Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 187:
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Ο αρχηγός των ληστών παρακαλεί με πολλά κλάματα τον Βρανδιμάρτη να μην τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας, τον Δολισθένη. Του αναφέρει ότι πολύ καιρό πριν είχε απαγάγει ο ίδιος από το παλάτι του την μικρή του κόρη όταν ακόμα ήταν μωρό, δίνοντάς την, έναντι αδρής αμοιβής, στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους. Ο Βρανδιμάρτης χαίρεται που ελίχε πιάσει τον απαγωγέα και είναι ανυποχώρητος ότι πρέπει να τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας. Πλησιάζοντας την πόλη της Λυδίας, η παρέα δέχεται την επίθεση στρατιωτών και παρ' όλη την αντίσταση του Βρανδιμάρτη αυτοί καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν τις δύο γυναίκες, καθώς και τον αρχηγό των ληστών. Αρχηγός αυτού του στρατεύματος ήταν ο νεαρός πρίγκιπας Θεόδωρος και πολιορκούσε την πόλη του βασιλιά Δολισθένη γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον γάμο και την φυλάκιση της Δωριστέλλας σε εκείνο το μαγεμένο παλάτι. Ενώ ο Βρανδιμάρτης εξακολουθεί να μάχεται κατά των στρατιωτών, ο Θεόδωρος ρίχνει ένα βλέμμα στην Δωριστέλλα και αμέσως την αναγνωρίζει, όπως και αυτή αυτόν. Ο Θεόδωρος την λύνει αμέσως. Όπως ήταν επόμενο, παύει η μάχη και ελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι εκτός από τον Φυγόφορκο. Αυτός παραδίδεται στον βασιλιά της Λυδίας, που αναγνωρίζει αμέσως τον απαγωγέα της κόρης του. Όπως αποδεικνύεται, στην πραγματικότητα εκτός από την Δωριστέλλα, κόρη του ήταν και η Φιορδελίζα. Αυτή ήταν που είχε απαχθεί τόσο μικρή από τον ληστή. Η μητέρα της, βασίλισσα ''Πειρωδία'' (Perodia) την αναγνώρισε από ένα εκ γενετής σημάδι που είχε στο δεξί στήθος της. Επικρατεί τώρα ένα γενικός ενθουσιασμός και η ατμόσφαιρα είναι εορταστική. Ο Θεόδωρος και η Δωριστέλλα παντρεύονται. Παντρεύονται επίσης ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα. Η Φιορδελίζα πείθει την Δωριστέλλα και τον Θεόδωρο να γίνουν Χριστιανοί και από τότε η Αρμενία είναι χριστιανική. Ωστόσο, μετά τις χαρές αυτές ο Βρανδιμάρτης αρχίζει να σκέφτεται πάλι τον Ορλάνδο. Παίρνει έτσι την άδεια από τον βασιλιά να πάρει ένα πλοίο για να ψάξει να βρει τον φίλο του. Ο βασιλιάς του δίνει επίσης και μια σκηνή διακοσμημένη με διάφορες παραστάσεις. Το πλοίο του Βρανδιμάρτη πέφτει σε τρικυμία λίγο πριν φτάσει στην Κρήτη και ναυαγεί κοντά στην Μπιζέρτα της Βόρειας Αφρικής, στην περιοχή της αρχαίας [[Καρχηδόνα|Καρχηδόνας]]. Επειδή υπήρχε διάταγμα να θανατώνονται όλοι οι χριστιανοί που θα ναυαγούσαν εκεί (λόγω μιας προφητείας που έλεγε ότι ένας Ιταλός πρίγκιπας θα ερήμωνε εκείνα τα μέρη), ο Βρανδιμάρτης τους λέει ότι κατάγεται από τις Μακρινές Νήσους. Ο Βρανδιμάρτης καβάλα σε ένα άλογο προχωρά προς την Μπιζέρτα και βρίσκεται σε λίγο ανάμεσα στους στρατιώτες του Αγραμάντη. Προκαλεί τον ίδιο τον Αγραμάντη σε μονομαχία. Έπειτα στήνει τη σκηνή του, όπου η Κυμαία Σίβυλλα είχε σχεδιάσει παραστάσεις από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, που αφορούσαν τον Οίκο των Έστε.