Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 48:
 
'''Δέκατο τέταρτο άσμα'''
Ο Ρανάλδος καβάλα στο φτερωτό άλογο ψάχνει να βρει την Φιορδελίζα που την απήγαγε ο κένταυρος. Τους βρίσκει την ώρα που ο κένταυρος προσπαθεί να περάσει ένα ποτάμι. Πάνω στη μάχη με τον κένταυρο η Φιορδελίζα πέφτει από τη ράχη του και παρασύρεται από το ρεύμα. Ο Ρινάλδος μη έχοντας τώρα οδηγό, πορεύεται στην ίδια κατεύθυνση που είχε πάρει μέχρι τότε. Στο μεταξύ στην πολιορκημένη πόλη της Αλμπράκας οι εχθροί έχουν καταλάβει όλη σχεδόν την πόλη εκτός από την οχυρωμένη ακρόπολη στην οποία έχουν αποσυρθεί η Αγγελική, ο Σακριπάντης, ο Τρουφαλδίνος και ο Τορίνδος, ο Τούρκος. Είχε αρχίσει όμως να υπάρχει έλλειψη τροφών. Η Αγγελική αποφασίζει να βγει κρυφά για να φέρει βοήθεια. Με τη βοήθεια ενός μαγικού δαχτυλιδιού που την κάνει αόρατη βγαίνει από την πόλη και φτάνει στο σημείο όπου ο Ρανάλδος είχε σκοτώσει τον κένταυρο. Ο Ρανάλδος δεν είναι πια εκεί, όμως η Αγγελική βρίσκει έναν γέρο που τάχα θρηνεί για την κόρη του που πέθανε. Με αυτό το τέχνασμα ο γέρος (ο οποίος ήταν ένας απαγωγέας στην υπηρεσία του βασιλιά της Οργκάνιας) οδηγεί την Αγγελική σε έναν πύργο, όπου βρίσκεται αιχμάλωτη μαζί με άλλες εκατό γυναίκες, μεταξύ των οποίων είναι και η Φιορδαλίζα, η οποία είχε σωθεί από το ρέμα του ποταμού όταν έφτασε σε μια γέφυρα. Η Φιορδιλίζα της αναφέρει τότε για τους ιππότες που ήταν αιχμάλωτοι στον μαγικό κήπο και η Αγγελική αποφασίζει να πάει να τους βρει. Με την βοήθεια του μαγικού δαχτυλιδιού που την κάνει αόρατη καταφέρνει να δραπετεύσει και φτάνει τελικά στον μαγικό κήπο της Δρακοντίνας. Εκεί, διαλύει τα μαγικά ξόρκια περνώντας το μαγικό δαχτυλίδι της στο δάχτυλο του Ορλάνδου και όλων των άλλων ιπποτών, οι οποίοι ήλθαν στα σύγκαλά τους, ξαναβρίσκοντας τη μνήμη τους μόλις το φόρεσαν, ενώ ο μαγικός κήπος, το παλάτι και ακόμα και η ίδια η Δρακοντίνα εξαφανίστηκαν. Οι υπόλοιποι ''παλαδίνοι'' (ευγενείς ιππότες) εκτός από τον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη ήταν ο Οβέρτος της Λεόνης, ο ''ΑκιλάντηςΑκυιλάντης'' (Aquilante), ο δίδυμος αδερφός του ΑκιλάντηΑκυιλάντη ''Γρίφωνας'' (Grifone), ο ''Κιαριόν'' (Chiarione), ο ''Αδριανός'' (Adriano), ο ''Αντίφορ της Αλβαρωσίας'' (Antifor de Albarosia) και ο ''Μπαλάνος'' (Ballano). Όλοι αυτοί υπόσχονται τώρα να βοηθήσουν την Αγγελική που τους ελευθέρωσε και φτάνουν στην Αλμπράκα με τη θριαμβευτική συνοδεία του φοβερού ήχου του κόρνου του Ορλάνδου, έτοιμοι να επιτεθούν κατά των εχθρών. Στο μεταξύ μέσα στην Αλμπράκα ο Τρουφαλδίνος είχε συλλάβει τον Σακριπάντη και τον Τορίνδο ρίχνοντάς τους σε ένα μπουντρούμι και είχε στείλει μήνυμα στον Αγρικάνη να έρθει να καταλάβει την ακρόπολη. Ο Αγρικάνης όμως είχε αρνηθεί με βδελυγμία να δεχτεί τη βοήθεια που του προσέφερε ο προδότης. Ο Αγρικάνης, ακούγοντας το κόρνο του Ορλάνδου, πίστευε ότι ερχόταν εναντίον του μια τεράστια στρατιά του βασιλιά Γαλάφρονα, του πατέρα της Αγγελικής, και βγήκε για να την αντιμετωπίσει.
