Ρασομόν (ταινία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Πλοκή: Διορθώθηκε 1 γραμματικό και 1 συντακτικό λάθος.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 37:
 
== Πλοκή ==
Η ταινία ξεκινά με έναν ξυλοκόποςξυλοκόπο κι έναν ιερέα, οι οποίοι αποκλεισμένοι από τη σφοδρή βροχόπτωση, προφυλάσσονται στις πύλες της πόλης Rajōmon. Εκεί θα καταφτάσει κι ένας άλλο άνδρας, στον οποίον θα αφηγηθούν τη φοβερότερη ιστορία που έχουν ακούσει. Τότε αρχίζει η αφήγηση της ιστορίας τους, με τον ξυλοκόπος να αρχίζει λέγοντας ότι πριν τρεις ημέρες είδε έναν νεκρό σαμουράι στο δάσος, όπου πήγαινε να μαζέψει ξύλα, με καρφωμένο στο στήθος ένα σπαθί. Έτσι, έτρεξε πανικοβλημένος να ειδοποιήσει τις Αρχές. Αργότερα τόσο ο ιερέας όσο και ο ξυλουργός βρίσκονται στο δικαστήριο μα καταθέσουν. Ο ιερέας είχε δει το ζευγάρι νωρίτερα εκείνη τη μέρα, να περνά μες στο δάσος. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζει η αφήγηση των τεσσάρων ιστοριών, πρώτα του ληστή, μετά της γυναίκας, κατόπιν του πνεύματος του νεκρού άνδρα και τέλος του μάρτυρα ξυλουργού:
 
=== Η ιστορία του Ληστή ===
Στο δικαστήριο κλήθηκε για να καταθέσει, καλέστηκε ο διαβόητος ληστής Tajōmaru, ο οποίος είδε το ζευγάρι στο δάσος και θαμπώθηκε από την ομορφιά της γυναίκας και θέλησε να την κάνει δική του. Είπε στο δικαστήριο, πως αρχικά δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει. Αργότερα τους προσέγγισε και με το τέχνασμα ότι είχε κάποια όπλα κάπου κρυμμένα, πρότεινε στον σαμουράι-σύζυγο της γυναίκας να τον ακολουθήσει κι αν τον ενδιαφέρουν να του τα πουλήσει. Η γυναίκα έμεινε στις ακτές μιας λίμνης στο ενδιάμεσο. Λίγο αργότερα, εμφανίζεται στη γυναίκα ο ληστής και της λέει να τον ακολουθήσει γιατί ο άνδρας της φαίνεται να είναι πολύ άρρωστος (όπως παραδέχτηκε στο δικαστήριο, είχε ζηλέψει πολύ το ταραγμένο βλέμμα της γυναίκας στο άκουσμα των άσχημων νέων, και ήθελε ακόμα περισσότερο να την κάνει δική του).
 
Φτάνοντας εκεί η γυναίκα βλέπει τον άντρα της καθισμένο στο έδαφος και δεμένο. Τότε αρχίζει μία μάχη μεταξύ του ληστή και της γυναίκας, η οποία τελειώνει μόλις ο ληστής την αρπάζει και τη φιλάει στο στόμα (υπονοώντας ότι τη βίασε κιόλας). Η γυναίκα, ντροπιασμένη, πλέον, ζητά από τον ληστή να μονομαχήσει με τον άντρα της, γιατί δεν μπορούν να ζουν και οι δύο, και να ανήκει σε δύο άντρες. Έτσι ο ληστής τον λύνει και τελικά τον σκοτώνει, με τη γυναίκα όμως να έχει εξαφανιστεί. Στο τέλος το δικαστήριο τον ρωτά για το πολύτιμο στιλέτο με το οποίο μαχόταν η γυναίκα, με αυτόν να απαντά ότι μέσα στην ταραχή του κακώς το ξέχασε, γιατί φάνηκε πολύτιμο.
Γραμμή 56:
Στο τέλος της ταινίας η συζήτηση των τριών ανδρών διακόπτεται από το κλάμα ενός εγκαταλελειμμένου βρέφους. Ο άνδρας πάει προς το μωρό και παίρνει το κιμονό με το οποίο προφυλασσόταν από το κρύο. Ο ξυλοκόπος τότε του λέει ότι η κίνηση αυτή ήταν κακή και ζητά να επιστρέψει το κιμονό, με τον άνδρα τελικά να του λέει πως δεν είναι ούτε αυτός καλός, και ότι είχε καταλάβει γιατί δεν είπε όλη την αλήθεια στη δική: είχε πάρει το στιλέτο. Ο άνδρας φεύγοντας από την πύλη του λέει: «ο ληστής κατηγόρησε έναν ληστή που λήστεψε», με τα τελευταία του λόγια να είναι: «ο κάθε άνδρας ενεργεί βάσει του προσωπικού του συμφέροντος».
 
Ο ιερέας τότε άρχισε να χάνει τελείως την κλονισμένη πίστη του στους ανθρώπους. Ο εμβρόντητος ιερέας επανέρχεται στην πραγματικότητα, όταν ο ξυλοκόπος τον πλησιάζει για να πάρει το βρέφος. Δύσπιστος για τις προθέσεις του αρχικά, δεν του δίνει ο βρέφος. Όμως, ο ξυλοκόπος του λέει ότι έχει σκοπό να το μεγαλώσει και να τον φροντίσει, και ότι δεν έχει σημασία που έχει ήδη 6 παιδιά. Τότε, με αυτήν την απλή κίνηση καλοσύνης, ο ιερέας ανακτά την κλονισμένη πίστη τους προς τους ανθρώπους και κατανοεί γιατί δεν είπε την αλήθεια ο ξυλοκόπος. Τότε λέει στον ξυλοκόπο: «μου έδωσες έναν λόγο να συνεχίζω να πιστεύω στους ανθρώπους». Η ταινία τελειώνει με τον ξυλοκόπο και το βρέφος στα χέρια του, οδεύοντας προς το σπίτι. Η σφοδρή βροχή είχε σταματήσει, με τον ήλιο πλέον να ξεπετάγεται από τα σύννεφα και να έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ταινίας.
 
== Διανομή ==