Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 96:
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Ο ιππότης, που λεγόταν ''Ουλδάρνος'' (Uldarno) διηγείται στον Ορλάνδο ότι η πανούργα αυτή κοπέλα ονομαζόταν ''Οριγίλλη'' (Origille), γεννημένη στην [[Βακτρία]]. Αυτός ο ίδιος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ένας άλλος ιππότης, ο ''Λοκρίνος'' (Locrino), την είχε ερωτευτεί. Αυτή τους εξαπατούσε και τους δύο, δίνοντάς τους ελπίδες και κάνοντάς τους να πλαντάζουν από πόθο. Η προδοτική Οριγίλλη πρότεινε στον Ουλδάρνο ένα κόλπο για να βρεθούν μαζί: ο πατέρας της, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του ''Κορβίνου'' (Corbino), του αδερφού της Οριγίλλης, από έναν πιο έμπειρο ιππότη τον ''Ορίγγο'' (Oringo), είχε βρει κάποιον άλλον ιππότη για να σκοτώσει τον Ορίγγο. Ο Ουλδάρνος έπρεπε να προσποιηθεί ότι είναι ο Ορίγγος, να μονομαχήσει με τον ιππότη που είχε προσλάβει ο πατέρας της και να αφεθεί να αιχμαλωτιστεί από αυτόν. Η Οριγίλλη τότε θα βρει τρόπο να περάσει χρόνο μαζί του και μετά θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Αυτά τα ψεύδη του είπε και αυτός, γεμάτος έρωτα γι' αυτήν, την πίστεψε και αποδέχτηκε όλους τους κινδύνους για χάρη της. Άλλαξε ενδυμασία για να μοιάζει με αυτή του Ορίγγου και έφυγε. Η Οριγίλλη όμως έπαιξε το ίδιο παιχνίδι και με τον Λοκρίνο. Σε αυτόν είπε ότι έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του αδερφού της, σκοτώνοντας τον Ορίγγο! Έτσι τους έβαλε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον. Η Οριγίλλη είχε βάλει μάλιστα τον Λοκρίνο να φέρει τα εμβλήματα του ''Αριόντη'' (Arionte), ενός άλλου ιππότη που επίσης την αγαπούσε και είχε μάλιστα συμφωνήσει με τον πατέρα της να την πάρει γυναίκα του υπό τον όρο να του φέρει νεκρό ή ζωντανό τον φονιά του γιου του, τον Ορίγγο! Ο πραγματικός αυτός Αριόντης βρήκε τότε τον Ουλδάρνο, που είχε μεταμφιεστεί σε Ορίγγο, ο οποίος αφέθηκε να πιαστεί αιχμάλωτος σύμφωνα με το σχέδιο της Οριγίλλης. Στο μεταξύ ο Λοκρίνος, μεταμφιεσμένος σε Αριόντη, συνάντησε τον πραγματικό Ορίγγο και στη μεταξύ τους μάχη και οι δύο τραυματίστηκαν βαριά. Εν τέλει ο αληθινός Ορίγγος συνελήφθη. Ο πατέρας της Οριγίλλης χάρηκε βλέποντας τον Λοκρίνο (ήξερε ότι ήταν αυτός και όχι ο Αριόντης) να του φέρνει τον Ορίγγο και του υποσχέθηκε να του δώσει την Οριγίλλη γυναίκα του. Στο μεταξύ όμως ο Αριόντης έφερε και τον δικό του αιχμάλωτο, δηλαδή τον Ουλδάρνο, τον ψεύτικο Ορίγγο. Οι τέσσερεις ιππότες κόντεψαν τότε να έρθουν στα χέρια, καθώς μάλιστα υπήρχε και αυστηρός νόμος που απαγόρευε ιππότες