Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 71:
===Άσματα 21-25===
'''Εικοστό πρώτο άσμα'''
Μετά τις κραυγές και τις βρισιές του Ρανάλδου, ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από τα τείχη συνοδευόμενος από όλους τους υπερασπιστές του (εξαιρουμένου του Ορλάνδου, που έλειπε), στο σύνολο έξι ιππότες. Ο Ρανάλδος συνομιλεί λίγο μαζί τους και μετά τον λόγο έχουν τα όπλα. Ο Ρανάλδος νικά τον Οβέρτο και τον Αδριανό αμέσως, αλλά η μονομαχία του με τον Γρίφωνα είναι αμφίρροπη. Στο μεταξύ ο σοβαρά τραυματισμένος και απαρηγόρητος για τον χαμό της Φιορδελίζας Βρανδιμάρτης δέχεται τις φροντίδες της Λεοδίλλας, της κοπέλας που έσωσε από τους γίγαντες. Αυτή για να τον παρηγορήσει του διηγείται την ιστορία της. Ήταν η κόρη του πάμπλουτου βασιλιά των Μακρινών ΝησιώνΝήσων και την είχαν ζητήσει δύο μνηστήρες: ο γηραιός ''Φολδέριχος'' (Folderico) και ο νεαρός και ωραίος ''Όρδαυρος'' (Ordauro). Η ίδια προτιμούσε προφανώς τον νεαρό, αλλά η απόφαση θα ήταν και του πατέρα της. Έκανε τότε αυτή το σφάλμα να ζητήσει από τον πατέρα της να δεχτεί να την πάρει ως σύζυγο αυτός που θα την νικήσει σε αγώνα δρόμου. Αυτός όμως που θα έχανε, θα έχανε και τη ζωή του. Την ημέρα του αγωνίσματος κατέφθασαν οι δύο επίδοξοι μνηστήρες, ο νεαρός Όρδαυρος και ο γηραιός και παχύς Φολδέριχος, που είχε ένα μεγάλο πουγκί κρεμασμένο στα αριστερά του. Ο αγώνας δρόμου άρχισε και η Λεοδίλλα άφησε επίτηδες να περάσει εμπρός ο Φολδέριχος. Μόλις πήγε όμως να τον προσπεράσει, αυτός έβγαλε από το πουγκί του ένα ολόχρυσο μήλο και το άφησε να πέσει κάτω. Η Λεοδίλλα καθυστέρησε για να το μαζέψει. Το ίδιο συνέβη και για δεύτερη φορά, μόλις η Λεοδίλλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο, ο οποίος προηγήθηκε ξανά με αυτό το κόλπο. Η Λεοδίλλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο λίγο πριν τον τερματισμό, αλλά αυτός έριξε τότε ένα τρίτο ολόχρυσο μήλο και η Λεοδίλλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο πειρασμό και έτσι έχασε τον αγώνα. Η Λεοδίλλα τότε αποφάσισε για εκδίκηση αυτή την αλεπού, δηλαδή τον γέρο σύζυγό της, να την κάνει τράγο (δηλαδή κερατά). Αυτό και έκαμε. Η Λεοδίλλα διέκοψε στο σημείο αυτό την διήγησή της γιατί έβλεπε τον Βρανδιμάρτη περισπασμένο. Ο Βρανδιμάρτης της είπε ότι ανησυχεί για την Φιορδελίζα και το μόνο που ήθελε ήταν να την βρει. Έτσι οι τρεις τους αποφάσισαν να μην σταματήσουν να ψάχνουν μέσα στο δάσος μέχρι να βρουν τη Φιορδελίζα.