 
'''Δέκατο πέμπτο άσμα'''
Γραμμή 77:
 
'''Εικοστό τρίτο άσμα'''
Ο Βρανδιμάρτης κυνηγά καβάλα στον Βριλιαδόρο το μαγικό ελάφι, αλλά χάνει τα ίχνη του. Την επόμενη μέρα συναντά τον αγριάνθρωπο που είχε δέσει στο δέντρο την Φιορδελίζα. Ακούει τις κραυγές της και ανακαλύπτει στο δέντρο δεμένη την Φιορδελίζα. Ο Βρανδιμάρτης ορμά τότε στον αγριάνθρωπο και μετά από μεγάλη πάλη, κατά την οποία κινδύνεψε σχεδόν να πέσει σ' έναν γκρεμό, καταφέρνει και τον σκοτώνει και στη συνέχεια ελευθερώνει την Φιορδελίζα. Επιστρέφοντας ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα δεν βρίσκουν τον Ορλάνδο και την Λεοδίλλα, που είχαν κάποια άλλη περιπέτεια. Στο μεταξύ, πίσω στην Αλμπράκα, ο Ρανάλδος είχε καταβάλει και τον Γρίφωνα. Τότε όμως ο δίδυμος αδερφός του, ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης, που ήταν ντυμένος στα μαύρα (ενώ ο Γρίφωνας στα λευκά, για να ξεχωρίζουν), έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο Ρανάλδος διαμαρτύρεται γι' αυτή την ανισότητα. Ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης τον χτυπά τόσο δυνατά που ο Ρανάλδος θα έχανε το ξίφος του, αν δεν ήταν συνδεδεμένο με τον καρπό του με μία αλυσίδα. Ο Ρανάλδος αντεπιτίθεται και καταβάλει τον ΑκιλάντηΑκυιλάντη που πέφτει αναίσθητος. Τότε επιτίθεται κατά του Ρανάλδου ο Κιαρόν, ενώ ο Γρίφωνας στο μεταξύ συνέρχεται από το χτύπημα του Ρανάλδου και αντεπιτίθεται, ενώ συνέρχεται και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης και μάχονται τώρα και οι τρεις ταυτοχρόνως κατά του Ρανάλδου, ο οποίος πολεμάει σαν θηρίο. Η Μαρφίζα παρατηρώντας αυτή την παράβαση των κανόνων της ιπποσύνης, τρέχει ορμητική σαν καταιγίδα να συνδράμει τον Ρανάλδο και επιτίθεται κατά του ΑκιλάντηΑκυιλάντη, ο οποίος τη χτυπά με τη λόγχη στο κράνος κάνοντας τη μύτη της να ματώσει. Εκνευρισμένη αυτή τον χτυπά κατάστηθα με τέτοια δύναμη που θα τον είχε κόψει στα δύο, αν η πανοπλία του δεν ήταν μαγεμένη. Ο Γρίφωνας, θεωρώντας τώρα ότι ο αδερφός του σκοτώθηκε, επιτίθεται στην Μαρφίζα, βρίζοντάς την σκαιά ως σκύλα.
 
'''Εικοστό τέταρτο άσμα'''
Η Μαρφίζα μάχεται τώρα κατά του ΑκιλάντηΑκυιλάντη και του Γρίφωνα, ενώ ο Ρανάλδος κατά του Αδριανού και του Κιαρόν, ενώ ο Τορίνδος ο Τούρκος αντιμετώπιζε τον Οβέρτο. Όλες οι μονομαχίες είναι αμφίρροπες. Η Μαρφίζα θα είχε σκοτώσει τον Γρίφωνα, αν η πανοπλία του (όπως και του ΑκιλάντηΑκυιλάντη) δεν ήταν μαγεμένη από την ''Λευκή Μάγισσα'' (Fata Bianca, για την οποία ο ποιητής θα κάνει λόγο στο εικοστό άσμα του Δεύτερου Βιβλίου). Η Μαρφίζα καταφέρνει να αποσπάσει την ασπίδα από τον ΑκιλάντηΑκυιλάντη, αλλά ο Γρίφωνας παρεμβαίνει και σώζει τον αδερφό του. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος, πάντα μαζί με την Λεοδίλλα, έψαχνε μέσα στους λόγγους και στα δάση να βρει τον Βρανδιμάρτη. Νύχτωσε και η Λεοδίλλα αναριωτόταν μέχρι πότε ο Ορλάνδος θα την άφηνε ανέγγιχτη. Αλλά ο Ορλάνδος δεν είχε όρεξη για τέτοια. Σύμφωνα με την παράδοση, που την μεταφέρει ο Τουρπίνος, ο Ορλάνδος ήταν παρθένος και αγνός - ας πιστέψει ό,τι θέλει κανείς (μας λέει ο ποιητής). Εν πάσει περιπτώσει, ο Ορλάνδος ξάπλωσε στη χλόη και ροχάλιζε όλη τη νύχτα πλάι στη δεσποσύνη, η οποία δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν τόσο αναίσθητος. Απογοητευμένη από την εγκράτειά του, ήθελε να φύγει παίρνοντας το άλογο του Ορλάνδου, όταν αυτός ξύπνησε και την ρώτησε γιατί ήταν έτσι συγχυσμένη. Αυτή του απάντησε ότι λόγω του ροχαλητού του δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Επιπλέον είχε και μια φαγούρα. Ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά τους μια κοπέλα πάνω σ' ένα άλογο, κρατώντας στο χέρι της ένα βιβλίο και έχοντας ένα ωραιότατο λευκό κόρνο κρεμασμένο στον ώμο της. Η κοπέλα, που ήταν στην πραγματικότητα η Μάγισσα του Νησιού της Λίμνης (Fata di Isola del Lago), στην υπηρεσία της Μάγισσας Μοργκάνας, ξεκαβαλίκεψε και προσκάλεσε τον Ορλάνδο σε μια νέα και πρωτόγνωρη περιπέτεια: έπρεπε να φυσήξει το κόρνο και να διαβάσει από το βιβλίο τι έπρεπε να κάνει με τα διάφορα τέρατα που θα εμφανίζονταν. Αντιμετωπίζοντας τη δοκιμασία με ατρόμητη καρδιά θα απεδείκνυε ότι ήταν ένας τέλειος ιππότης. Αν δείλιαζε όμως θα αιχμαλωτιζόταν στο Νησί της Λίμνης. Έπρεπε να φυσήξει το κόρνο τρεις φορές και την τρίτη φορά θα τον περίμενε μια μεγάλη αμοιβή. Ο Ορλάνδος φύσηξε και εμφανίστηκαν δύο άγριοι ταύροι, τους οποίους έπρεπε (σύμφωνα με τις οδηγίες του βιβλίου) να τους ζέψει σαν τον [[Ιάσονας|Ιάσονα]] και να οργώσει το παραδίπλα χωράφι, ειδάλλως θα πέθαινε. Ο Ορλάνδος κατάφερε να δαμάσει τους δύο άγριους ταύρους και κάνοντας αλέτρι το σπαθί του όργωσε το χωράφι (στο μεταξύ η Λεοδίλλα, εκνευρισμένη ακόμα από την νυχτερινή απόρριψη, ευχόταν να πάρει ο Ορλάνδος ένα γερό μάθημα). Οι ταύροι στη συνέχεια φεύγουν και ο Ορλάνδος φυσά το κόρνο δεύτερη φορά. Ένας δράκοντας τότε πετάει καταπάνω του ερχόμενος από τον γειτονικό λόφο. Ο Ορλάνδος καταφέρνει μετά από σκληρή μάχη να κόψει το λαιμό του δράκοντα και (σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του βιβλίου) βγάζει τα δηλητηριώδη δόντια του και σπέρνει με αυτά το χωράφι. Όπως συμβαίνει και με την ιστορία του Ιάσονα, άγριοι πάνοπλοι πολεμιστές ξεπηδούν τότε από τη γη. Ο Ορλάνδος, πεζός μέχρι τότε, καβαλικεύει τον Βαγιάρδο (το άλογο του Ρανάλδου, αφού ο Βρανδιμάρτης είχε πάρει τον Βριλιαδόρο) και τους εξοντώνει με το σπαθί του, την Ντουριντάνα, όλους. Τότε η κοπέλα του είπε να φυσήξει ξανά για τρίτη φορά το κόρνο.
