Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13:
 
'''Τρίτο άσμα'''
Ο λεπτοκαμωμένος αλλά θαρραλέος Αστόλφος μάχεται με τον θηριώδη Σαρακηνό Γκραντόνιο και προς γενική κατάπληξη τον νικά με τη βοήθεια της μαγικές λόγχης (που ακόμα δεν έχει καταλάβει ότι τον κάνει αήττητο). Νικά μετά κάθε Σαρακηνό ιππότη που έρχεται εναντίον του. Μόλις ξεμπερδεύει από αυτούς κάνουν την εμφάνισή τους ξανά οι ιππότες των Μαγκάντζα, με επικεφαλής τον ''Γάνο'' (Gano) ή ''Γανελόν'' (Ganelone), που ο Αστόλφος τους τρέπει σε φυγή. Ένας τους όμως, ο ''Άνσελμος της Αλταρίπα'' (Anselmo d' Altaripa) του καταφέρνει ύπουλα ένα ξαφνικό χτύπημα, ξαπλώνοντάς τον κατάχαμα, πράγμα που προκαλεί τον γέλωτα των θεατών. Τότε μπαίνουν στην αρένα και άλλοι ιππότες υπέρ του Αστόλφου, ο οποίος σηκώνεται και συνεχίζει να καταδιώκει με τη μαγική λόγχη τον Γάνο και τους ιππότες των Μαγκάντζα, ανταποδίδοντας και το χτύπημα στον Άνσελμο. Επέρχεται τελικά μια γενική σύρραξη μεταξύ των δύο παρατάξεων του Ορλάνδου (που ο ίδιος λείπει) και των Μαγκάντζα, οπότε και επεμβαίνει ο Καρλομάγνος για να σταματήσει τον Αστόλφο, τον οποίο φυλακίζει. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος ψάχνοντας την Αγγελική φτάνει σε ένα μέρος, πουστο δάσος των [[Αρδέννες (νομός)Αρδεννών]], όπου υπήρχε μια μυστηριώδης κρήνη, φτιαγμένη από τον μάγο ''[[Μέρλιν ο Μάγος|Μέρλιν]]'' (Merlino) από την οποία αν έπινε κανείς, αισθανόταν μίσος προς το άτομο που μέχρι τότε αγαπούσε. Ο Ρανάλδος, διψασμένος, πίνει από την πηγή και αμέσως νιώθει μια φοβερή απέχθεια για την Αγγελική που μέχρι τότε την αγαπούσε τρελά. Πηγαίνοντας λίγο παραπέρα βλέπει μιαν άλλη φυσική πηγή. Δεν πίνει από αυτή (αφού είχε ξεδιψάσει), αλλά αποκοιμάται δίπλα της. Τότε φτάνει στο μέρος η Αγγελική, διψασμένη επίσης, πίνει από την πηγή και αμέσως νιώθει μεγάλο έρωτα για τον Ρανάλδο, που πριν τον μισούσε. Αποδεικνύεται ότι εκείνη η φυσική πηγή έκανε τους ανθρώπους να ερωτεύονται το πρόσωπο που μέχρι τότε μισούσαν. Η Αγγελική, γεμάτη τώρα έρωτα για τον Ρανάλδο, τον πλησιάζει και κατά λάθος τον ξυπνά. Εκείνος μόλις την βλέπει νιώθει τέτοια απέχθεια που αμέσως το σκάει. Αυτή τη φορά τον ακολουθεί κατά πόδας η Αγγελική. Στο μεταξύ ο Φεραγούτος είχε σκοτώσει σε μονομαχία τον Αργαλία και του είχε πάρει το κράνος, ενώ τον ίδιο τον είχε πετάξει σε ένα ποτάμι, όπως του είχε πει ο ίδιος ο Αργαλίας να κάνει πριν ξεψυχήσει. Η Αγγελική, κουρασμένη να κυνηγάει μάταια τον Ρανάλδο, ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Η τύχη το κάνει και την βρίσκουν κοιμισμένη ταυτόχρονα ο Ορλάνδος με τον Φεραγούτο. Αρχίζουν τότε να μάχονται μανιασμένα γι' αυτήν. Από τον μεγάλο θόρυβο η Αγγελική ξυπνάει και μόλις τους βλέπει φεύγει αμέσως στο δάσος.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Γραμμή 145:
 