 
'''Εικοστό δεύτερο άσμα'''
Γραμμή 115:
Προτού όμως βγει από τον κήπο ο Ορλάνδος, ήθελε να τον καταστρέψει για να μην χαθούν εκεί και άλλες δεσποσύνες και ιππότες. Διάβασε στο βιβλίο ότι για να γίνει αυτό έπρεπε να βρει στο κέντρο του κήπου ένα συγκεκριμένο δέντρο και να κόψει το πιο ψηλό κλαδί του. Τότε θα καταστρεφόταν ο κήπος. Ωστόσο από το δέντρο κρέμονταν βαριά χρυσά μήλα, τα οποία εάν σκαρφάλωνε κανείς έπεφταν πάνω του διαλύοντας την πλάτη του. Ο Ορλάνδος γνωρίζοντάς το από το βιβλίο, κόβει το δέντρο από τη ρίζα του και αφού πέφτει αυτό καταγής, τότε κόβει και το ψηλότερο κλαδί του. Ευθύς ο κήπος εξαφανίζεται, σαν να ήταν κάποιο πνεύμα της κόλασης. Μονάχα η μάγισσα Φαλερίνα παρέμεινε δεμένη στο δέντρο όπου την είχε δέσει ο Ορλάνδος. Η Φαλερίνα θρηνώντας είπε στον Ορλάνδο ότι είχε φτιάξει τον κήπο μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την Οριγίλλη και τον Αριάντη. Έτυχε δυστυχώς εκεί να παγιδευθούν ένα σωρό άλλοι ιππότες και άλλες δεσποσύνες, όχι όμως αυτοί οι δύο. Η Φαλερίνα του υποσχέθηκε να ελευθερώσει όσους ιππότες και δεσποσύνες ήταν αιχμαλωτισμένοι στον πύργο, όπου τους οδηγούσε ο γέρος τον οποίο η ίδια είχε βάλει στη γέφυρα για να τους απαγάγει και να τους φυλακίζει προτού οδηγηθούν στον κήπο. Αν ο Ορλάνδος την σκότωνε, τόσο ο πύργος, όσο και οι αιχμάλωτοι σ' αυτόν θα εξαφανίζονταν. Ο Ορλάνδος της υποσχέθηκε να μην τη σκοτώσει (έτσι κι αλλιώς δεν σκότωνε γυναίκες). Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου συνεχιζόταν ο αγώνας μεταξύ του Σακριπάντη και της Μαρφίζας, έφτασε ο Μπρουνέλλος για να κλέψει το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής. Σκαρφάλωσε επιδέξια πρώτα στο γκρεμό και μετά στα τείχη του κάστρου και μετά σαν την αλεπού κατάφερε να φτάσει μέχρι τα δώματα της Αγγελικής. Την πλησίασε εκεί όπου μαζί με άλλους παρακολουθούσε τη μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη κάτω στην πεδιάδα. Κατάφερε και της πήρε από το δάχτυλο το δαχτυλίδι και αμέσως εξαφανίστηκε. Κατεβαίνοντας γρήγορα από τον γκρεμό έφτασε στην πεδιάδα, όπου η Μαρφίζα και ο Σακριπάντης είχαν κάνει ένα διάλειμμα. Επωφελήθηκε έτσι και έκλεψε από τον Σακριπάντη το άλογό του, τον Φρονταλάτη, και από την Μαρφίζα το σπαθί της. Τώρα, ενώ η Μαρφίζα κυνηγούσε τον κλέφτη που το είχε σκάσει καβάλα στον Φρονταλάτη, ο Σακριπάντης γύρισε στην Αλμπράκα, όπου έμαθε για την κλοπή του δαχτυλιδιού. Στο μεταξύ έφτασαν οι ενισχύσεις από την Τουρκία που είχε ζητήσει ο Τορίνδος. Η Αγγελική τώρα δεν είχε κανέναν να την υπερασπιστεί και επιπλέον είχε χάσει το μαγικό της δαχτυλίδι. Μόνη σωτηρία της είχε μείνει ο Σακριπάντης. Ο βασιλιάς Γαλάφρονας πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τον Γραδάσσο (που σχεδίαζε τώρα νέα εκστρατεία κατά της Δύσης). Ο Σακριπάντης ανέλαβε, μετά από παράκληση του Γαλάφρονα, να μεταφέρει το μήνυμα για βοήθεια στον Γραδάσσο.
