Δρακοντίνας για να ελευθερώσει τον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη. Φτάνοντας εκεί βρίσκουν τον κήπο εξαφανισμένο και ανακαλύπτουν ότι ο Ορλάνδος και οι λοιποί ιππότες είχαν ήδη φύγει. Αναχωρώντας συναντούν έναν ιππότη που τους πληροφορεί ότι στην Αλμπράκα εμφανίστηκε ως υπερασπιστής της Αγγελικής κάποιος ιππότης που τέτοια δύναμη ως την δική του δεν είχε κανείς. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για τον Ορλάνδο και σπεύδουν αμέσως προς την Αλμπράκα. Πλησιάζοντας την πολιορκημένη πόλη συναντούν πλάι σε ένα ποτάμι την φοβερή πολεμίστρια Μαρφίζα, με την οποία ο Ρανάλδος συγκρούεται, αλλά δεν μπορεί να την ρίξει από το άλογο. Τότε καταφτάνει ένας αγγελιοφόρος, σταλμένος από τον βασιλιά Γαλάφρονα, που παρακαλούσε την Μαρφίζα να σπεύσει να τους βοηθήσει, καθώς ήταν η μόνη τους ελπίδα κατά του Αγρικάνη. Η Μαρφίζα είπε στον αγγελιοφόρο ότι θα ερχόταν αμέσως, αφού αιχμαλωτίσει πρώτα αυτούς τους τρεις.
 
'''Δέκατο όγδοο άσμα'''
Γραμμή 67:
 
'''Εικοστό άσμα'''
Την ώρα που ο Βρανδιμάρτης και η Φιορδελίζα χαίρονταν τον έρωτα, ένας γέρος ερημίτης και μάγος τους έβλεπε από ψηλά, από τη σπηλιά του στην πλαγιά ενός βουνού. Αποφάσισε να αρπάξει τότε την κοπέλα. Πλησίασε όταν οι δυο τους είχαν αποκοιμηθεί και με τη βοήθεια μιας υπνωτικής ρίζας την οποία πίεσε στον μηρό της Φιορδελίζας κατάφερε να την κρατήσει κοιμισμένη ακόμη και όταν την άρπαξε εκεί που κοιμόταν δίπλα στον Βρανδιμάρτη. Καθώς απομακρύνονταν μέσα στα δάση, η Φιορδελίζα ξύπνησε. Πίσω στο ξέφωτο ο Βρανδιμάρτης ξύπνησε από μια διαπεραστική κραυγή και έμεινε σαν απολιθωμένος μη βλέποντας δίπλα του την αγαπημένη του. Αμέσως αρματώθηκε, καβαλίκεψε στο άλογό του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ακουγόταν η κραυγή, που φαινόταν να είναι γυναικεία. Καλπάζοντας συνάντησε τρεις γίγαντες που οδηγούσαν μια αιχμάλωτη κοπέλα πάνω σε μια καμήλα. Η κοπέλα έμοιαζε με τη Φιορδελίζα και ο Βρανδιμάρτης όρμησε εναντίον τους. Τότε εμφανίστηκε ο Ορλάνδος, που έβγαινε από το δάσος όπου είχε σκοτώσει τον Αγρικάνη. Με τη βοήθεια του Ορλάνδου ο Βρανδιμάρτης εξοντώνει τους τρεις γίγαντες και ελευθερώνει την κοπέλα, που όμως δεν ήταν η Φιορδελίζα (λεγόταν ''Λεοδίλλα'', Leodilla). Ο τραυματισμένος από τον έναν από τους γίγαντες Βρανδιμάρτης γίνεται κατάχλωμος μόλις συνειδητοποιεί πως η κοπέλα δεν ήταν η αγαπημένη του, τόσο που ο Ορλάνδος αναγκάζεται να του ρίξει νερό στο πρόσωπο για να τον συνεφέρει. Στο μεταξύ στο πεδίο της μάχης πλάι στο ποτάμι (που είχε γίνει κόκκινο από το τόσο αίμα), η Μαρφίζα μαζί με τον Ρανάλδο πολεμούσαν