Γοτθική αρχιτεκτονική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αρχή με μετάφραση από τα αγγλικά
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 18:34, 28 Μαρτίου 2020

Η γοτθική αρχιτεκτονική είναι αρχιτεκτονικός ρυθμός ο οποίος αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Εξελίχθηκε από τη ρωμανική αρχιτεκτονική και τη διαδέχθηκε η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Εμφανίστηκε τον 12ο αιώνα στη Γαλλία και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 16ο αιώνα. Ο ρυθμός ήταν αρχικά γνωστός ως φραγκογενής (Opus Francigenum), ενώ ο όρος γοτθικός εμφανίστηκε στο τέλος της Αναγέννησης.

Το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό της γοτθικής αρχιτεκτονικής είναι η οξυκόρυφη καμάρα. Είναι η κύρια μηχανική καινοτομία και χαρακτηριστικό τμήμα του σχεδιασμού. Η χρήση της της οξυκόρυφης αψίδας οδήγησε στην ανάπτυξη των σταυροθόλιων, των επίστεγων αντηρίδων και τα περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία από πέτρα στα παράθυρα.[1] Αυτά τα στοιχεία σχηματίζουν ένα δομικά και αισθητικά ολοκληρωμένο σύνολο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως γοτθικό.[2]

Η Βασιλική Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι, κατασκευάστηκε στα μέσα του 12ου αιώνα και η χορωδία της, ανακατασκευασμένη ανάμεσα στο 1140 και το 1144, αποτελεί το πρώτο κτίριο το οποίο συνδυάζει τα γοτθικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Έτσι αναδύθηκε ένας νέος αρχιτεκτονικός ρυθμός ο οποίος έδινε έμφαση, εσωτερικά, στην κάθετη διάσταση των αρχιτεκτονικών μελών και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί η είσοδος του φωτός μέσα από τα χρωματισμένα παράθυρα.[3]

Η γοτθική αρχιτεκτονική είναι περισσότερο γνωστή ως η αρχιτεκτονική πολλών από τους περισσότερους μεγάλους καθεδρικούς, αββαεία και ναούς της Ευρώπης. Είναι επίσης ο αρχιτεκτονικός ρυθμός που απαντά σε πολλά κάστρα, ανάκτορα, δημαρχεία, πανεπιστήμια και, σε μικρότερο βαθμό, ιδιωτικές κατοικίες. Πολλά από τα καλύτερα δείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής έχουν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.

Με την ανάπτυξη της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των μέσων του 15ου αιώνα, ο γοτθικός ρυθμός αντικαταστάθηκε από το νέο ρυθμό, αλλά σε κάποιες περιοχές, όπως η Αγγλία, η γοτθική αρχιτεκτονική συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και τον 16ο αιώνα. Από τα μέσα του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε ανανεωμένο ενδιαφέρον στη γοτθική αρχιτεκτονική στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο διαδόθηκε τον 19ο αιώνα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως σε εκκλησιαστικά και πανεπιστημιακά κτίρια.

Όνομα

Η γοτθική αρχιτεκτονική ήταν γνωστή κατά τη διάρκεια της περιόδου ως opus francigenum («γαλλικό/φράγκικο έργο»)[4] και στη Γαλλία ως Style Ogivale (ύφος με αιχμηρές καμάρες).

Ο όρος «γοτθική αρχιτεκτονική» προέκυψε ως υποτιμητική περιγραφή. Ο Τζόρτζο Βαζάρι χρησιμοποίησε τον όρο «βαρβαρικό γερμανικό στυλ» για να περιγράψει αυτό που θεωρείται τώρα το γοτθικό στυλ[5] και στην εισαγωγή του έργο του Ζωές αποδίδει διάφορα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στους «Γότθους», οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή των αρχαίων κτηρίων μετά την κατάκτηση της Ρώμης και την ανέγερση νέων σε αυτό το ύφος.[6] Την εποχή που έγραφε ο Βαζάρι, η Ιταλία γνώρισε ήδη έναν αιώνα κατασκευών στο κλασικό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο, το οποίο αναβίωνε στην Αναγέννηση και θεωρείται ως απόδειξη μιας νέας χρυσής εποχής εκμάθησης και βελτίωσης. Ο Βαζάρι επαναλήφθηκε από τον Φρανσουά Ραμπελαί, επίσης το 16ο αιώνα, ο οποίος αναφέρθηκε στους Γότθους και Οστρογότθους.