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Ενώ ο βασιλιάς των Σαρακηνών Αγραμάντης, που είχε στήσει τη βασιλική σκηνή στην ύπαιθρο, χόρευε και διασκέδαζε με τις κυρίες της Αυλής σε έναν παραθαλάσσιο κήπο, άκουσε τον ήχο του κόρνου με το οποίο ο Βρανδιμάρτης τον καλούσε σε μονομαχία. Ο Βρανδιμάρτης απευθυνόταν δυνατά, αλλά με σεβασμό στον μεγάλο Αγραμάντη, ως πιστός υπήκοός του, προσκαλώντας τον να δοκιμάσουν την δύναμή τους. Ο Αγραμάντης, ευχαριστημένος από τα κολακευτικά λόγια του Βρανδιμάρτη, αποδέχεται την πρόσκληση σε μονομαχία. Ενώ οι δυο τους μάχονται ηρωικά, ο αγώνας διακόπτεται από ένα πλήθος που τρέχει να σωθεί από μια επιδρομή λιονταριών, καμηλοπαρδάλεων, ελεφάντων και άλλων αγρίων θηρίων. Ο Αγραμάντης και ο Βρανδιμάρτης ενώνουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τα θηρία. Μαζί τους μάχεται και ο Ρουτζέρος. Τα άγρια θηρία κατασφάζονται εν τέλει. Το βράδυ οι χοροί και οι διασκεδάσεις εξακολουθούν στη Μπιζέρτα, αλλά ένας μεθυσμένος ταμπουριτζής κατηγορεί τον Αγραμάντη ότι έχει αργήσει πάρα πολύ να φύγει για την εκστρατεία στην Φραγκία. Θορυβημένος ο βασιλιάς δίνει διαταγή να ξεκινήσουν αμέσως, αφήνοντας την διακυβέρνηση του βασιλείου όσο θα έλειπε στον γέροντα ''Βραντζάρδο'' (Branzardo).
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Η μεγάλη αρμάδα με τα αφρικανικά στρατεύματα του Αγραμάντη, έχοντας αποπλεύσει για την Ισπανία, φτάνει σε λίγες ημέρες στις εκβολές του ποταμού [[Έβρος (Ισπανία)|'Εβρου]]. Από εκεί κατευθύνονται προς την Γαλλία περνώντας τα Πυρηναία Όρη. Από τα βουνά αντικρίζουν την πεδιάδα του Μονταλβάνου, όπου ήδη ο βασιλιάς Μαρσίλιος πολιορκεί την πόλη, αντιμετωπίζοντας τον βασιλιά Καρλομάγνο. Στη μάχη που διεξάγεται ο Ραλάνδος είναι αντιμέτωπος με τον Φεραγούτο και η Βραδαμάντη με τον Ροδομόντη, όπως είδαμε. Ο Ορλάνδος, ενώ η Βραδαμάντη μονομαχούσε με τον Ροδομόντη, δεν ήθελε να παρέμβει και κοιτούσε από μακριά, από φόβο να μην παραβεί τους κανόνες της ιπποσύνης. Τότε ξαφνικά βλέπει τα νέα εχθρικά στρατεύματα ψηλά στα Πυρηναία Όρη με τις πολεμικές σημαίες τους να ανεμίζουν. Ο Ορλάνδος, ατρόμητος, ορμά καβάλα στον Βριλιαδόρο κατά των εχθρών. Επιτίθεται και αιχμαλωτίζει τον Σαρακηνό βασιλιά της [[Κωνσταντίνη|Κωνσταντίνης]], ''Πιναδώρο'', (Pinadoro) τον οποίον είχε αποστείλει ο Αγραμάντης για να κατοπτεύσει το πεδίο. Από αυτόν μαθαίνει ο Ορλάνδος ότι ο Αγραμάντης και οι