να φερουν εμβλήματα άλλων ιπποτών. Η απόφαση του βασιλιά της χώρας ήταν ότι όλοι έπρεπε να πεθάνουν, αλλά η Οριγίλλη θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο, γι' αυτό ήταν κρεμασμένη εκεί. Ο Ουλδάρνος την τάιζε και είχε σκοτώσει επτά ιππότες που είχαν προσπαθήσει να την σώσουν. Ακόμα όμως κι αν ο ίδιος σκοτωνόταν, οι άλλοι τρεις ιππότες θα έπαιρναν, ένας - ένας, τη θέση του. Η Οριγίλλη στο μεταξύ ικέτευε τον Ορλάνδο να της σώσει τη ζωή. Ο Ορλάνδος μονομάχησε και σκότωσε τον Ουλδάρνο. Το ίδιο έκανε και με τους άλλους τρεις ιππότες. Έπειτα ξεκρέμασε την Οριγίλλη, την κατέβασε απαλά και την πήρε πισωκάπουλα στο άλογό του. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ορλάνδος ξέχασε σχεδόν την Αγγελική. Η Οριγίλλη ωστόσο εξαπατώντας τον Ορλάνδο τον έκανε να κατεβεί από το άλογο για να δει, δήθεν, τις πύλες του Άδη και του Παραδείσου (στην πραγματικότητα ήταν ο τάφος του [[Νίνος|Νίνου]], του βασιλιά της [[Νινευή|Νινευής]]). Η Οριγίλλη τότε βρήκε ευκαιρία και κάλπασε μόνη της μακριά, αφήνοντας τον Ορλάνδο να περιπλανιέται πεζός στηνμέσα ερημιάστο δάσος. Σε αυτό το σημείο ο ποιητής αφήνει τον Ορλάνδο στην Ανατολή και επιστρέφει στη χώρα των Φράγκων για να διηγηθεί τα κατορθώματα ενός νέου ιππότη, του ''Ρογήρου'' ή ''Ρουτζέρο'' (Rugiero), του μυθικού ιδρυτή του [[Οίκος των Έστε|Οίκου των Έστε]].
 
==Δεύτερο Βιβλίο==
Γραμμή 104:
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Οι βασιλείς των Σαρακηνών ευτυχώς δεν γνώριζαν ότι όλοι οι ιππότες του Καρλομάγνου έλειπαν, γιατί τότε θα εκστράτευαν αμέσως και θα κατέστρεφαν τους χριστιανούς. Ενώ όμως οι Σαρακηνοί έψαχναν να βρουν τον Ρουτζέρο, ο Ρανάλδος στην Αλμπράκα ήταν εκνευρισμένος που ο Ορλάνδος είχε φύγει παρατώντας στη μέση την μονομαχία τους. Απόφάσισε έτσι να φύγει καβάλα στον Βαγιάρδο, το άτι του, για να τον ψάξει. Ο Αστόλφος τον ακολούθησε καβάλα στον Ραμπικάνο. Ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος έφυγαν κι αυτοί μαζί τους. Στο δρόμο οι τέσσερίς τους συνάντησαν μια κοπέλα που κλαίγοντας τους παρακάλεσε να την βοηθήσουν γιατί ένας γίγαντας με ένα μεγάλο ρόπαλο είχε απαγάγει την αδελφή της και την είχε δέσει ψηλά σε ένα δέντρο πλάι σε μια λίμνη και τις έκανε φρικτά μαρτύρια. Στη μάχη με τον ροπαλοφόρο γίγαντα ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος ηττώνται και καταλήγουν πάνοπλοι στο βυθό της λίμνης. Το ίδιο παθαίνει και ο Ρανάλδος, που κρατώντας γερά τον γίγαντα τον παρέσυρε κι αυτόν στο βυθό της λίμνης, ενώ ο Αστόφος κοιτούσε γεμάτος αγωνία. Στο μεταξύ η κοπέλα έλυσε την αιχμάλωτη αδερφή της. Καθώς περνούσε η ώρα χωρίς οι ιππότες να φαίνονται, ο Αστόλφος άρχισε να πιστεύει πως πνίγηκαν. Οι δύο κοπέλες τον παρηγορούσαν. Αυτός τότε τις ανέβασε στα άλογα των άλλων ιπποτών και έφυγαν μαζί από εκεί. Μόλις έφτασαν σε ένα ποτάμι, ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σάλπιγγας. Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου η Μαρφίζα και ο Τορίνδος ο Τούρκος (ο οποίος είχε μάλιστα ζητήσει ενισχύσεις από την Προύσα) συνέχιζαν την επίθεση, πολλοί υπερασπιστές της Αγγελικής την είχαν εγκαταλείψει: πρώτα είχε φύγει ο Βρανδιμάρτης και μετά οι δύο γιοι του Ολιβιέρου, οι δίδυμοι Γρίφονας και Ακιλάντης. Αυτοί οι δύο έφτασαν κάποια στιγμή στις όχθες της [[Κασπία Θάλασσα|Κασπίας Θάλασσας]], όπου βρέθηκαν μπροστά σε ένα παλάτι τριγυρισμένο από έναν θελκτικό κήπο. Μόλις μπήκαν εκεί οι δύο ιππότες, τους υποδέχτηκαν μουσικοί και χορεύτριες και τους ανακοινώθηκε από μια κοπέλα (αυτή ήταν η Οριγίλλη, που είχε εξαπατήσει τον Ορλάνδο) ότι έπρεπε να μείνουν μία ολόκληρη νύχτα στο παλάτι και ότι επίσης ο Ορλάνδος ήταν δήθεν νεκρός. Εν τέλει κάποιοι τους συνέλαβαν μέσα στη νύχτα και τους αιχμαλώτισαν σε ένα μπουντρούμι κάποιου κάστρου. Στην Αλμπράκα στο μεταξύ η Μαρφίζα, προστατευμένη από τη μαγική της πανοπλία, είχε αιχμαλωτίσει κατά τη διάρκεια της μάχης τον Μπαλάνο, τον Κιαρόν και τον Αδριανό και είχε σκοτώσει τον Οβέρτο της Λεόνης. Βλέποντας ο Σακριπάντης τον τελευταίο να πέφτει νεκρός, όρμησε εναντίον της Μαρφίζας και τότε άρχισε μια φοβερή μονομαχία.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Η μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη ήταν ισόπαλη, διότι παρ' όλο που η Μαρφίζα υπερείχε σε δύναμη και αξία, το άλογο του Σακριπάντη, ο ''Φρονταλάτης'' (Frontalate) ήταν πιο επιδέξιο στους ελιγμούς και απέφευγε τις επιθέσεις της πολεμίστριας, γλιτώνοντας τον αναβάτη του από πολλά χτυπήματα. Τότε ξαφνικά έφτασε μήνυμα προς τον Σακριπάντη ότι ο ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), ο γιος του Ακρικάνη και νέος βασιλιάς της Ταρταρίας μετά τον θάνατο του πατέρα του, εισέβαλε στην Κιρκασσία. Ο Σακριπάντης μάταια ζητούσε από την Μαρφίζα την αναβολή της μονομαχίας τους, για να μπορέσει να πάει στη χώρα του να αμυνθεί κατά του εχθρού. Η Μαρφίζα επέμενε να συνεχιστεί ο αγώνας. Στο μεταξύ, πίσω στη Βόρειο Αφρική, κανείς από τους ιππότες του Αγραμάντη δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τον κήπο όπου βρισκόταν κρυμμένος ο Ρουτζέρο στα όρη Κατένα. Ο γηραιός βασιλιάς των Γαραμαντών, που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, τους