 
===Άσματα 6-10===
'''Εκτο άσμα'''
Στο μεταξύ ο Ροδομόντης, παρά τις προειδοποιήσεις του Σκομβράνου (Scombrano), του Μαροκινού γέρου πλοηγού του, να μην ξανοιχτεί ο στόλος στη θάλασσα, γιατί ο άνεμος ηταν ενάντιος και ο καιρός αγρίευε, αποφασίζει να σαλπάρει αμέσως από το [[Αλγέρι]] για την χώρα των Φράγκων διασχίζοντας την Μεσόγειο. Ο στόλος σαλπάρει και πράγματι πέφτει σε τρομερή τρικυμία, στην οποία χάνονται τα δύο τρίτα των πλοίων. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, αναμένοντας την εισβολή, διατάζει το δούκα ''Αίμονα'' (Amone) τον πατέρα του Ρανάλδου, να φυλάσσει με τους δικούς του το Μοντάλβανο στη Γασκώνη, ενώ στέλνει τον δούκα της [[Βαυαρία|Βαυαρίας]] ''Νάμο'' (Namo) να φυλά την [[Προβηγκία]] μαζί με τους δικούς του. Στην Προβηγκία στέλνει και την ''Βραδαμάντη'' (Bradamante), την αδερφή του Ραλάνδου, μια γενναία πολεμίστρια ίσης αξίας με τη Μαρφίζα. Τα πλοία του Ροδομόντη που δεν είχαν βυθιστεί από την τρικυμία καταφέρνουν να προσεγγίζουν την τέταρτη ημέρα την βραχώδη ακτή του [[Μονακό]]. Καθώς οι Σαρακηνοί αποβιβάζονται δέχονται την επίθεση των ντόπιων με βέλη και πέτρες. Οι Σαρακηνοί αρματωμένοι εξαπλώνονται ολόγυρα. Μία στρατιά που βγαίνει από το κάστρο του Μονακό υπό τον ''Αρχιμβάλδο'' (Arcimbaldo), κόμη της [[Κρεμόνα|Κρεμόνας]] και γιο του βασιλιά ''Δεσιδέριου'' (Desiderio) της [[Λομβαρδία|Λομβαρδίας]], αποτυγχάνει να εμποδίσει την αποβίβαση του Ροδομόντη, ο οποίος με την θηριώδη δύναμή του αρχίζει να εξολοθρεύει σχεδόν μόνος του το χριστιανικό στράτευμα. Ενώ ο καιρός καλυτερεύει και ο Ροδομόντης συγκεντρώνει το στρατό του στο Μονακό, ο Αρχιμβάλδος ζητά βοήθεια από τον πατέρα του Δεσιδέριο, ο οποίος σπεύδει με τη στρατιά του από τη [[Σαβόνα]], όπου βρισκόταν. Παράλληλα σπεύδει και ο Νάμος με τους στρατιώτες του (ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βραδαμάντη) από τη [[Μασσαλία]]. Ο λογγοβαρδικός στρατός του Δεσιδέριου προς στιγμή τρέπει σε φυγή τους εισβολείς, αλλά η ισχύς του Ροδομόντη είναι τέτοια που οι Σαρακηνοί τελικά βαστούν τις θέσεις τους.