Σαρακηνοί είχαν αρχίσει την επιδρομή τους στη Γαλλία. Χαίρεται τώρα που θα μπορεί να αποδείξει την αξία του στον Καρλομάγνο και κυρίως στην Αγγελική. Ελευθερώνει τον αιχμάλωτο, λέγοντάς του να πει στον Αγραμάντη να σπεύσει να μπει στον αγώνα. Όταν ο Πιναδώρος λέει στον βασιλιά Αγραμάντη τι του συνέβη, ο ''Σωβρίνος'' (Sobrino), ο βασιλιάς του Αλγόκου και ο πιο σώφρων μεταξύ των Σαρακηνών, λέει στον Σαρακηνό μονάρχη ότι αυτός ο ιππότης ήταν σίγουρα ο Ορλάνδος και ότι θα συναντούσαν δυσκολίες να τον καταβάλουν. Τώρα ο Αγραμάντης, έχοντας δίπλα του τον Ρουτζέρο, που έχει δίπλα του άγρυπνο φύλακά του τον Αταλάντη, οδηγώντας το τεράστιο στράτευμα αρχίζουν να κατεβαίνουν από τα βουνά στην πεδιάδα της Γασκώνης. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, που σχεδόν είχε διαλύσει τον Μαρσίλιο και τον στρατό του, αντιλαμβανόμενος τον τεράστιο κίνδυνο που προερχόταν από τα καινούργια εχθρικά στρατεύματα, διαιρεί τον χριστιανικό στρατό στα δύο: καλεί τον Ρανάλδο να παρατήσει τη μονομαχία με τον Φεραγούτο (τον οποίο είχε σχεδόν καταβάλει) και να σπεύσει κατά του νέου εχθρού. Το υπόλοιπο τμήμα του στρατού θα συνέχιζε να μάχεται κατά του Μαρσιλίου. Ο Σωφρίνος βλέπει από μακριά τον Ρανάλδο και καταλαβαίνει ότι είναι αυτός. Προετοιμάζεται έτσι για τη μονομαχία.
 
'''Τριακοστό άσμα'''
Αρχίζει μια τρομερή μονομαχία μετάξύ του Ρανάλδου και του βασιλιά Σωβρίνου, τον οποίον σπεύδουν να βοηθήσουν πολλοί σύντροφοί του Σαρακηνοί ιππότες και βασιλείς. Η μάχη τώρα γενικεύεται καθώς συγκρούονται οι δύο στρατοί. Οι χριστιανοί αρχίζουν να υποχωρούν και ο Ρανάλδος παρατώντας τη μονομαχία με τον Σωβρίνο σπεύδει να τους βοηθήσει, κααατασφάζοντας πλήθη εχθρών. Τώρα κινδυνεύουν με καταστροφή οι Σαρακηνοί, ώσπου εφορμούν κατά του Ρανάλδου οι γενναιότεροι βασιλείς - ιππότες του εχθρούν και τον φέρνουν σε μεγάλη δυσκολία με τα χτυπήματά τους, αφήνοντάς τον σχεδόν αναίσθητο. Οι χριστιανοί βρίσκονται πάλι σε μεγάλο κίνδυνο, όταν προσέρχονται νέες ενισχύσεις με την επέμβαση των οποίων σώζεται ο Ραλάνδος που κινδύνευε. Ο Σωβρίνος νομίζει ότι έχει μπει ο Ορλάνδος στη μάχη, αλλά αυτός έλειπε. Τώρα μπαίνουν στη μάχη οι ίδιοι οι αντίπαλοι βασιλιάς, ο Αγραμάντης και ο Καρλομάγνος και η τύχη ευνοεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου την τέταρτη φορά έρχεται για να βοηθήσει τον Αγραμάντη ο βασιλιάς Μαρσίλιος, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται από τον Φεραγούτο που είχε τραυματιστεί βαριά από τη μονομαχία με τον Ρανάλδο. Ο Φεραγούτος αποσύρεται σε ένα γειτονικό δάσος για να ξεκουραστεί. Στο ίδιο δάσος ήταν και ο Ορλάνδος, ο οποίος προσευχόταν στο Θεό να ηττηθεί ο βασιλιάς Καρλομάγνος εκείνη την ημέρα. Κανένας από τους δύο δεν υποψιάζεται την παρουσία του άλλου.