αποκάλυψε ότι ο μόνος τρόπος για να βρουν το μαγικό κάστρο όπου ο μάγος Αταλάντης φύλαγε τον Ρουτζέρο ήταν να βρουν και να φέρουν το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής από την Ανατολή, το οποίο διέλυε κάθε μαγεία. Ο Ροδομόντης στο άκουσμα αυτό αρνήθηκε να περιμένει κι άλλο και είπε ότι θα περάσει τη θάλασσα και θα εκστρατεύσει μόνος του με τη δική του στρατιά κατά των Φράγκων. Οι υπόλοιποι ας έρχονταν αργότερα. Ο Αγραμάντης λέει ενώπιον του συμβουλίου ότι αν κάποιος ανάμεσά τους έχει το κουράγιο να πάει στην Ανατολή για να φέρει το μαγικό δαχτυλίδι που φορούσε η κόρη του Γαλάφρονα, μπορεί να το κάνει και για αντάλλαγμα αυτός θα τον έκανε βασιλιά σε κάποια από τις κτήσεις του. Αναλαμβάνει να το κάνει ο ''Μπρουνέλλος'' (Brunello), ένας μικροσκοπικός και συμπαθητικός, πλην παμπόνηρος απατεώνας και κλέφτης, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά του [[Φεζ]]. Μετά από αυτό ο Αγραμάντης διαλύει τη συνέλευση και αρχίζει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος μετά την εξαπάτηση από την Οριγίλλη περιπλανιόταν μέσα στο δάσος πεζός χωρίς τον Βριλιαδόρο, το άλογό του. Η τύχη το έφερε να βγει η Οριγίλλη ξανά μπροστά του. Είδε να έρχεται κατά το μέρος του μια συνοδεία εφίππων και πεζών που έφεραν δυο αιχμάλώτους ιππότες μαζί τους: ήταν ο Γρίφωνας και ο Ακιλάντης. Μπροστά τους πήγαινε η Οριγίλλη καβάλα στον Βριλιαδόρο, δεμένη κι αυτή. Ο Ορλάνδος ρώτησε τον επικεφαλής πού τους πήγαιναν και αυτός του απάντησε ότι τους πήγαιναν για να ταΐσουν έναν δράκοντα, όπως ήταν ο νόμος για κάθε ξένο που έμπαινε στο έδαφος της χώρας τους, της Οργκάνιας. Το ίδιο έπρεπε να αιχμαλωτίσουν τώρα κι αυτόν. Ο Ορλάνδος εξολόθρευσε με το σπαθί του όσους πήγαν να τον συλλάβουν και ελευθέρωσε τους ιππότες και την όμορφη αλλά απατηλή Οριγίλλη, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει η αγαπημένη του Γρίφωνα. Ξάφνου βλέπουν να έρχεται μια κοπέλα που προειδοποιεί τον Ορλάνδο να μην προχωρήσει γιατί πλησίαζε τον κήπο της Φαλερίνας. Ο Ορλάνδος της λέει ότι ίσα - ίσα αυτός ήταν ο προορισμός του, αλλά αν είχε οποιαδήποτε συμβουλή για να ξεπεράσει τους κινδύνους του κήπου, αυτή θα ήταν ευπρόσδεκτη. Η κοπέλα τότε έδωσε ένα βιβλίο στον Ορλάνδο που οι οδηγίες του θα τον βοηθούσαν να βγει σώος από τον κήπο.