'''Δέκατο πέμπτο άσμα'''
Ο πόλεμος σταματά ενώ μάχονται οι δύο αντρειωμένοι πολεμιστές, ο Ρανάλδος με τον Ροδομόντη, σαν άγρια θηρία, σαν διάβολοι βγαλμένοι από την ίδια την κόλαση. Η τρομερή μονομαχία διαρκεί όλη την ημέρα, τα χτυπήματα που δίνουν ο ένας στον άλλον θα διέλυαν τον καθένα, αλλά η έκβαση είναι αβέβαιη. Την ώρα αυτή εμφανίζεται ο βασιλιάς Καρλομάγνος με τη στρατιά του και ο Ροδομόντης, ατρόμητος όπως πάντα, αφήνει προς στιγμήν μόνο του τον έκπληκτο Ρανάλδο για να αντιμετωπίσει τους νεοερχόμενους, τους οποίους αρχίζει να κατασφάζει. Δεν έχει ξεχάσει όμως τον αντίπαλό του. Η νύχτα έρχεται και ο Ροδομόντης συνεχίζει να κατασφάζει ανελέητα τους χριστιανούς, οι υπόλοιποι όμως Σαρακηνοί αντιθέτως καταδιώκονται σκληρά από τη στρατιά του νεαρού Δουδώνα και αναγκάζονται να καταφύγουν στα πλοία. Ο Ροδομόντης σπεύδει να βοηθήσει τους δικούς του και σφάζει πολλούς χριστιανούς και άλλους αιχμαλωτίζει, μεταξύ των οποίων και τον Δουδώνα. Ο Ρανάλδος στο μεταξύ γυρεύει να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Με τον ερχομό της νύχτας, ο Ροδομόντης και ο Ρανάλδος εξακολουθούν να ψάχνουν ο ένας τον άλλον. Ο Ροδομόντης βασανίζει κάποιους αιχμαλώτους για να του πουν πού είναι ο Ρανάλδος και αυτοί εφευρίσκουν μια ψεύτικη ιστορία, ότι δήθεν ο Ρανάλδος έχει φύγει για το δάσος των Αρδεννών, εκεί που υπήρχε η πηγή του μάγου Μέρλιν. Ο Ροδομόντης αποφασίζει αμέσως να πάει να τον βρει. Εν συνεχεία και ο Ρανάλδος μαθαίνει από έναν Σαρακηνό ότι ο αντίπαλός του έφυγε για το δάσος των Αρδεννών και φεύγει κατευθείαν για το δάσος. Αντιθέτως, ο Ροδομόντης, μη γνωρίζοντας τον δρόμο, φτάνει σε μια πεδιάδα κοντά στην ακτή και ρωτά κάποιον ιππότη να του πει προς τα πού πρέπει να πάει. Ο ιππότης αυτός τυχαίνει να είναι ο Φεραγούτος, που είχε φύγει από τη Γρανάδα ερχόμενος μυστικά στη Φραγκία για να μάθει αν είχε επιστρέψει η αγαπημένη του Αγγελική. Ακόμα ήταν ερωτευμένος πολύ μαζί της και ήταν σε απελπισία, καθώς δεν είχε νέα της παρόλο που είχε ρωτήσει όλους όσους είχε συναντήσει. Ενώ οι δυο τους συνομιλούν, ο Ροδομόντης ανακαλύπτει ότι κάποτε ο Φεραγούτος αγαπούσε την ''Δωραλίκη'' (Doralice), την κόρη του ''Στορδιλάνου'' (Stordilano), του βασιλιά του Μαρόκου. Τυχαίνει τώρα να είναι ερωτευμένος με την Δωραλίκη ο Ροδομόντης, ο οποίος βλέπει στο πρόσωπο του Φεραγούτου έναν ερωτικό αντίζηλο. Μια νέα φοβερή μονομαχία ξεσπά μεταξύ του Ροδομόντη και του Φεραγούτου.