κατά του στρατού του Γαλάφρονα και των ιπποτών, που όλοι καταπτοημένοι (ακόμα και ο κατά τα άλλα ατρόμητος Αστόλφος) κατέφυγαν εντός των τειχών της Αλμπράκας. Η Μαρφίζα απειλούσε να καταστρέψει το κάστρο γεμάτη μανία. Είπε στον Ρανάλδο ότι εκεί μέσα ήταν μια διαβολεμένη πόρνη μάγισσα, που λεγόταν Αγγελική, καθώς και ένας εγκληματικός και προδοτικός βασιλιάς, ο Τρουφαλδίνος. Η Μαρφίζα ήθελε να εξοντώσει, εκτός από αυτούς τους δύο, και τον Γραδάσο, τον βασιλιά της Σηρικανής, έπειτα τον Αγρικάνη, τον βασιλιά της Ταρταρίας (δεν ήξερε ότι ήταν ήδη νεκρός και τέλος τον ίδιο τον Καρλομάγνο, τον βασιλιά των Φράγκων! Ο Ρανάλδος της απάντησε ότι θα την βοηθήσει μόνον όσο αφορούσε τον Τρουφαλδίνο και όχι για τίποτε άλλο. Η Μαρφίζα συμφώνησε και την επόμενη ο Ρανάλδος βγήκε με το άλογο προκαλώντας τον Τρουφαλδίνοι σε μονομαχία. Αυτός ο δειλός μόλις άκουσε την πρόσκληση, παρακάλεσε τους ιππότες να τον βοηθήσουν, όπως είχαν υποσχεθεί. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τορίνδος ο Τούρκος είχε αφεθεί ελεύθερος να φύγει (ο ερωτευμένος Σακριπάντης προτίμησε να μείνει κοντά στην Αγγελική). Φεύγοντας ο Τορίνδος απειλούσε τον Τρουφαλδίνο (που τον είχε ρίξει προηγουμένως στο μπουντρούμι) ότι θα τον εκδικηθεί. Ο Τορίνδος συνανυήθηκεσυναντήθηκε με την Μαρφίζα και της υποσχέθηκε να την βοηθήσει κατά της Αγγελικής και του Τρουφαλδίνου, τον οποίον μάταια περίμενε ο Ρανάλδος να βγει για τη μονομαχία.
 
===Άσματα 21-25===
Γραμμή 83:
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Ο Ορλάνδος φύσηξε το κόρνο για τρίτη φορόφορά και αυτό που συνέβη ήταν να έρθει προς το μέρος του ένας ωραίος άσπρος σκύλος. Ο Ορλάνδος έμεινε να απορεί κοιτώντας τον σκύλο. Γι' αυτό τα πέρασε όλα αυτά; Νόμιζε πως εξαπατήθηκε και έκανε να φύγει. Η νεαρή κοπέλα του εξήγησε τότε ότι αυτός ο σκύλος ανήκε στη μάγισσα Φάτα Μοργκάνα, η οποία διέθετε αναρίθμητα πλούτη κρυμμένα σε ένα νησί στη μέση μιας λίμνης και τα έδινε απλόχερα σε όποιον ιππότη το άξιζε. Η Μοργκάνα είχε και ένα ελάφι που πάντοτε έτρεχε μέσα στα δάση χωρίς να σταματά και το οποίο γινόταν να πιαστεί μόνο με τη βοήθεια αυτού του σκύλου. Αυτό θα τον βοηθούσε να πιάσει την έβδομη μέρα το ελάφι, αφού θα το είχε κυνηγήσει για έξι μέρες προηγουμένως. Τα κέρατά του είναι χρυσά και μεγαλώνουν έξι φορές τη μέρα, διακλαδίζονται και μπορούν να κάνουν κάποιον ζάπλουτο. Ο Ορλάνδος απαντά στην κοπέλα ότι δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη, αλλά μόνο η κυρά του, η Αγγελική. Έπειτα πήρε πισωκάπουλα την Λεοδίλλα και ξεκίνησε με το άλογο. Στο δρόμο συνάντησαν τον εραστή