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Γραμμή 87:
===Άσματα 26-29===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Την άλλη μέρα βγαίνουν από το κάστρο ο Ορλάνδος, ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης, ο Γρίφωνας, ο Κιαρόν, ο Αδριανός και ο φοβιτσιάρης Τρουφαλδίνος, που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Ρανάλδο, τη Μαρφίζα, τον Τορίνδο, τον Ιρόλδο, τον Πρασίλδο και τον Αστόλφο αντιστοίχως. Ο Τρουφαλδίνος εξουδετερώνει τον Αστόλφο, ενώ ο Τορίνδος δέχεται χτύπημα από τον Γρίφωνα και πέφτει από τη σέλα. Στο μεταξύ ο Βαγιάρδος, το άλογο που ίππευε ο Ορλάνδος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν του Ρανάλδου, αναγνωρίζοντας στον Ρανάλδο τον αληθινό αφέντη του απέφευγε να τον πλησιάσει παρ' όλο που ο Ορλάνδος το σπιρούνιζε. Ο Ορλάνδος αποφασίζει τότε να επιτεθεί στην Μαρφίζα, ενώ στο μεταξύ ο Ρανάλδος κυνηγά τον Τρουφαλδίνο, που φεύγοντας φωνάζει για βοήθεια. Έρχεται τότε ο Γρίφωνας και δέχεται τέτοια χτυπιά από τον Ρανάλδο που πέφτει αναίσθητος κάτω. Ο Τρουφαλδίνος ήταν ήδη μισό μίλι μακριά, αλλά ο Ρανάλδος (που ίππευε τον Ραμπικάνο, το φτερωτό άλογο) τον φτάνει γρήγορα αποφεύγοντας και τον ΑκιλάντηΑκυιλάντη που ερχόταν από το πλάι. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος βλέπει τον Βρανδιμάρτη να ιππεύει τον Βριλιαδόρο, δηλαδή το δικό του άλογο και τον καλεί να ανταλλάξουν άλογά. Ενώ ο Βρανδιμάρτης με τον Βαγιάρδο επέστρεψε στο κάστρο, ο Ορλάνδος καβάλα στον Βριλιαδόρο, στάθηκε τώρα πιο αποφασιστικός απέναντι στη Μαρφίζα. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος είχε αιχμαλωτίσει τον Τρουφαλδίνο και τον έφερνε μισοζώντανο, με το κεφάλι χάμω, δεμένο από την ουρά του αλόγου. Καθώς το κεφάλι του χτυπούσε συνεχώς στις πέτρες της ματωμένης από τη σφαγή πεδιάδας, ο Τρουφαλδίνος σύντομα ξεψύχησε. Ο Ρανάλδος πλησίασε τότε τον Ορλάνδο και τη Μαρφίζα που μάχονταν. Τότε ο Ορλάνδος (που δεν ήξερε ότι ο ιππότης με τον οποίον μαχόταν ήταν γυναίκα), ζήτησε συγγνώμη που θα διέκοπτε τη μονομαχία, λέγοντας ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει πρώτα με τον άθλιο αυτόν. Ο Ρανάλδος δεν ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει με τον εξάδερφό του και ο Ορλάνδος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον δειλό. Ο Ρανάλδος θύμωσε και απαίτησε από τον Ορλάνδο το άλογό του πίσω. Θα ξεκινούσε μια τέτοια σύγκρουση που δεν είχε ξανασυμβεί έως τότε (μας λέει ο ποιητής).