Υπόβαθρο

Κοινωνικό

Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν χωρισμένη σε ένα πλήθος πόλεων κρατών και βασιλείων. Η περιοχή που περιλαμβάνει τη σύγχρονη Γερμανία, τη νότια Δανία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ελβετία, την Αυστρία, τη Σλοβακία, την Τσεχία και το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Ιταλίας (εκτός της Βενετίας και του παπικού κράτους) ήταν ονομαστικά μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άλλα οι τοπικοί άρχοντες είχαν αυτονομία. Η Γαλλία, η Δανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία, η Σκωτία, η Καστίλλη, η Αραγονία, η Ναβάρρα, η Σικελία και η Κύπρος ήταν ανεξάρτητα βασίλεια, όπως και η αυτοκρατορία των Ανδεγαυών, των οποίων οι βασιλείς των Οίκου των Πλανταγενετών είχαν καταλάβει και την Αγγλία.[7] Η Νορβηγία ήρθε υπό την επίδραση της Αγγλίας, ενώ οι άλλες σκανδιναβικές χώρες και η Πολωνία επηρεάστηκαν από τις συναλλαγές με τη Χανσεατική Ένωση. Οι βασιλιάδες του Ανζού μετέφεραν τη γοτθική παράδοση από τη Γαλλία στη νότια Ιταλία, ενώ οι βασιλιάδες Λουζινιάν εισήγαγαν τη γαλλική γοτθική αρχιτεκτονική στην Κύπρο.

Σε όλη την Ευρώπη αυτή τη στιγμή υπήρξε μια ταχεία αύξηση του εμπορίου και μια σχετική ανάπτυξη των πόλεων.[8][9] Η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες είχαν μεγάλες ακμάζουσες πόλεις που μεγάλωναν με συγκριτική ειρήνη, στο εμπόριο και στον ανταγωνισμό μεταξύ τους ή ενώθηκαν για αμοιβαίες σχέσεις, όπως στη Χανσεατική Ένωση. Τα δημόσια κτίρια είχαν μεγάλη σημασία σε αυτές τις πόλεις ως ένδειξη πλούτου και υπερηφάνειας. Η Αγγλία και η Γαλλία παρέμειναν ως επί το πλείστον φεουδαρχικές και ήταν τόπος όπου κτίστηκαν μεγάλα κτίρια για τους βασιλείς, τους δούκες και τους επισκόπους τους, αντί για μεγάλα δημόσια κτίρια για τους πολίτες.

Θρησκευτικό

Η Καθολική Εκκλησία επικρατούσε σε όλη τη δυτική Ευρώπη εκείνη τη στιγμή, επηρεάζοντας όχι μόνο την πίστη αλλά και τον πλούτο και τη δύναμη. Οι επίσκοποι διορίζονταν από τους φεουδάρχες άρχοντες (βασιλιάδες, δούκες και άλλους γαιοκτήμονες) και συχνά κυβερνούσαν ως εικονικοί πρίγκιπες μεγάλες εκτάσεις. Οι πρώιμες μεσαιωνικές περιόδους χαρακτηρίστηκαν από ταχεία ανάπτυξη του μοναχισμού, με πολλά διαφορετικά τάγματα να επικρατούν και να επεκτείνουν την επιρροή τους. Οι πρώτοι ήταν οι Βενεδικτίνοι, των οποίων οι μεγάλες εκκλησίες των αββαείων ξεπερνούσαν κατά πολύ σε αριθμό αυτές των άλλων ταγμάτων στη Γαλλία και την Αγγλία. Ένα μέρος της επιρροής τους ήταν ότι οι πόλεις αναπτύχθηκαν γύρω από αυτές και έγιναν κέντρα πολιτισμού, μάθησης και εμπορίου. Τα κλινιανά και κιστερκιανά τάγματα ήταν διαδεδομένα στη Γαλλία, καθώς το μεγάλο μοναστήρι του Κλινί καθιέρωσε τους κανόνες για μια καλά σχεδιασμένη μοναστική τοποθεσία, η οποία επρόκειτο στη συνέχεια να επηρεάσει όλα τα επακόλουθα μοναστικά κτίρια για πολλούς αιώνες.[8][9]