 
'''Τριακοστό πρώτο άσμα'''
Ο Φεραγούτος πλησίασε να πιεί λίγο νερό από μια πηγή και κατά λάθος το κράνος του έπεσε μέσα στα νερά της και το ρέμα το παρέσυρε. Ο Ορλάνδος τον άκουσε να φωνάζει εκνευρισμένος και μόλις τον είδε τον αναγνώρισε. Τον πλησίασε και του μίλησε με ευγένεια, λέγοντάς του ότι δεν θα τον σκοτώσει. Ο Φεραγούτος νόμιζε ότι ο ιππότης που του μιλούσε ήταν ο Ρανάλδος και του είπε πως θα ήταν τιμή του να μονομαχήσει και πάλι με τον φημισμένο Ρανάλδο, τον γενναιότερο ιππότη που υπήρχε. Ο Ορλάνδος αισθάνεται προσβεβλημένος με αυτά τα λόγια και εξοργίζεται. Παρ' όλα αυτά δεν επιτίθεται στον Φεραγούτο, αλλά τρέχει γρήγορα και μπαίνει στη μάχη, όπου ο Καρλομάγνος προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να εμψυχώσει τους χριστιανούς που μάχονταν κατά των μωαμεθανικών ορδών. Ο Ορλάνδος επιπίπτει κατά των εχθρών με την τεράστια δύναμή του και αρχίζει να τους κατασφάζει. Οι χριστιανοί τότε αναθάρρησαν και ο Καρλομάγνος ευχαριστεί τον Θεό. Ο Ορλάνδος εξολοθρεύει όσους γενναίους βασιλείς ή ιππότες έρχονται εναντίον του. Εν τέλει του επιτίθεται ο νεαρός Ρουτζέρος, που είχε το ίδιο σπαθί που είχε κλέψει ο Μπρουνέλλος από τον Ορλάνδο, ο οποίος το είχε πάρει από τη μάγισσα - βασίλισσα της Οργκάνιας. Παρά το μαγικό σπαθί και την γενναιότητα του Ρουτζέρου, ο Ορλάνδος θα είχε νικήσει τον νεαρό Σαρακηνό, αν δεν επενέβαινε ο μάγος Αταλάντης, ως προστάτης - φύλακας του νεαρού. Ο μάγος με τη βοήθεια της μαγείας δημιούργησε ψευδαισθητικές εικόνες άπειρου στρατού Σαρακηνών που επιτίθεται και κατατροπώνει τον Καρλομάγνο και τους χριστιανούς, που ζητάνε βοήθεια από τον Ορλάνδο. Αυτός βγαίνει από τη μάχη καταδιώκοντας καβάλα στον Βριλιαδόρο έναν τερατώδη γίγαντα, ο οποίος μετά από μεγάλη καταδίωξη από τον Ορλάνδο εξαφανίζεται, καθώς ήταν κι αυτός ένα πλάσμα δημιουργημένο από τα μάγια του Αταλάντη. Ο Ρουτζέρο τώρα, αφού είχε φύγει ο Ορλάνδος, αρχίζει ελεύθερα να εξολοθρεύει καβάλα στον Φροντίνο τους χριστιανούς, οι δε λοιποί Σαρακηνοί, που προηγουμένως ήταν σε πανικό, αναθαρρημένοι τώρα επιπίπτουν κατά των Φράγκων με επικεφαλής τους τον βασιλιά Αγραμάντη. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος βρισκόταν τώρα σε μια όμορφη παραθαλάσσια τοποθεσία όχι πολύ μακριά από το δάσος των Αρδεννών. Εκεί υπήρχε ένα άλσος από δάφνες και στη μέση μια κρυστάλλινη διαυγής πηγή. Ο Ορλάνδος έσκυψε για να πιει και διέκρινε μέσα της ένα κρυστάλλινο παλάτι και ωραίες γοργόνες που έπαιζαν μουσικά όργανα και χόρευαν. Θέλησε να τις δει από κοντά και έπεσε μέσα στην πηγή πάνοπλος. Γρήγορα βρέθηκε στον βυθό, όπου υπήρχε ένα χλοερό λιβάδι. Ο Ορλάνδος προχώρησε τότε γεμάτος χαρά προς εκείνο το παλάτι και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή θύρα του.