της Λεοδίλλας, τον Όδαυρο, που βλέποντάς την, απείλησε τον Ορλάνδο, λέγοντάς του να την αφήσει. Αυτός του την έδωσε αμέσως, ευχαριστημένος στην πραγματικότητα που την ξεφορτώθηκε, (πράγμα που έκανε τον άλλον να απορήσει) και με το μυαλό του στην Αγγελική ξεκίνησε για την Αλμπράκα. Όταν έφτασε στο κάστρο, η τριπλή μονομαχία είχε σταματήσει και είχε συμφωνηθεί να επαναληφθεί την επομένη, ενώ ο Αστόλφος, μη θέλοντας να υπερασπίζεται πια τον Τρουφαλδίνο, είχε περάσει με το μέρος του Ρανάλδου και της Μαρφίζας (που από υπερασπίστρια της Αγγελικής είχε γίνει η κύρια εχθρός της). Συναντήθηκε μάλιστα στην είσοδο του κάστρου καθώς έβγαινε με τον Ορλάνδο που έμπαινε. Η Αγγελική υποδέχτηκε τον Ορλάνδο αγκαλιάζοντάς τον θερμά. Αφού τον έλουσε με τα ίδια της τα χέρια και του έβαλε να δειπνήσει, του ζήτησε με δάκρυα στα μάτια να γίνει υπερασπιστής της την επομένη εναντίον της Μαρφίζας και του Ρανάλδου. Του υποσχέθηκε πως αν το έκανε αυτό, θα γινόταν δική του για πάντα. Ο Ορλάνδος της το υποσχέθηκε, μιας και που θεωρούσε τον εξάδερφό του τον Ρανάλδο ως συναγωνιστή του για την αγάπη της Αγγελικής. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί και τρεις ώρες πριν ξημερώσει φόρεσε την πανοπλία του και το κράνος που ανήκε κάποτε στον''Αλμόντη''' (Almonte), γιο του βασιλιά των Σαρακηνών ''Αγολάντη'' (Agolante), πήρε στο χέρι του την Ντουριντάνα, το σπαθί του 9πουπου κι αυτό κάποτε ανήκε στον Αλμόντη, όπως και το κόρνο του) και πήγε στους στάβλους, καβαλίκεψε τον Βαγιάρδο και σεργιάνιζε μέσα στο κάστρο περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει για να αντιμετωπίσει τον Ρανάλδο.
 
===Άσματα 26-29===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Την άλλη μέρα βγαίνουν από το κάστρο ο Ορλάνδος, ο Ακιλάντης, ο Γρίφωνας, ο Κιαρόν, ο Αδριανός και ο φοβιτσιάρης Τρουφαλδίνος, που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Ρανάλδο, τη Μαρφίζα, τον Τορίνδο, τον Ιρόλδο, τον Πρασίλδο και τον Αστόλφο αντιστοίχως. Ο Τρουφαλδίνος εξουδετερώνει τον Αστόλφο, ενώ ο Τορίνδος δέχεται χτύπημα από τον Γρίφωνα και πέφτει από τη σέλα. Στο μεταξύ ο Βαγιάρδος, το άλογο που ίππευε ο Ορλάνδος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν του ΡαλάνδουΡανάλδου, αναγνωρίζοντας στον ΡαλάνδοΡανάλδο τον αληθινό αφέντη του, απέφευγε να τον πλησιάσει παρ' όλο που ο Ορλάνδος το σπιρούνιζε. Ο Ορλάνδος αποφασίζει τότε να επιτεθεί στην Μαρφίζα, ενώ στο μεταξύ ο Ρανάλδος κυνηγά τον Τρουφαλδίνο, που φεύγοντας φωνάζει για βοήθεια. Έρχεται τότε ο Γρίφωνας και δέχεται τέτοια χτυπιά από τον Ρανάλδο που πέφτει αναίσθητος κάτω. Ο Τρουφαλδίνος στοήταν μεταξύ ήτανήδη μισό μίλι μακριά, αλλά ο Ρανάλδος (που ίππευε τον Ραμπικάνο, το φτερωτό άλογο), τον φτάνει γρήγορα, αποφεύγοντας και τον Ακιλάντη που ερχόταν από το πλάι. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος είδεβλέπει τον Βρανδιμάρτη να ιππεύει τον Βριλιαδόρο, δηλαδή το δικό του άλογο και τον κάλεσεκαλεί να ανταλλάξουν άλογά. Ενώ ο Βρανδιμάρτης με τον Βαγιάρδο επέστρεψε στο κάστρο, ο Ορλάνδος καβάλα στον Βριλιαδόρο, στάθηκε τώρα πιο αποφασιστικός απέναντι στη Μαρφίζα. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος είχε αιχμαλωτίσει τον Τρουφαλδίνο και τον έφερνε μισοζώντανο, με το κεφάλι χάμω, δεμένο από την ουρά του αλόγου. Καθώς το κεφάλι του χτυπούσε συνεχώς στις πέτρες της ματωμένης από τη σφαγή πεδιάδας, ο Τρουφαλδίνος σύντομα ξεψύχησε. Ο Ρανάλδος πλησίασε τότε τον Ορλάνδο και τη Μαρφίζα που μάχονταν. Τότε ο Ορλάνδος (που δεν ήξερε ότι ο ιππότης με τον οποίον μαχόταν ήταν γυναίκα), ζήτησε συγγνώμη που θα διέκοπτε τη μονομαχία, λέγοντας ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει πρώτα με τον άθλιο αυτόν. Ο ΡαλάνδοςΡανάλδος δεν ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει με τον εξάδερφό του και ο Ορλάνδος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον δειλό. Ο Ρανάλδος θύμωσε και απαίτησε από τον Ορλάνδο το άλογό του πίσω. Θα ξεκινούσε μια τέτοια σύγκρουση που δεν είχε ξανασυμβεί έως τότε (μας λέει ο ποιητής).
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Η μονομαχία ήταν τρομερή, τα φοβερά χτυπήματα που έδινε ο ένας στον άλλον αντηχούσαν ως πέρα. Μήτε ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας,ο Έκτορας ή ο Σαμψών δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτά. Μεταξύ τους αντάλλασσαν τέτοιες βαριές κουβέντες, που έτρεμε ο αέρας όταν τις εκστόμιζαν. Ο Ρανάλδος κατηγορούσε τον Ορλάνδο ότι το σπαθί του, την Ντουριντάνα,το είχε αποκτήσει κλέβοντάς το από τον Αλμόντη, τον γιο του ''Αγολάντη'' (Agolante), του Σαρακηνού βασιλιά, τον οποίο είχε σκοτώσει. Τον κατηγορούσε επίσης για τον φόνο του ''Τρωιάνου'' (Troiano), του αδερφού του Αγολάντη, που τον σκότωσε κι αυτόν βαριά τραυματισμένο και ενώ του είχε κόψει μάλιστα το ένα χέρι. Ο Ορλάνδος κατηγορούσε τον ΡαλάνδοΡανάλδο επειδή σκότωσε προδοτικά τον Σαρακηνό βασιλιά ''Μαμβρίνο'' (Mambrino) και του έκλεψε το κράνος του. Και άλλα πολλά τέτοια έλεγαν. Μάχονταν σκληρά όλη μέρα και σταμάτησαν μόνο όταν τα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, αλλά και τότε ακόμα δεν έπαψαν να ανταλλάσσουν κατηγορίες. Αποφασίστηκε τελικά η μονομαχία να επαναληφθεί την επομένη μέρα. Στο κάστρο η Αγγελική μιλώντας με τον Ορλάνδο έμαθε ότι ο αντίπαλός του ήταν ο αγαπημένος της Ρανάλδος και άρχισε να τρέμει από την αγωνία και το άγχος της. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο Ορλάνδος έπρεπε να την υπερασπιστεί μονομαχώντας ενάντια σε αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Είπε στον Ορλάνδο ότι ήθελε να παρακολουθήσει από κόντά τη μονομαχία, αλλά φοβόταν τη Μαρφίζα. Έστειλε τότε τον Σακριπάντη (πρόθυμο να κάνει τα πάντα γι' αυτήν) μέσα στη νύχτα στην Μαρφίζα, ζητώντας της την άδεια να παραβρεθεί στη μονομαχία την επομένη. Η Μαρφίζα συγκαστατέθηκε στο αίτημα. Το άλλο πρωί η Αγγελική, ποθώντας να δει από κοντά τον αγαπημένο της Ρανάλδο, ξυπνά τον Ορλάνδο, κάνοντάς τον με διάφορα γυναικεία τερτίπια να την αγκαλιάσει θερμά, προσποιούμενη ότι τον αγαπά πολύ, ζητώντας του όμως ταυτόχρονα να μην την ατιμάσει παρά τη θέλησή της. Ο Ορλάνδος ζητά συγνώμη με δάκρυα στα μάτια και της υπόσχεται να κάνει ό,τι του ζητήσει εκείνη. Το ξημέρωμα, ο Ορλάνδος βγαίνει από το κάστρο πάνοπλος συνοδευμένος από τους δικούς του συναγωνιστές και την Αγγελική, ενώ από την άλλη μεριά έρχεται ο Ρανάλδος με τη Μαρφίζα και τους δικούς του συμπολεμιστές. Αφού φύσηξαν οι δύο ιππότες τα κόρνα τους, η φοβερή μονομαχία άρχισε ξανά.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Ο ποιητής αρχίζει με αναφορά στη δύναμη του έρωτα, που έχει προκαλέσει τέτοια φοβερή διαμάχη μεταξύ των δύο εξαδερφών, του Ορλάνδου και του Ρανάλδου. Το σκηνικό τώρα είναι το ίδιο με της προηγουμένης ημέρας. Οι δύο ιππότες ανταλλάσσουν ξανά βαριές κουβέντες. Ο ένας αμφισβητεί την τιμιότητα και τους άθλους του άλλου. Μετά από αυτό αρχίζουν ξανά να μονομαχούν έως ότου ο Ορλάνδος δίνει ένα τέτοιο χτύπημα στο κράνος του ΡαλάνδουΡανάλδου που τον πετά στο χώμα αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ενώ το αίμα κυλά από το στόμα και τη μύτη του. Ο Ρανάλδος συνέρχεται και προσπαθεί να επιτεθεί στον Ορλάνδο, που στρέφεται καταπάνω του κραδαίνοντας το ξίφος του. Όλοι φοβήθηκαν τότε πως είχε έρθει το τέλος του Ρανάλδου. Τότε επενέβη η Αγγελική, η οποία έπιασε το χέρι του Ορλάνδου χαμογελαστή και του είπε ότι τώρα είχε να εκτελέσει μια επείγουσα αποστολή: να πάει στο βασίλειο της Οργκάνιας και να καταστρέψει τον μαγικό κήπο της Φαλερίνας, της σφατερίστριας βασίλισσας, τον οποίον φυλούσε ένας φοβερός δράκος από τον οποίον υπέφερε όλο το βασίλειο. Ο Ορλάνδος υπακούοντας στα λόγια της κάλπασε με τον Βριλιαδόρο για τη νέα του αποστολή, ενώ ο Ρανάλδος, που είχε συνέρθει, μάταια έψαχνε να