Τον 13ο αιώνα ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης καθιέρωσε τους Φραγκισκανούς. Οι Δομινικανοί ήταν ένα άλλο μοναστικό τάγμα που ιδρύθηκε κατά την ίδια περίοδο, αλλά από τον Άγιο Δομίνικο στην Τουλούζη και τη Μπολόνια, και είχαν ιδιαίτερη επιρροή στα κτίρια των γοτθικών εκκλησιών της Ιταλίας,[8][9] καθώς και στις κτίσεις των ιταλικών πόλεων, όπως η Κρήτη.

Αρχιτεκτονικό

Η οξυκόρυφη αψίδα, ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της Γοτθικής αρχιτεκτονικής, χρησιμοποιήθηκε στην ύστερη ρωμαϊκή και σασσανική αρχιτεκτονική μέχρι τον 7ο αιώνα. Οι Ρωμαίοι τη χρησιμοποίησαν αρχικά σε εκκλησιαστικά κτίρια στη Συρία και περιστασιακά σε κοσμικές κατασκευές, όπως η Γέφυρα Καραμαγκάρα στη σημερινή Τουρκία. Στην αρχιτεκτονική των Σασσανίδων του Ιράν, παραβολικές και αιχμηρές καμάρες χρησιμοποιήθηκαν τόσο σε παλάτια όσο και ιερές κατασκευές.[10][11] Μετά την ισλαμική κατάκτηση της Ρωμαϊκής Συρίας και της αυτοκρατορίας των Σασσανίδων στον έβδομο αιώνα, η οξυκόρυφη αψίδα ενσωματώθηκε στην ισλαμική αρχιτεκτονική και χρησιμοποιήθηκε ευρέως.[8]

Η αύξηση των στρατιωτικών και πολιτιστικών επαφών με τον μουσουλμανικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της νορμανδικής κατάκτησης της Σικελίας μεταξύ 1060 και 1090, των Σταυροφοριών, αρχής γενομένης από το 1096, και την ισλαμική παρουσία στην Ισπανία, ενδέχεται να επηρέασαν την υιοθέτηση της οξυκόρυφης αψίδας από τη Μεσαιωνική Ευρώπη, αν και αυτό είναι μια αμφιλεγόμενη υπόθεση.[12][13] Βέβαια, σε εκείνα τα μέρη της Δυτικής Μεσογείου που βρίσκονταν υπό ισλαμικό έλεγχο ή επιρροή, προέκυψαν πολιτιστικές ανταλλαγές και μεγάλη ποικιλία ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, με τη συγχώνευση των ρωμανικών και αργότερα των γοτθικών παραδόσεων με τις ισλαμικές διακοσμητικές μορφές, όπως για παράδειγμα στους καθεδρικούς ναούς του Μονρεάλε και της Τσεφαλού, στο Αλκάθαρ της Σεβίλλης και στον καθεδρικό ναό του Τερουέλ.[14][15]