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Γραμμή 104:
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Οι βασιλείς των Σαρακηνών ευτυχώς δεν γνώριζαν ότι όλοι οι ιππότες του Καρλομάγνου έλειπαν, γιατί τότε θα εκστράτευαν αμέσως και θα κατέστρεφαν τους χριστιανούς. Ενώ όμως οι Σαρακηνοί έψαχναν να βρουν τον Ρουτζέρο, ο Ρανάλδος στην Αλμπράκα ήταν εκνευρισμένος που ο Ορλάνδος είχε φύγει παρατώντας στη μέση την μονομαχία τους. Απόφάσισε έτσι να φύγει καβάλα στον Βαγιάρδο, το άτι του, για να τον ψάξει. Ο Αστόλφος τον ακολούθησε καβάλα στον Ραμπικάνο. Ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος έφυγαν κι αυτοί μαζί τους. Στο δρόμο οι τέσσερίς τους συνάντησαν μια κοπέλα που κλαίγοντας τους παρακάλεσε να την βοηθήσουν γιατί ένας γίγαντας με ένα μεγάλο ρόπαλο είχε απαγάγει την αδελφή της και την είχε δέσει ψηλά σε ένα δέντρο πλάι σε μια λίμνη και τις έκανε φρικτά μαρτύρια. Στη μάχη με τον ροπαλοφόρο γίγαντα ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος ηττώνται και καταλήγουν πάνοπλοι στο βυθό της λίμνης. Το ίδιο παθαίνει και ο Ρανάλδος, που κρατώντας γερά τον γίγαντα τον παρέσυρε κι αυτόν στο βυθό της λίμνης, ενώ ο Αστόφος κοιτούσε γεμάτος αγωνία. Στο μεταξύ η κοπέλα έλυσε την αιχμάλωτη αδερφή της. Καθώς περνούσε η ώρα χωρίς οι ιππότες να φαίνονται, ο Αστόλφος άρχισε να πιστεύει πως πνίγηκαν. Οι δύο κοπέλες τον παρηγορούσαν. Αυτός τότε τις ανέβασε στα άλογα των άλλων ιπποτών και έφυγαν μαζί από εκεί. Μόλις έφτασαν σε ένα ποτάμι, ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σάλπιγγας. Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου η Μαρφίζα και ο Τορίνδος ο Τούρκος (ο οποίος είχε μάλιστα ζητήσει ενισχύσεις από την Προύσα) συνέχιζαν την επίθεση, πολλοί υπερασπιστές της Αγγελικής την είχαν εγκαταλείψει: πρώτα είχε φύγει ο Βρανδιμάρτης και μετά οι δύο γιοι του Ολιβιέρου, οι δίδυμοι Γρίφωνας και ΑκιλάντηςΑκυιλάντης. Αυτοί οι δύο έφτασαν κάποια στιγμή στις όχθες της [[Κασπία Θάλασσα|Κασπίας Θάλασσας]], όπου βρέθηκαν μπροστά σε ένα παλάτι τριγυρισμένο από έναν θελκτικό κήπο. Μόλις μπήκαν εκεί οι δύο ιππότες, τους υποδέχτηκαν μουσικοί και χορεύτριες και τους ανακοινώθηκε από μια κοπέλα (αυτή ήταν η Οριγίλλη, που είχε εξαπατήσει τον Ορλάνδο) ότι έπρεπε να μείνουν μία ολόκληρη νύχτα στο παλάτι και ότι επίσης ο Ορλάνδος ήταν δήθεν νεκρός. Εν τέλει κάποιοι τους συνέλαβαν μέσα στη νύχτα και τους αιχμαλώτισαν σε ένα μπουντρούμι κάποιου κάστρου. Στην Αλμπράκα στο μεταξύ η Μαρφίζα, προστατευμένη από τη μαγική της πανοπλία, είχε αιχμαλωτίσει κατά τη διάρκεια της μάχης τον Μπαλάνο, τον Κιαρόν και τον Αδριανό και είχε σκοτώσει τον Οβέρτο της Λεόνης. Βλέποντας ο Σακριπάντης τον τελευταίο να πέφτει νεκρός, όρμησε εναντίον της Μαρφίζας και τότε άρχισε μια φοβερή μονομαχία.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Η μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη ήταν ισόπαλη, διότι παρ' όλο που η Μαρφίζα υπερείχε σε δύναμη και αξία, το άλογο του Σακριπάντη, ο ''Φρονταλάτης'' (Frontalate) ήταν πιο επιδέξιο στους ελιγμούς και απέφευγε τις επιθέσεις της πολεμίστριας, γλιτώνοντας τον αναβάτη του από πολλά χτυπήματα. Τότε ξαφνικά έφτασε μήνυμα προς τον Σακριπάντη ότι ο ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), ο γιος του Ακρικάνη και νέος βασιλιάς της Ταρταρίας μετά τον θάνατο του πατέρα του, εισέβαλε στην Κιρκασσία. Ο Σακριπάντης μάταια ζητούσε από την Μαρφίζα την αναβολή της μονομαχίας τους, για να μπορέσει να πάει στη χώρα του να αμυνθεί κατά του εχθρού. Η Μαρφίζα επέμενε να συνεχιστεί ο αγώνας. Στο μεταξύ, πίσω στη Βόρειο Αφρική, κανείς από τους ιππότες του Αγραμάντη δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τον κήπο όπου βρισκόταν κρυμμένος ο Ρουτζέρο στα όρη Κατένα. Ο γηραιός βασιλιάς των Γαραμαντών, που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, τους αποκάλυψε ότι ο μόνος τρόπος για να βρουν το μαγικό κάστρο όπου ο μάγος Αταλάντης φύλαγε τον Ρουτζέρο ήταν να βρουν και να φέρουν το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής από την Ανατολή, το οποίο διέλυε κάθε μαγεία. Ο Ροδομόντης στο άκουσμα αυτό αρνήθηκε να περιμένει κι άλλο και είπε ότι θα περάσει τη θάλασσα και θα εκστρατεύσει μόνος του με τη δική του στρατιά κατά των Φράγκων. Οι υπόλοιποι ας έρχονταν αργότερα. Ο Αγραμάντης λέει ενώπιον του συμβουλίου ότι αν κάποιος ανάμεσά τους έχει το κουράγιο να πάει στην Ανατολή για να φέρει το μαγικό δαχτυλίδι που φορούσε η κόρη του Γαλάφρονα, μπορεί να το κάνει και για αντάλλαγμα αυτός θα τον έκανε βασιλιά σε κάποια από τις κτήσεις του. Αναλαμβάνει να το κάνει ο ''Μπρουνέλλος'' (Brunello), ένας μικροσκοπικός και συμπαθητικός, πλην παμπόνηρος απατεώνας και κλέφτης, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά του [[Φεζ]]. Μετά από αυτό ο Αγραμάντης διαλύει τη συνέλευση και αρχίζει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος μετά την εξαπάτηση από την Οριγίλλη περιπλανιόταν μέσα στο δάσος πεζός χωρίς τον Βριλιαδόρο, το άλογό του. Η τύχη το έφερε να βγει η Οριγίλλη ξανά μπροστά του. Είδε να έρχεται κατά το