 
Ο Ρανάλδος στο μεταξύ είχε φτάσει στο δάσος των Αρδεννών. Μόλις είχε φτάσει κοντά στην πηγή του Μέρλιν (αυτή που το νερό της έκανε τους ερωτευμένους να μισούν όποιον αγαπούσαν παθολογικά), συναντά έναν γυμνό νεαρό που το κατηγόρησε για προδοσία. Δίπλα στον νεαρό ήταν τρεις νεαρές ωραίες κοπέλες. Ο νεαρός ήταν ο Έρωτας και οι κοπέλες οι τρεις [[Χάριτες]]. Αυτές επιτίθενται στον Ρανάλδο χτυπώντας τον με άνθη που έβγαζαν από τα καλάθια τους. Ο Έρωτας, μόλις οι Χάριτες είχαν ξοδέψει τα λουλούδια τους, σημαδεύει με έναν κρίνο τον Ρανάλδο κατακέφαλα, τον σωριάζει στο έδαφος και αρχίζει να τον σέρνει ολόγυρα στο λιβάδι. Παράλληλα, οι Χάριτες τον μαστιγώνουν με γιρλάντες για ώρες, ενώ ο ιππότης ικέτευε να τον λυπηθούν, γιατί παρ' όλο που ήταν αρματωμένος, η αρματωσιά του έκαιγε ολόκληρη από τα χτυπήματα και αισθανόταν τρομερές πληγές στο κορμί του. Εν τέλει οι τέσσερις βγάζουν φτερά και πετούν στα ύψη, αφήνοντας τον Ρανάλδο να βασανίζεται από φριχτούς πόνους. Η μία από τις Χάριτες, η [[Πασιθέα]], επιστρέφει τότε, σταλμένη από τον Έρωτα. Αφού του αποκαλύπτει ποιοι ήταν στην πραγματικότητα οι τέσσερίς τους, του λέει ότι για να σωθεί από τον οδυνηρό θάνατο που τον περίμενε, θα έπρεπε να αισθανθεί ακριβώς αυτόν τον πόνο που ένιωθε αυτή που είχε εκείνος απορρίψει την αγάπη της: αυτός ήταν ο νόμος του έρωτα. Έπειτα του δείχνει την πηγή εκείνη που θα τον γιάτρευε από τους φοβερούς πόνους, που το νερό της θα τον έκανε να ερωτευθεί αυτή που που μέχρι τότε μισούσε, ενώ εκείνη δεν θα τον αγαπούσε πια. Λέγοντας αυτά, η Πασιθέα πέταξε μακριά σαν πουλί. Ο Ρανάλδος, πονώντας φοβερά, πίνει από εκείνη την πηγή (για την οποία το αντίδοτο βρισκόταν στη άλλη πηγή, που είχε φτιάξει ο Μέρλιν). Μόλις πίνει ο Ρανάλδος, κάθε πόνος περνά. Πίνει αχόρταγα και είναι πάλι ερωτευμένος τρελά με την Αγγελική, νιώθοντας φοβερές τύψεις για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως θέλει να ξαναπάει στην Ανατολή για να την βρει. Ξεκινά καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογό του. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν βλέπει από μακριά, χωρίς να διακρίνει ποιοι είναι, μια κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο και έναν έφιππό ιππότη δίπλα της (αυτοί θα αποδειχθεί ότι ήταν η Αγγελική και ο Ορλάνδος, που είχαν επιστρέψει από την Ανατολή). Την ίδια ώρα όμως στη Δύση είχε φτάσει και ο κλέφτης Μπρουνέλλος (που έκλεβε πάντα κατιτί από όσους συναντούσε στο δρόμο), καβάλα στον ταχύ Φρονταλάτη, το άλογο του Σακριπάντη, ενώ η ακούραστη Μαρφίζα τον ακολουθούσε πάντα καβάλα στο δικό της άλογο για να τον πιάσει.