Στην Ευρώπη είχε ήδη από τον 12ο αιώνα καθιερωθεί η ρομανική ή νορμανδική αρχιτεκτονική, ιδίως για εκκλησιαστικά κτίρια και μεγάλα δημόσια κτίρια, όπως τα παλάτια, τα τείχη και οι αποθήκες. Πολλά από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που συσχετίζονται με τη γοτθική αρχιτεκτονική είχαν ήδη αναπτυχθεί και χρησιμοποιηθεί στη ρομανική αρχιτεκτονική, ιδίως στην κατασκευή καθεδρικών και αββαείων. Αυτά περιλαμβάνουν τα σταυροθόλια, τις αντηρίδες, τους κίονες, τα στρογγυλά παράθυρα, τους οβελούς, τα βιτρώ και τα πλούσια διακοσμημένα τύμπανα θυρών. Αυτά που τα χαρακτηριστικά, που προϋπήρχαν τις εμφάνισης της γοτθικής αρχιτεκτονικής αναπτύσσονταν σε όλο και πιο περίπλοκα χαρακτηριστικά.[16] Το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τη ρομανική από τη γοτθική αρχιτεκτονική είναι η ευρεία υιοθέτηση της οξυκόρυφης καμάρας, η οποία με τη σειρά επέφερε μια σειρά αλλαγών, όπως μείωση του όγκου των τευχών με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των παραθύρων και της εισόδου περισσότερου φωτός στο εσωτερικό.

Εμφάνιση και διάδοση

Χαρακτηριστικά

Παρουσία ανά χώρα

Χρήση

Παρακμή και αναβίωση

Παραπομπές

  1. Bannister Fletcher, 17th edition, p.367, p.524
  2. Moffett, Fazio and Wodehouse, p.230
  3. Mignon 2015, σελίδες 8–9.
  4. Bannister Fletcher, p.524
  5. Vasari, G. The Lives of the Artists. (μετάφραση στα αγγλικά) Oxford: Oxford University Press (Oxford World’s Classics), 1991, pp. 117 & 527. (ISBN 9780199537198)
  6. Vasari, Giorgio. (1907) Vasari on technique: being the introduction to the three arts of design, architecture, sculpture and painting, prefixed to the Lives of the most excellent painters, sculptors and architects. G. Baldwin Brown, Ed. Louisa S. Maclehose Trans. London: Dent, pp. b & 83.
  7. "L'art Gothique", section: "L'architecture Gothique en Angleterre" by Ute Engel: L'Angleterre fut l'une des premieres régions à adopter, dans la deuxième moitié du XIIeme siècle, la nouvelle architecture gothique née en France. Les relations historiques entre les deux pays jouèrent un rôle prépondérant: en 1154, Henri II (1154–1189), de la dynastie Française des Plantagenêt, accéda au thrône d'Angleterre." (England was one of the first regions to adopt, during the first half of the 12th century, the new Gothic architecture born in France. Historic relationships between the two countries played a determining role: in 1154, Henry II (1154–1189) became the first of the Anjou Plantagenet kings to ascend to the throne of England).
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Banister Fletcher, A History of Architecture on the Comparative Method.
  9. 9,0 9,1 9,2 John Harvey, The Gothic World
  10. Warren, John (1991). «Creswell's Use of the Theory of Dating by the Acuteness of the Pointed Arches in Early Muslim Architecture». Muqarnas (BRILL) 8: 59–65 (61–63). doi:10.2307/1523154. 
  11. Petersen, Andrew (2002-03-11). Dictionary of Islamic Architecture at pp. 295-296. Routledge. (ISBN 978-0-203-20387-3). Retrieved 2013-03-16.
  12. Scott, Robert A.: The Gothic enterprise: a guide to understanding the Medieval cathedral, Berkeley 2003, University of California Press, p. 113 (ISBN 0-520-23177-5)
  13. Cf. Bony (1983), especially p.17
  14. Le genie architectural des Normands a su s’adapter aux lieux en prenant ce qu’il y a de meilleur dans le savoir-faire des batisseurs arabes et byzantins”, Les Normands en Sicile, pp.14, 53-57.
  15. Harvey, L. P. (1992). "Islamic Spain, 1250 to 1500". Chicago : University of Chicago Press. (ISBN 0-226-31960-1); Boswell, John (1978). Royal Treasure: Muslim Communities Under the Crown of Aragon in the Fourteenth Century. Yale University Press. (ISBN 0-300-02090-2).
  16. Nikolaus Pevsner, An Outline of European Architecture.