τον βρει για να συνεχίσει τον αγώνα. Η Αγγελική ήθελε να του μιλήσει και να φροντίσει τις πληγές του, αλλά ο Ρανάλδος, που την μισούσε ακόμα, έφυγε για τη σκηνή του. Η Αγγελική επέστρεψε στο κάστρο της, όπου έκλαιγε ασταμάτητα επειδή ο έρωτάς της για τον Ρανάλδο δεν είχε ανταπόκριση. Το σχέδιο της Αγγελικής ήταν να στείλει τον Ορλάνδο σε μια τέτοια επικίνδυνη απόστολή που σίγουρα θα εξοντωνόταν. Πώς όμως θα κέρδιζε την εύνοια του Ρανάλδου; Σκέφτηκε να του επιστρέψει το άτι του, τον Βαγιάρδο. Έστειλε τότε έφιππη μια κοπέλα που κρατούσε από τα ηνία τον Βαγιάρδο και έφερε μήνυμα στον Ρανάλδο ότι η Αγγελική του δίνει πίσω το άλογό του. Ο σκληρόκαρδος Ρανάλδος αψήφησε το μήνυμα και δεν πήρε τον Βαγιάρδο, όταν έμαθε ποια ήταν η αποστολέας. Ο Αστόλφος ωστόσο ακολούθησε την κοπέλα προτού επιστρέψει στο κάστρο και της πήρε τον Βαγιάρδο με επιχείρημα ότι αυτός είχε φέρει το άλογο σε αυτή τη χώρα. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος συνάντησε σε μια μαρμαρένια γέφυρα έναν ιππότη και είδε απέναντι μια γυναίκα να κρέμεται από τα μαλλιά από ένα πεύκο και να ουρλιάζει. Ο Ορλάνδος θέλησε να την σώσει, αλλά ο ιππότης του απαγόρευσε τη διάβαση του ποταμού, λέγοντας ότι αυτή η αχρεία γυναίκα ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο επτά ιπποτών.
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Ο ιππότης, που λεγόταν ''Ουλδάρνος'' (Uldarno) διηγείται στον Ορλάνδο ότι η πανούργα αυτή κοπέλα ονομαζόταν ''Οριγίλλη'' (Origille), γεννημένη στην [[Βακτρία]]. Αυτός ο ίδιος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ένας άλλος ιππότης, ο ''Λοκρίνος'' (Locrino), την είχε ερωτευτεί. Αυτή τους εξαπατούσε και τους δύο, δίνοντάς τους ελπίδες και κάνοντάς τους να πλαντάζουν από πόθο. Η προδοτική Οριγίλλη πρότεινε στον Ουλδάρνο ένα κόλπο για να βρεθούν μαζί: ο πατέρας της, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του ''Κορβίνου'' (Corbino), του αδερφού της Οριγίλλης, από έναν πιο έμπειρο ιππότη τον ''Ορίγγο'' (Oringo), είχε βρει κάποιον άλλον ιππότη για να σκοτώσει τον Ορίγγο. Ο Ουλδάρνος έπρεπε να προσποιηθεί ότι είναι ο Ορίγγος, να μονομαχήσει με τον ιππότη που είχε προσλάβει ο πατέρας της και να αφεθεί να αιχμαλωτιστεί από αυτόν. Η Οριγίλλη τότε θα βρει τρόπο να περάσει χρόνο μαζί του και μετά θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Αυτά τα ψεύδη του είπε και αυτός, γεμάτος έρωτα γι' αυτήν, την πίστεψε και αποδέχτηκε όλους τους κινδύνους για χάρη της. Άλλαξε ενδυμασία για να μοιάζει με αυτή του Ορίγγου και έφυγε. Η Οριγίλλη όμως έπαιξε το ίδιο παιχνίδι και με τον