μέρος του μια συνοδεία εφίππων και πεζών που έφεραν δυο αιχμάλώτους ιππότες μαζί τους: ήταν ο Γρίφωνας και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης. Μπροστά τους πήγαινε η Οριγίλλη καβάλα στον Βριλιαδόρο, δεμένη κι αυτή. Ο Ορλάνδος ρώτησε τον επικεφαλής πού τους πήγαιναν και αυτός του απάντησε ότι τους πήγαιναν για να ταΐσουν έναν δράκοντα, όπως ήταν ο νόμος για κάθε ξένο που έμπαινε στο έδαφος της χώρας τους, της Οργκάνιας. Το ίδιο έπρεπε να αιχμαλωτίσουν τώρα κι αυτόν. Ο Ορλάνδος εξολόθρευσε με το σπαθί του όσους πήγαν να τον συλλάβουν και ελευθέρωσε τους ιππότες και την όμορφη αλλά απατηλή Οριγίλλη, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει η αγαπημένη του Γρίφωνα. Ξάφνου βλέπουν να έρχεται μια κοπέλα που προειδοποιεί τον Ορλάνδο να μην προχωρήσει γιατί πλησίαζε τον κήπο της Φαλερίνας. Ο Ορλάνδος της λέει ότι ίσα - ίσα αυτός ήταν ο προορισμός του, αλλά αν είχε οποιαδήποτε συμβουλή για να ξεπεράσει τους κινδύνους του κήπου, αυτή θα ήταν ευπρόσδεκτη. Η κοπέλα τότε έδωσε ένα βιβλίο στον Ορλάνδο που οι οδηγίες του θα τον βοηθούσαν να βγει σώος από τον κήπο.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Γραμμή 136:
 
'''Δωδέκατο άσμα'''
Μόλις έφτασαν στις Μακρινές Νήσους, αμέσως η προδότρια Οριγίλλη ενημερώνει τον βασιλιά Μανοδάντη ότι ο Ορλάνδος βρισκόταν στο βασίλειό του με σκοπό να ελευθερώσει με κάποιο τρόπο τους αιχμαλώτους συντρόφους του. Ο βασιλιάς, χαρούμενος που ο Ορλάνδος είχε βρεθεί, δίνει στην Οριγίλλη ως αμοιβή τον Γρίφωνα, ο οποίος απαιτεί να ελευθερωθεί και ο αδελφός του ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης. Έτσι η Οριγίλλη, ο Γρίφωνας και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης αναχωρούν από τις Μακρινές Νήσους. Ο Μανοδάντης διατάζει τώρα να συλλάβουν τον Ορλάνδο, ώστε να μπορέσει να τον ανταλλάξει με τον γιο του, τον Ζηλιάντη, αιχμάλωτο της Μοργκάνας. Όταν έρχονται και τους συλλαμβάνουν, ο Ορλάνδος ως πιστός χριστιανός αρχίζει να επικαλείται τους αγίους. Ο Βρανδιμάρτης, που ήταν Σαρακηνός, αν και με επιπόλαια πίστη, τον ρωτά τι κάνει. Ο Ορλάνδος βρίσκει ευκαιρία να του εκθέσει την χριστιανική πίστη, εξηγώντας του τόσο την Παλαιά, όσο και την Καινή Διαθήκη. Εν τέλει ο Βρανδιμάρτης βαπτίζεται από τον Ορλάνδο και για αντάλλαγμα της σωτηρίας της ψυχής του, αποφασίζει να σώσει τον Ορλάνδο. Του λέει ότι θα εμφανιστεί αυτός ως Ορλάνδος, ώστε εκείνος να ελευθερωθεί. Ο Ορλάνδος δεν αποδέχεται αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά για να σώσει τη ζωή του στον κόσμο αυτό, πράγμα όχι μεγάλης αξίας. Μόλις ωστόσο έρχονται οι στρατιώτες του Μανοδάντη να πάρουν τον Ορλάνδο για να τον πάνε στον βασιλιά, ο Βρανδιμάρτης πετάγεται αυθορμήτως μπροστά λέγοντας ότι είναι ο Ορλάνδος και έτσι οι στρατιώτες οδηγούν αυτόν στον βασιλιά ως Ορλάνδο. Ο βασιλιάς λέει στον Βρανδιμάρτη (πιστεύοντας ότι είναι ο Ορλάνδος) ότι πρέπει να τον παραδώσει στη μάγισσα Μοργκάνα για να ξαναπάρει πίσω τον γιο του, τον Ζηλιάντη. Ο Βρανδιμάρτης του λέει να τον κρατήσει στη φυλακή ένα μήνα, δίνοντας ευκαιρία στον σύντροφό του να φέρει μέσα σε αυτό το διάστημα τον γιο του βασιλιά. Ο Μανοδάντης δέχεται πιστεύοντας ότι έχει στα χέρια του τον Ορλάνδο, ενώ ο αληθινός Ορλάνδος σαλπάρει για να βρεθεί ξανά στο υπόγειο βασίλειο της Μοργκάνας. Ο Αστόλφος στο μεταξύ έτυχε να ακούσει από το κελί του ότι είχε φυλακιστεί και ο Ορλάνδος και μήνυσε στον βασιλιά ότι ήθελε να δει ο ίδιος τον Ορλάνδο. Ο Βρανδιμάρτης μαθαίνοντας ότι ο Αστόλφος γύρευε να δει τον Ορλάνδο και φοβούμενος ότι θα αποκαλυφθεί ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν ο Ορλάνδος, προσπαθεί να προϊδεάσει τον βασιλιά, λέγοντάς του να μη δώσει σημασία στα λεγόμενα του Αστόλφου, διότι ήταν ένας τρελός ιππότης με βλάβη στον εγκέφαλο, που καμιά φορά εκρήγνυται από τον θυμό του σαν σεληνιασμένος. Όταν οδηγείται ο Αστόλφος στον βασιλιά και τον Βρανδιμάρτη (τον υποτιθέμενο Ορλάνδο) νομίζει ότι του έχουν σκαρώσει κάποιο αστείο. Μη γνωρίζοντας τα καθέκαστα και μη καταλαβαίνοντας το κόλπο, εξοργίζεται, πόσο μάλλον ότι μαθαίνει ότι ο Βρανδιμάρτης τον απεκάλεσε τρελό. Τους λέει ότι δεν βλέπει τον Ορλάνδο πουθενά στην αίθουσα. Μόλις τον δένουν αρχίζει να ηρεμεί. Αναγνωρίζοντας τον Βρανδιμάρτη, ανακοινώνει στον βασιλιά ότι έπεσε θύμα απάτης, λέγοντάς του ότι αυτός δεν είναι ο Ορλάνδος. Του λέει ότι δέχεται να τον μαστιγώσουν, αν λέει ψέματα. Ο Βρανδιμάρτης αρχίζει να γίνεται νευρικός και τελικά ομολογεί την απάτη. Μόλις τον δένουν με αλυσίδες και τον οδηγούν αιχμάλωτο σε έναν πύργο, ο Αστόλφος λυπάται που μαρτύρησε τον φίλο του και δεν μπορεί να εμποδίσει την φυλάκισή του, αλλά είναι πλέον αργά. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος, που είχε φτάσει στη λίμνη της Μοργκάνας, συνάντησε μια δεσποσύνη που έκλαιγε πάνω από έναν νεκρό δράκοντα. Η γυναίκα πήρε τον δράκοντα στα χέρια της, μπήκε σε μια βάρκα και φτάνοντας στη μέση της λίμνης, βυθίστηκε μαζί του. Την ίδια στιγμή έφτασε καβάλα στο άλογο μια άλλη κοπέλα καβάλα σε άλογο με συνοδεία ενός υπηρέτη και παρακάλεσε τον Ορλάνδο να την βοηθήσει.
