Γερμανική επανένωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 6:
Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας άρχισε να παραπαίει τον Μάιο του 1989, όταν η άρση των περιορισμών στα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία άνοιξε τρύπα στο «σιδηρούν παραπέτασμα», προκαλώντας έξοδο χιλιάδων Ανατολικογερμανών που έφυγαν στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία μέσω της Ουγγαρίας. Η «Ειρηνική Επανάσταση», μια σειρά διαδηλώσεων στην Ανατολική Γερμανία, οδήγησε στις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην χώρα στις 18 Μαρτίου 1990 και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Λαοκρατικής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που κατέληξαν στην Συνθήκη Ενοποίησης<ref name="Einigungsvertrag"/>. Περαιτέρω διαπραγματεύσεις μεταξύ της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων οδήγησαν στην αποκαλούμενη «Συνθήκη Δύο συν Τεσσάρων» (Συνθήκη Τελικού Διακανονισμού σε σχέση με τη Γερμανία) που παρείχε πλήρη κυριαρχία στο ενοποιημένο γερμανικό κράτος, του οποίου τα δύο προκάτοχα κράτη είχαν ορισμένους περιορισμούς που απέρρεαν από το καθεστώς τους μετά το τέλος του [[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου]] ως κατεχόμενων περιοχών.
 
Η Συμφωνία του Πότσνταμ του 1945 είχε ορίσει ότι μια πλήρης ειρηνευτική συνθήκη που θα ολοκλήρωνε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της ακριβούς οριοθέτησης των μεταπολεμικών ορίων της Γερμανίας, απαιτείτο «να γίνει δεκτή από την κυβέρνηση της Γερμανίας, όταν θα έχει σχηματιστεί μια κατάλληλη για τον σκοπό αυτό κυβέρνηση». Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανέκαθεν υποστήριζε ότι καμία τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει σχηματιστεί, μέχρις ότου η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία θα έχουν ενωθεί σε ένα ελεύθερο δημοκρατικό κράτος. Αλλά το 1990 υπήρξαν μια σειρά από απόψεις σχετικά με το αν μια ενοποιημένη Δυτική και Ανατολική Γερμανία μαζί με το Βερολίνο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει «την Γερμανία ως σύνολο» για τον σκοπό αυτό. Το βασικό ερώτημα ήταν αν μια Γερμανία που περέμενε αποκλεισμένη από τα πρώην γερμανικά εδάφη που παρέμειναν ανατολικά της [[γραμμή τουΌντερ-Νάισσε|γραμμής OderΌντερ-NeisseΝάισσε]] θα μπορούσε να ενεργήσει ως «ενωμένη Γερμανία» υπογράφοντας την ειρηνευτική συνθήκη χωρίς καμία επιφύλαξη. Σύμφωνα με τη Συνθήκη «Δύο συν Τεσσάρων», η Ομοσπονδιακή και η Λαοκρατική Δημοκρατία δεσμεύθηκαν τόσο οι ίδιες όσο και η ενιαία συνέχειά τους επί της αρχής σύμφωνα με την οποία τα κοινά τους προ του 1990 σύνορα αποτελούσαν ολόκληρη την επικράτεια που θα μπορούσε να διεκδικηθεί από μια κυβέρνηση της Γερμανίας και επομένως δεν υπήρχαν άλλα εδάφη πέραν αυτών των ορίων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήματα της Γερμανίας στο σύνολό της.
 
Η Ενωμένη Γερμανία δεν είναι διάδοχο κράτος, αλλά διευρυμένη συνέχεια της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Ως εκ τούτου, η διευρυμένη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατήρησε τις θέσεις της Δυτικής Γερμανίας σε διεθνείς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων η [[Ευρωπαϊκή Κοινότητα]] (αργότερα Ευρωπαϊκή Ένωση) και το ΝΑΤΟ, ενώ παραιτήθηκε από τη συμμετοχή στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους ανήκε μόνο η Ανατολική Γερμανία. Διατηρεί επίσης την ένταξη της παλιάς Δυτικής Γερμανίας στα [[Ηνωμένα Έθνη]].