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Η κοπέλα αναφέρει στον Ορλάνδο (χωρίς να γνωρίζει ότι είναι αυτός) ότι η βασίλισσα Φαλερίνα, που είναι μάγισσα, γνωρίζει πως ο ερχομός ενός ιππότη από τη Δύση, του Ορλάνδου, θα την καταστρέψει. Γι' αυτό είχε φτιάξει ένα ειδικό σπαθί για να τον αντιμετωπίσει. Επειδή νύχτωνε προτού φτάσει στον κήπο, ο Ορλάνδος έπεσε να κοιμηθεί και η Οριγίλλη βρήκε ευκαιρία να του κλέψει ξανά τον Βριλιαδόρο, αλλά και την Ντουριντάνα, το σπαθί του. Ο Ορλάνδος μόλις ξύπνησε την άλλη μέρα και αντελήφθη ότι το άλογο και το σπαθί του έλειπαν εξοργίστηκε, αλλά αποφάσισε ατρόμητος να μπει στον μαγικό κήπο, όπου και σκότωσε τον δράκοντα συντρίβοντάς του το κρανίο με ένα αυτοσχέδιο ρόπαλο. Αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι είναι παγιδευμένος, καθώς δεν φαινόταν πουθενά η έξοδος για να βγει. Κατευθύνεται προς ένα μαρμάρινο παλάτι, που βρισκόταν δίπλα σε ένα ποτάμι. Στην πύλη του παλατιού βλέπει μια γυναίκα που φορούσε χρυσό στέμμα και κρατούσε ένα σπαθί. Μόλις τον είδε έφυγε προς τον κήπο. Ο Ορλάνδος την ακολούθησε και την έπιασε, παίρνοντάς της το σπαθί και φοβερίζοντάς την να του δείξει την έξοδο. Αυτή όμως δεν μιλούσε, ούτε και όταν ο Ορλάνδος την έδεσε σε ένα δέντρο. Τότε θυμήθηκε το βιβλίο που του είχε δώσει η κοπέλα. Ακολουθώντας τις οδηγίες του βιβλίου βουλώνει τα αυτιά του με ροδοπέταλα για να μην ακούει τίποτα και φτάνει σε μια λίμνη όπου υπήρχε μια Σειρήνα που τραγουδούσε γλυκά και παρέσυρε όσους την άκουγαν στον βυθό. Ο Ορλάνδος, ακολουθώντας τις οδηγίες, προσοποιείται τον κοιμισμένο και μόλις πλησιάζει η σειρήνα της κόβει το κεφάλι και με το αίμα της αλοίφει την πανοπλία του. Έπειτα αντιμετωπίζει έναν ταύρο που είχε ένα κέρατο από φωτιά που θα κατέκαιε τον ιππότη αν δεν είχε αλοίψει την πανοπλία του με το αίμα της σειρήνας. Ο Ορλάνδος σκοτώνει τον ταύρο και φτάνει στην νότια έξοδο που την φυλούσε ένας όνος που καλυμμένος με χρυσές φολίδες, που η ουρά του ήταν σαν ζωντανό φίδι. Προϊδεασμένος από τις οδηγίες του βιβλίου, ο Ορλάνδος πλησίασε πρώτα ένα δέντρο όπου κρυβόταν ένα δηλητηριώδες πολύχρωμο πουλί, το οποίο του επιτέθηκε. Αφού σκότωσε τόσο το πουλί όσο και τον επικίνδυνο όνο, παρατήρησε ότι ως δια μαγείας η πύλη είχε εξαφανιστεί. Προχωρώντας προς την βόρεια πύλη σκότωσε ένα ανθρωποφάγο τέρας, την ''Φαύνη'' (Fauna), που είχε πρόσωπο γυναίκας και ήθελε να του στήσει μια παγίδα. Στη συνέχεια, φτάνοντας στη βόρεια πύλη, αντιμετώπισε έναν θεόρατο γίγαντα, που τον σκότωσε. Από το αίμα του όμως ξεπετάχτηκαν δύο γίγαντες. Για να μη διπλασιασθούν και αυτοί ο Ορλάνδος δεν χρησιμοποίησε εναντίον τους το σπαθί του, αλλά μετά από πολύωρη μάχη τους κατέβαλε με τα ίδια του τα χέρια και τους έδεσε με μια μεγάλη αλυσίδα με την οποία ήθελε να τον παγιδέψει η Φαύνη. Μετά από αυτό μπορούσε ο Ορλάνδος να βγει από τον κήπο.