Λοκρίνο. Σε αυτόν είπε ότι έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του αδερφού της, σκοτώνοντας τον Ορίγγο! Έτσι τους έβαλε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον. Η Οριγίλλη είχε βάλει μάλιστα τον Λοκρίνο να φέρει τα εμβλήματα του ''Αριόντη'' (Arionte), ενός άλλου ιππότη που επίσης την αγαπούσε και είχε μάλιστα συμφωνήσει με τον πατέρα της να την πάρει γυναίκα του υπό τον όρο να του φέρει νεκρό ή ζωντανό τον φονιά του γιου του, τον Ορίγγο! Ο πραγματικός αυτός Αριόντης βρήκε τότε τον Ουλδάρνο, που είχε μεταμφιεστεί σε Ορίγγο, ο οποίος αφέθηκε να πιαστεί αιχμάλωτος σύμφωνα με το σχέδιο της Οριγίλλης. Στο μεταξύ ο Λοκρίνος, μεταμφιεσμένος σε Αριόντη, συνάντησε τον πραγματικό Ορίγγο και στη μεταξύ τους μάχη και οι δύο τραυματίστηκαν βαριά. Εν τέλει ο αληθινός Ορίγγος συνελήφθη. Ο πατέρας της Οριγίλλης χάρηκε βλέποντας τον Λοκρίνο (ήξερε ότι ήταν αυτός και όχι ο Αριόντης) να του φέρνει τον Ορίγγο και του υποσχέθηκε να του δώσει την Οριγίλλη γυναίκα του. Στο μεταξύ όμως ο Αριόντης έφερε και τον δικό του αιχμάλωτο, δηλαδή τον Ουλδάρνο, τον ψεύτικο Ορίγγο. Οι τέσσερεις ιππότες κόντεψαν τότε να έρθουν στα χέρια, καθώς μάλιστα υπήρχε και αυστηρός νόμος που απαγόρευε ιππότες να φερουν εμβλήματα άλλων ιπποτών. Η απόφαση του βασιλιά της χώρας ήταν ότι όλοι έπρεπε να πεθάνουν, αλλά η Οριγίλλη θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο, γι' αυτό ήταν κρεμασμένη εκεί. Ο Ουλδάρνος την τάιζε και είχε σκοτώσει επτά ιππότες που είχαν προσπαθήσει να την σώσουν. Ακόμα όμως κι αν ο ίδιος σκοτωνόταν, οι άλλοι τρεις ιππότες θα έπαιρναν, ένας - ένας, τη θέση του. Η Οριγίλλη στο μεταξύ ικέτευε τον Ορλάνδο να της σώσει τη ζωή. Ο Ορλάνδος μονομάχησε και σκότωσε τον Ουλδάρνο. Το ίδιο έκανε και με τους άλλους τρεις ιππότες. Έπειτα ξεκρέμασε την Οριγίλλη, την κατέβασε απαλά και την πήρε πισωκάπουλα στο άλογό του. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ορλάνδος ξέχασε σχεδόν την Αγγελική. Η Οριγίλλη ωστόσο εξαπατώντας τον Ορλάνδο τον έκανε να κατεβεί από το άλογο για να δει, δήθεν, τις πύλες του Άδη και του Παραδείσου (στην πραγματικότητα ήταν ο τάφος του [[Νίνος|Νίνου]], του βασιλιά της [[Νινευή|Νινευής]]). Η Οριγίλλη τότε βρήκε ευκαιρία και κάλπασε μόνη της μακριά, αφήνοντας τον Ορλάνδο να περιπλανιέται πεζός στην ερημιά,. Σε αυτό το σημείο ο ποιητής αφήνει τον Ορλάνδο στην Ανατολή και επιστρέφει στη χώρα των Φράγκων για να διηγηθεί τα κατορθώματα ενός νέου ιππότη, του ''Ρογήρου'' ή ''Ρουτζέρο'' (Rugiero), του μυθικού ιδρυτή του [[Οίκος των Έστε|Οίκου των Έστε]].
 
==Δεύτερο Βιβλίο==