 
'''Δέκατο τρίτο άσμα'''
Γραμμή 163:
 
'''Εικοστό άσμα'''
Στην Κύπρο είχαν μαζευτεί για τους αγώνες πρίγκιπες και γενναίοι ιππότες, Έλληνες και Σαρακηνοί. Ανάμεσά τους, οι σπουδαιότεροι ήταν ο ''Κωνστάντιος'' (Costanzo), ο γιος του αυτοκράτορα των Ελλήνων, καθώς και δύο Τούρκοι της Ανατολίας, ο ''Βασάλδος'' (Basaldo) και ο ''Μορμπέκος'' (Morbecco). Στο πλευρό του Κωνστάντιου του Έλληνα είναι ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης και ο Γρίφωνας (που είχαν χωριστεί, μαζί με την Οριγίλλη, από τον Ορλάνδο στο δωδέκατο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Ο Ορλάνδος, που μάχεται στο πλευρό του Ροτολάντη - Νορανδίνου, αποδεικνύει την αξία και τη γενναιότητα ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια των αγώνων και έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τον ΑκιλάντηΑκυιλάντη και τον Γρίφωνα, που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τον Κωνστάντιο από την επίθεση του Νορανδίνου. Οι δύο ιππότες αρχίζουν να υποψιάζονται ότι ο αντρειωμένος αντίπαλος ιππότης είναι ο Ορλάνδος και ο Γρίφωνας το αναφέρει στον Κωνστάντιο. Ενώ ο Γρίφωνας και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης αποφασίζουν να μην πάρουν άλλο μέρος στους αγώνες, ο Κωστάντιος αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα. Σε ένα διάλειμμα των αγώνων παίρνει κατά μέρος τον Ορλάνδο και του λέει, δήθεν εμπιστευτικά, ότι τάχα ο Θηβιανός οργάνωσε αυτό το τουρνουά σε συνεννόηση με τον Γάνο για να αιχμαλωτίσει ο Γάνος τον φημισμένο αντίπαλό του στην Αυλή του Καρλομάγνου, τον ιππότη Ορλάνδο. Ο Ορλάνδος τον πιστεύει και αποφασίζει, μετά από συμβουλή της Αγγελικής, να φύγει μυστικά από το νησί. Με τη βοήθεια του ίδιου του Κωνστάντιου, που τους προμηθεύει ένα καλό πλοίο, φτάνουν μετά από ένα καλό ταξίδι στην Προβηγκία. Μετά από λίγες ημέρες η τύχη το φέρνει να βρεθούνε ο Ορλάνδος και η Αγγελική στο δάσος των Αρδεννών την ώρα που ήταν εκεί και ο Ρανάλδος, ο οποίος είχε πιεί από το νερό της φυσικής πηγής και ήταν τώρα ξανά τρελά ερωτευμένος με την Αγγελική (όπως είδαμε στο δέκατο πέμπτο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Φτάνοντας εκεί η Αγγελική διψασμένη πίνει από την πηγή που είχε φτιάξει ο Μέρλιν και που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από την διπλανή φυσική πηγή από την οποία είχε πιει ο Ρανάλδος. Τώρα η Αγγελική μισεί όσο ποτέ προτού τον Ρανάλδο, την ώρα που εκείνος την αγαπάει παράφορα. Ο Ρανάλδος ζητά συγγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά του και εξομολογείται τον νέο έρωτά του στην Αγγελική, παρόντος του Ορλάνδου και χωρίς να ξέρει ότι ήταν αυτός. Ο Ορλάνδος εξοργίζεται νομίζοντας ότι ο Ρανάλδος τον κοροϊδεύει και αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Οι δύο αρχίζουν να λογομαχούν, όταν ο Ρανάλδος λέει στην Αγγελική ότι ο Ορλάνδος δεν έχει κανένα δικαίωμα να την διεκδικεί. Ο Ορλάνδος, που βαριέται τα πολλά λόγια, τραβά εν τέλει το σπαθί του, την Ντουριντάνα. Ο Ρανάλδος τότε τραβά το δικό του, την Φουσμπέρτα. Μια φοβερή μονομαχία πρόκειται να ξεσπάσει μετάξύ των δυο τους χάριν της Αγγελικής.