 
'''Πέμπτο άσμα'''
Προτού όμως βγει από τον κήπο ο Ορλάνδος, ήθελε να τον καταστρέψει για να μην χαθούν εκεί και άλλες δεσποσύνες και ιππότες. Διάβασε στο βιβλίο ότι για να γίνει αυτό έπρεπε να βρει στο κέντρο του κήπου ένα συγκεκριμένο δέντρο και να κόψει το πιο ψηλό κλαδί του. Τότε θα καταστρεφόταν ο κήπος. Ωστόσο από το δέντρο κρέμονταν βαριά χρυσά μήλα, τα οποία εάν σκαρφάλωνε κανείς έπεφταν πάνω του διαλύοντας την πλάτη του. Ο Ορλάνδος γνωρίζοντάς το από το βιβλίο, κόβει το δέντρο από τη ρίζα του και αφού πέφτει αυτό καταγής, τότε κόβει και το ψηλότερο κλαδί του. Ευθύς ο κήπος εξαφανίζεται, σαν να ήταν κάποιο πνεύμα της κόλασης. Μονάχα η μάγισσα Φαλερίνα παρέμεινε δεμένη στο δέντρο όπου την είχε δέσει ο Ορλάνδος. Η Φαλερίνα θρηνώντας είπε στον Ορλάνδο ότι είχε φτιάξει τον κήπο μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την Οριγίλλη και τον Αριάντη. Έτυχε δυστυχώς εκεί να παγιδευθούν ένα σωρό άλλοι ιππότες και άλλες δεσποσύνες, όχι όμως αυτοί οι δύο. Η Φαλερίνα του υποσχέθηκε να ελευθερώσει όσους ιππότες και δεσποσύνες ήταν αιχμαλωτισμένοι στον πύργο, όπου τους οδηγούσε ο γέρος τον οποίο η ίδια είχε βάλει στη γέφυρα για να τους απαγάγει και να τους φυλακίζει προτού οδηγηθούν στον κήπο. Αν ο Ορλάνδος την σκότωνε, τόσο ο πύργος, όσο και οι αιχμάλωτοι σ' αυτόν θα εξαφανίζονταν. Ο Ορλάνδος της υποσχέθηκε να μην τη σκοτώσει (έτσι κι αλλιώς δεν σκότωνε γυναίκες). Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου συνεχιζόταν ο αγώνας μεταξύ του Σακριπάντη και της Μαρφίζας, έφτασε ο Μπρουνέλλος για να κλέψει το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής. Σκαρφάλωσε επιδέξια πρώτα στο γκρεμό και μετά στα τείχη του κάστρου και μετά σαν την αλεπού κατάφερε να φτάσει μέχρι τα δώματα της Αγγελικής. Την πλησίασε εκεί όπου μαζί με άλλους παρακολουθούσε τη μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη κάτω στην πεδιάδα. Κατάφερε και της πήρε από το δάχτυλο το δαχτυλίδι και αμέσως εξαφανίστηκε. Κατεβαίνοντας γρήγορα από τον γκρεμό έφτασε στην πεδιάδα, όπου η Μαρφίζα και ο Σακριπάντης είχαν κάνει ένα διάλειμμα. Επωφελήθηκε έτσι και έκλεψε από τον Σακριπάντη το άλογό του, τον Φρονταλάτη, και από την Μαρφίζα το σπαθί της. Τώρα, ενώ η Μαρφίζα κυνηγούσε τον κλέφτη που το είχε σκάσει καβάλα στον Φρονταλάτη, ο Σακριπάντης γύρισε στην Αλμπράκα, όπου έμαθε για την κλοπή του δαχτυλιδιού. Στο μεταξύ έφτασαν οι ενισχύσεις από την Τουρκία που είχε ζητήσει ο Τορίνδος. Η Αγγελική τώρα δεν είχε κανέναν να την υπερασπιστεί και επιπλέον είχε χάσει το μαγικό της δαχτυλίδι. Μόνη σωτηρία της είχε μείνει ο Σακριπάντης. Ο βασιλιάς Γαλάφρονας πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τον Γραδάσσο (που σχεδίαζε τώρα νέα εκστρατεία κατά της Δύσης). Ο Σακριπάντης ανέλαβε, μετά από παράκληση του Γαλάφρονα, να μεταφέρει το μήνυμα για βοήθεια στον Γραδάσσο.