Βάρβαροι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Δνόφος (συζήτηση | συνεισφορές)
μ τυπογραφικούλι
Γραμμή 1:
Έπιθετικός προσδιορισμός που "επινόησαν" η αρχαίοι Έλληνες για όλους εκείνους που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Η γειτνίαση των Ελλήνων με άλλες φυλές όπως οι πχ τους Θράκες που δεν μιλούσαν την ελληνική , η προφορά τους ,στα αυτιά των Ελλήνων ηχητικά, ακούγονταν σαν "βαρ-βαρ" .Αυτή η ηχητική αντίληψη οδήγησε στην επινόηση της λέξης βάρβαρος,εξού και η ετυμολογία της.
 
Αργότερα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιέται και με χαρακτήρα "μειοτικόμειωτικό" έναντι όλων εκείνων που δεν ήταν Έλληνες , από όπου και προέκυψε η έκφραση " πας μη έλλην βάρβαρος"