Γραμμή 125 ⟶ 126 :
 
'''Ένατο άσμα'''
Ο ποιητής συμβουλεύει τους αναγνώστες να μην αφήνουν την Τύχη να τους ξεφύγει, γιατί δύσκολα θα βρουν νέα ευκαιρία για την ξαναπιάσουν. Τώρα ο Ορλάνδος δυσκολευόταν να πιάσει τη Μοργκάνα, ενώ θα μπορούσε να το κάνει εύκολα όσο κοιμόταν. Εν τέλει, μόλις την είχε σχεδόν πιάσει, εμφανίστηκε βγαίνοντας από μια σπηλιά του βουνού μία γριά μέγαιρα, η ''Μετάνοια'', που αυτομαστιγώνοταν στην πλάτη ασταμάτητα και ήθελε να μαστιγώσει και τον Ορλάνδο για να δείχνει υπομονή. Ο Ορλάνδος, διόλου υπομονετικός, έκανε να την πιάσει για να την εκσφενδονίσει μακριά, αλλά το μόνο που άδραχνε ήταν αέρας. Η μέγαιρα συνέχισε να τον μαστιγώνει και τότε ο Ορλάνδος, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έσπευσε να προλάβει τη Μοργκάνα που είχε απομακρυνθεί πολύ, αφήνοντας στο μεταξύ τη Μετάνοια να τον μαστιγώνει. Μετά από πολλά χτυπήματα ο ουρανός έγινε ξάφνου αίθριος και η μέγαιρα έγινε καλοσυνάτη και τον συμβούλεψε να πιάσει τώρα την Τύχη (τη Μοργκάνα) και να την κρατήσει καλά ακόμα και αν αυτή του ήταν υπάκουη, γιατί ήταν γυναίκα άστατη και άπιστη. Αφού η Μετάνοια επέστρεψε στη σπηλιά της, ο Ορλάνδος έπιασε τη Μοργκάνα γερά και με τη μια με απειλές και με την άλλη με καλοπιάσματα της ζητούσε το κλειδί της φυλακής όπου κρατούσε τόσους ιππότες και κυράδες. Αυτή του το έδωσε όταν αυτός της υποσχέθηκε να αφήσει έναν κρατούμενο με τον οποίο αυτή έλεγε πως ήταν ερωτευμένη: τον Ζηλιάντη, γιο του Μανοδάντη βασιλιά των Μακρινών Νήσων και αδερφού της Λεοδίλλας και, όπως θα αποδειχθεί, του Βρανδιμάρτη. Πράγματι, ο Ορλάνδος παίρνοντας το κλειδί και κρατώντας γερά τη Μοργκάνα πήγε και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ρανάλδος, ο Δουδών και ο Βρανδιμάρτης, αφήνοντας μέσα μόνο τον Ζηλιάντη, παντά τις διαμαρτυρίες και τα δάκρυά του. Ο Ορλάνδος έπειτα τους οδήγησε όλους μέχρι την αίθουσα των θησαυρών. Εκεί ο Ρανάλδος άρπαξε ένα χρυσό κάθισμα για να το πάρει μαζί του στη Φραγκία, καθώς ο ίδιος είχε αφραγκία. Μάταια όμως. Αναγκάστηκε να το παρατήσει γιατί έναν σφοδρός άνεμος δεν τον άφηνε να προχωρήσει ούτε αυτόν ούτε τους υπόλοιπους. Μόλις βγήκαν στο λιβάδι κάθε ιππότης ξαναφόρεσε την αρματωσιά του (όλες κρεμόντουσαν στα δέντρα). Οι παγανιστές ιππότες τότε αφού ευχαρίστησαν τον Ορλάνδο έφυγαν. Ο Δουδών είπε στον Ορλάνδο ότι ο Αγραμάντης σκόπευε να επιτεθεί στη Φραγκία και ότι ο ίδιος είχε σταλεί από τον βασιλιά Καρλομάγνο για να ψάξει και να βρει αυτόν και τον Ρανάλδο ζητώντας τους να επιστρέψουν για να πολεμήσουν κατά του εχθρού. Ο Ρανάλδος αποφάσισε να επιστρέψει αμέσως, ενώ ο Ορλάνδος έμεινε να συλλογιέται. Εν τέλει μέσα του νίκησε ο έρωτας και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αγγελική, ενώ ο Βρανδιμάρτης αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Μετά από πέντε ημέρες, ο Ρανάλδος μαζί με τον Δουδώνα, τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο, καθώς προχωρούσαν προς τη Δύση, βρέθηκαν στη χώρα του βασιλιά Μανοδάντη, του πατέρα του Ζηλιάντη. Τους πληροφόρησαν εκεί ότι έπρεπε να υπηρετήσουν τον βασιλιά μαχόμενοι κατά ενός γίγαντα, του ''Βαλισάρδου'' (Basilardo), που ήταν μεγάλος σαν πύργος και τους έφεραν μπροστά του.