 
===Άσματα 21-25===
Γραμμή 203:
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο υπερήφανος ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), νέος βασιλιάς της Ταρταρίας, θέλει να εκδικηθεί τον ξένο ιππότη που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, Αγρικάνη. Αυτός ήταν ο Ορλάνδος, αλλά ο νέος ηγεμόνας δεν το ήξερε ακόμα. Ο Μανδρικάρδος αποφασίζει να ανακαλύψει τον δολοφόνο και να τον εκδικηθεί με την αξία του. Αναχωρεί έτσι προς τη Δύση δίχως όπλα και πεζός. Περνά από την Αρμενία και από άλλα μέρη και φτάνει κάποτε σε μια μεγάλη μαρμάρινη κρήνη πλάι στην οποία υπήρχε ένα περίπτερο κτίσμα. Εκεί βρίσκει μια πανοπλία και έναν πολεμικό ίππο. Μόλις φορά την πανοπλία ξεσπά μια πυρκαγιά που άρχισε να κατακαίει τα πάντα εκτός από το κτίσμα και την κρήνη. Τα ρούχα και η πανοπλία του πιάνουν φωτιά και αναγκάζεται να πέσει γυμνός μέσα στα νερά της κρήνης. Τότε προβάλλει από τα νερά μια υπέροχη κοπέλα, που τον πιάνει από το μπράτσο λέγοντάς του πως ήταν αιχμάλωτος της μαγεμένης κρήνης, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, ανάμεσά τους ο Γραδάσος, ο Γρύφωνας και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης. Του λέει ότι αν αντιμετώπιζε με επιτυχία κάποιες δοκιμασίες θα αποκτούσε την πανοπλία που ανήκε κάποτε στον ένδοξο [[Έκτορας|Έκτορα]] της Τροίας. Το σπαθί του Έκτορα το είχε αποκτήσει μετά το θάνατό του η [[Πενθεσίλεια]] και μετά τον θάνατό της χάθηκε, έως ότου βρέθηκε στα χέρια του Αλμόντη, από τον οποίον το είχε πάρει ο Ορλάνδος. Ήταν η περίφημη σπάθα του, η Ντουριντάνα. Αντιθέτως, την πανοπλία και τα άλλα όπλα του Έκτορα τα είχε πάρει μετά τον θάνατό του ο [[Αινείας]], από τον οποίον όμως τα πήρε μια μάγισσα. Αυτή είχε θέσει αυτή την δοκιμασία και η κοπέλα αυτή ήταν ορισμένη να προσκαλεί κάθε ιππότη που περνούσε από εκεί. Ο Μανδρικάρδος της λέει ότι ήθελε διακαώς να αποκτήσει την περίφημη πανοπλία, ντρεπόταν όμως να βγει έτσι γυμνός από την κρήνη. Τότε η κοπέλα καλύπτει το σώμα του με την πλούσια κόμη της. Οι δυο τους αγκαλιασμένοι βγαίνουν από τα νερά και μπαίνουν στο περίπτερο κτίσμα, όπου η κοπέλα ντύνει τον Μανδρικάρδο, του φορά μια νέα πανοπλία και τον προτρέπει να ανέβει στον ίππο. Του λέει ότι πρέπει να μονομαχήσει με τον βασιλιά Γραδάσσο, ο οποίος πράγματι εμφανίζεται να έρχεται πάνοπλος εναντίον του καβάλα στο άλογό του. Μετά από σκληρή και πολύωρη μονομαχία ο Μανδρικάρδος καταφέρνει να νικήσει τον Γραδάσσο. Ενώ ο Γραδάσος αποσύρεται από την δοκιμασία, η κοπέλα λέει στον Μανδρικάρδο ότι την επομένη θα δει τα όπλα του Έκτορα. Ο Μανδρικάρδος την παρακαλεί να μην χάνουν χρόνο. Τότε αυτή την οδηγεί στο φωτισμένο ανάκτορο όπου βρισκόταν ένας γίγαντας που ήταν ο φύλακας του κάστρου. Τον Μανδρικάρδο υποδέχονται διάφορες κοπέλες. Εμφανίζεται τότε ο φοβερός γίγαντας. Μετά από σύντομη μάχη, ο Μανδρικάρδος φονεύει τον γίγαντα, οπότε και οι κοπέλες αρχίζουν τον χορό και τα τραγούδια, ενώ ο Μανδρικάρδος αποσύρεται για να ξεκουραστεί σε ένα υπνοδωμάτιο του πύργου.
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Την άλλη μέρα το πρωί ο Μανδρικάρδος βρίσκει μέσα σε έναν ψηλό λευκό πύργο του κάστρου την ασπίδα του Έκτορα, που πρέπει να την πάρει για να αντιμετωπίσει τις επόμενες δοκιμασίες. Αντιμετωπίζει μέσα στο μαγεμένο κάστρο άγρια θηρία και όρνια, καθώς και ένα φοβερό ερπετό, τα οποία νικά με την αξία του, αλλά και με τη βοήθεια της μαγείας. Τέλος βρίσκει μέσα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο την πανοπλία του Έκτορα και όλα του τα όπλα εκτός από το σπαθί του. Τότε οι γυναίκες τον τριγυρίζουν ξανά. Του φορούν την θαυμαστία πανοπλία και του δίνουν τα όπλα, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να ειρηνεύσει μέχρι να κερδίσει και το σπαθί του Έκτορα, με το οποίο ο Ορλάνδος είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον Αγρικάνη. Έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση και για τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Ορλάνδο και παίρνοντας και το σπαθί του Έκτορα. Σε αυτό το σημείο η μάγισσα του κάστρου τον ξεπροβοδίζει, ελευθερώνοντας και διάφορους ιππότες που ήταν φυλακισμένοι εκεί, έχοντας αποτύχει στις δοκιμασίες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γραδάσος, ο Σακριπάντης, ο Γρύφωνας, ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης και ο Ιζολιέρης. Έπειτα