 
===Άσματα 16-20===
'''Δέκατο έκτο άσμα'''
Δεκαπέντε ημέρες ήδη είχαν περάσει από τότε που η Μαρφίζα άρχισε να καταδιώκει τον Μπρουνέλλο και ήταν πλέον πολύ αδύνατη, καθώς δεν τρεφόταν καλά. Ήδη από την έκτη μέρα το άλογό της είχε ψοφήσει και αυτή ήταν πεζή και δίχως πανοπλία. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να κυνηγάει τον Μπρουνέλλο και θα τον είχε προφτάσει, αν δεν της αποσπούσαν την προσοχή μία πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο που συνοδευόταν από έναν ιππότη. Ο Μπρουνέλλος βρήκε τότε ευκαιρία να της ξεφύγει. Έφτασε σε λίγες μέρες στη θάλασσα, βρήκε ένα πλοίο, πέρασε τη θάλασσα γρήγορα και έφτασε στην Αφρική. Αποβιβάστηκε στη Μπιζέρτα, όπου βρήκε τον Αγραμάντη, εκνευρισμένο που ο στόλος θα αναχωρούσε δίχως να έχουν βρει τον Ρουτζέρο. Παρουσιάζεται σε αυτόν και όλη την Αυλή, αναγγέλλοντας ότι φέρνει το μαγικό δαχτυλίδι που θα τους βοηθήσει να αποκαλύψουν το καταφύγιο του μάγου Αταλάντη όπου βρισκόταν ο Ρουτζέρος. Τους διηγείται λεπτομερώς πώς κατάφερε να πάρει το δαχτυλίδι και για απόδειξη δείχνει στον Αγραμάντη το κόρνο του Αλμόντη, που ο Ορλάνδος είχε πάρει κατά τη μάχη του Ασπτρομόντε. Όλοι θαύμασαν και τότε ο Μπρουνέλλος βγάζει και δείχνει το δαχτυλίδι στον Αγραμάντη, που αμέσως τον αντάμειψε αναγορεύοντάς τον βασιλιά της Τιγγιτάνης, δηλαδή της [[Ταγγέρη|Ταγγέρης]] στο [[Μαρόκο]]. Όλοι σπεύδουν τότε να βρουν τον Ρουτζέρο στο πανύψηλο όρος Καρένα, το οποίο ως κόλουρος κώνος είχε στην κορυφή του μια μεγάλη πεδιάδα γεμάτη δάση που την διέσχιζε ένας ποταμός. Στο κέντρο της πεδιάδας υπήρχε ένα μικρότερο όρος, πολύ απόκρημνο, που η κορφή του άγγιζε, λες, τον ουρανό. Αυτό ήταν περιτριγυρισμένο από ένα μαγικό κρυστάλλινο τείχος, ούτως ώστε να μη φαίνεται τίποτα πίσω του. Αυτή τη μαγεία αποκάλυψε το δαχτυλίδι, διαλύοντας το μαγικό ξόρκι που περιέβαλε το όρος. Πάνω στην κορυφή υπήρχε ένας κήπος με καταπράσινους κέδρους και φοίνικες όπου ο μάγος Αταλάντης έκρυβε τον Ρουτζέρο. Ωστόσο το κρυστάλλινο αυτό τείχος ήταν τόσο γλιστερό και απότομο που θα έπρεπε κανείς να διαθέτει φτερά για να το υπερβεί. Ο Μπρουνέλλος είχε τότε μια ιδέα. Ξέροντας ότι ο Ρουτζέρο θα παρακολουθούσε κρυμμένος βάζει τον Αγραμάντη και τους στρατιώτες του να παραστήσουν ότι μάχονται γενναία μεταξύ τους. Η φασαρία της υποτιθέμενης μάχης κάνει τον Ρουτζέρο να κοιτάξει και αμέσως θέλει να συμμετάσχει κι αυτός στη μάχη. Παρά τις προειδοποιήσεις του Αταλάντη, ότι θα πέθαινε πολεμώντας και προδιδόμενος, ο Ρουτζέρο πείθει τον μάγο να τον αφήσει να πάει έξω. Αρματώνεται, παίρνει το ξίφος και βγαίνει, δελεασμένος και από το άλογο του Σακριπάντη που ίππευε ο Μπρουνέλλος, τον Φρονταλάτη, τον οποίο ιππεύει αμέσως ο ίδιος με ένα σάλτο. Ο πονηρός Μπρουνέλλο του λέει ότι του χαρίζει το άλογο υπό τον όρο να ακολουθήσει τον Αγραμάντη στην εκστρατεία στη χώρα των Φράγκων και ο Ρουτζέρο δέχεται, μετονομάζοντάς τον Φρονταλάτη σε '''Φροντίνο''' (Frontino).