ο Μανδρικάρδος συνεχίζει την πορεία του προς τη Δύση μαζί με τον Γραδάσσο. Αντιθέτως τα δύο αδέρφια, ο Γρύφωνας και ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης παίρνουν άλλην οδό φτάνοντας στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]]. Συναντούν στον δρόμο δύο κοπέλες που τους ζητούν την βοήθειά τους για να αντιμετωπιστεί ένας γίγαντας, ο ''Ορρίλος'' (Orrilo) που τάιζε με ανθρώπινο αίμα το τεράστιο ερπετό του, που λεγόταν κροκόδειλος. Πρώτα δοκιμάζει ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης, αλλά τα χτυπήματά του δεν κάνουν τίποτα στον γίγαντα. Εν τέλει οι δύο τους καταδιώκουν τον γίγαντα που καταφεύγει στον πύργο του, που βρισκόταν στις εκβολές του [[Νείλος|Νείλου]] και όπου μπαίνουν τα δύο αδέρφια για να αντιμετωπίσουν αυτόν και τον κροκόδειλο.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Εν τέλει μετά από μεγάλο αγώνα ο Γρύφωνας καταφέρνει να σκοτώσει τον γιγαντιαίο κροκόδειλο, ενώ ο ΑκιλάντηςΑκυιλάντης έχει βρει τον μπελά του με τον γίγαντα, του οποίου τα κομματιασμένα από το σπαθί μέλη ανναγενιόντουσαν. Ο Γρύφωνας σπεύδει να βοηθήσει τον αδερφό του και η πάλη συνεχίζεται (η έκβαση της μάχης με τον Ορίλλο περιγράφεται από τον [[Λουντοβίκο Αριόστο]] στο δέκατο πέμπτο άσμα του [[Μαινόμενος Ορλάνδος|Μαινόμενου Ορλάνδου]]. Στο μεταξύ ο Μανδρικάρδος και ο Γραδάσος, έχοντας φύγει από το μαγεμένο κάστρο, συναντούν κοντά στη θάλασσα μια γυναίκα σε άσχημη κατάσταση, δεμένη σε έναν βράχο, αναμαλλιασμένη και ξεγυμνωμένη, που τους ζητούσε βοήθεια. Ήταν η Λουσίνα, η κόρη του βασιλιά της Κύπρου Θιβιανού, που την αγαπούσε ο Νορανδίνος, ο βασιλιάς της Δαμασκού. Ήταν αιχμάλωτη του τυφλού ''Όρκου'' (Orco), ενός γίγαντα αντί για μάτια είχε δύο οστέινες προεξοχές. Τους προειδοποιεί ότι ο Νορανδίνος δεν κατάφερε να την ελευθερώσει, λόγω της τεράστιας δύναμης του γίγαντα. Ο Γραδάσσος επιχειρεί πρώτος να αντιμετωπίσει τον γίγαντα, αλλά ηττάται και αιχμαλωτίζεται στη σπηλιά του τέρατος, όπως κάνει και ο κύκλωπας [[Πολύφημος]] στην [[Οδύσσεια]] με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του. Η επίθεση του Μανδρικάρδου είναι σφοδρότερη, αλλά και πάλι τα χτυπήματα δεν καταβάλλουν τον γίγαντα. Ωστόσο, επειδή ο γίγαντας είνια τυφλός, κάποια στιγμή πέφτει με φοβερό γδούπο από έναν γκρεμό, όπου τον έχει ωθήσει με τα χτυπήματα ο Μανδρικάρδος, ο οποίος στη συνέχεια ελευθερώνει τους αιχμαλώτους. Οι τρεις τους μπαίνουν τώρα στο πλοίο του πατέρα της Λουσίνας, ενώ ο τυφλός γίγαντας τους πετά έναν τεράστιο βράχο, που δεν τους πετυχαίνει μεν, αλλά σηκώνει μια μεγάλη τρικυμία που τους παρασύρει μακριά κάνοντας να κινδυνεύσουν αυτοί και το πλήρωμα.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Το πλοίο σπρωγμένο από την τρικυμία κατά τύχη φτάνει ακριβώς το σημείο όπου ο στρατός των Σαρακηνών του βασιλιά Αγραμάντη πολεμούσε τώρα τον Καρλομάγνο και τους χριστιανούς. Ο Ορλάνδος απουσιάζει, το ίδιο και ο Φεραγούτος. Ο Ρουτζέρος εξολοθρεύει τους Φράγκους και κανένας από τους γενναίους ιππότες δεν μπορεί να του αντισταθεί. ένας όμως από τους Μαγάντζα, ο Γρύφωνας (όχι ο αδερφός του ΑκιλάντηΑκυιλάντη) του δίνει ύπουλα ένα πισώπλατο χτύπημα. Ο Ρουτζέρος, ενώ κυνηγά τώρα αυτόν τον "κανάγια" για να τον τιμωρήσει, βρίσκεται ξάφνου μπροστά στον Ρανάλδο και οι δυο τους αρχίζουν να μονομαχούν. Ωστόσο, η ήττα των χριστιανών γενικεύεται και αρχίζει η άτακτη υποχώρηση. Το πλήθος των υποχωρούντων στρατιωτών μπαίνει ανάμεσα στον Ρινάλδο και τον Ρουτζέρο, οπότε και η μονομαχία τερματίζεται και ο καθένας προσπαθεί να συνδράμει τους δικούς του. Ο Καρλομάγνος απελπισμένος, καθώς τέτοια μεγάλη ήττα δεν είχε ξαναγίνει, διατάζει την υποχώρηση του στρατού στο Παρίσι. Οι Σαρακηνοί καταδιώκουν τους χριστιανούς και φονεύουν πολλούς, ενώ ο Καρλομάγνος προσπαθεί να καλύψει την υποχώρηση του στρατού μένοντας πίσω, ακόμα και με κίνδυνο να σκοτωθεί. Ο Ρουτζέρο τώρα βρίσκεται στο σημείο όπου ο Ροδομόντης μαχόταν ακόμα με την Βραδαμάντη. Αντίθετα με τον Ορλάνδο αυτός μπαίνει στη μάχη υπέρ της ωραίας χριστιανής πολεμίστριας. Την πληροφορεί παράλληλα ότι ο Καρλομάγνος κινδυνεύει και ο στρατός του είχαν τραπεί σε άτακτη υποχώρηση. Η Βραδαμάντη εγκαταλείπει τότε τη μονομαχία με τον Ροδομόντη για να βοηθήσει τον Καρλομάγνο. Στη θέση της μένει να μονομαχεί με τον Ροδομόντη ο Ρουτζέρος.
 
'''Πέμπτο άσμα'''