Καστοριά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Αξιόλογοι Καστοριανοί: επιμέλεια, αφαίρεση προσώπων που δεν έχιουν γεννηθεί στην Καστοριά
επιμέλεια εικόνων (διαστάσεις, θέση στο κείμενο)
Γραμμή 1:
{{coord|40.5167|21.2667|type:city(20000)|format=dms|display=title}}{{Πόλη (Ελλάδα)
|Πόλη=Καστοριά
|Εικόνα= Kastoria Nature crοpped.jpg|thumb|270px|.jpg
|Λεζάντα εικόνας= Άποψη της πόλης της Καστοριάς και της λίμνης της.
|Χάρτης=
|Πλάτος=40.5167
Γραμμή 33:
==Ιστορία==
===Απαρχές===
Σε γειτονική περιοχή, κατά τον Βυζαντινό ιστορικό [[Προκόπιος (ιστορικός)|Προκόπιο]], στο έργο του ''Περί κτισμάτων'' (553-555), βρισκόταν η «θεσσαλική» πόλη [[Διοκλητανούπολις Καστοριάς|Διοκλητιανούπολη]].<ref name="Προκόπιος_4.2.3">Προκόπιος ''Περί κτισμάτων'', 4.2.3. ''Πόλις δέ ἦν τις ἐπί Θεσσαλίας, Διοκλητιανούπολις ὄνομα, εὺδαίμων μέν τό παλαιόν γεγενημένη, προϊόντος δέ τοῦ χρόνου, βαρβάρων οἱ ἐπιπεσόντων καταλυθεῖσα καί οἰκητόρων ἔρημος γεγονυία ἐπί μακρότατον·λίμνη δέ τις αὐτῇ ἐν γειτόνων τυγχάνει οὖσα ῆ Καστορία ὠνόμασται καί νῆσος κατά μέσον τῆς λίμνης τοῖς ὑδασι περιβέβληται.μία δέ εἰς αὐτήν εἰσοδος ἀπό τῆς λίμνης ἐν στενῷ λέλειπται, οὐ πλέον ἐς πεντεκαίδεκα διηκούσα πόδας.ὄρος τε τῇ νήσῳ ἐπανέστηκεν ὺψηλόν ἄγαν, ἢμισυ μέν τῇ λίμνῃ καλυπτόμενον, τῷ δέ λειπομένῳ ἐγκείμενον.διό δή ὁ βασιλεύς οὖτος τόν Διοκλητιανουπόλεως ὑπεριδών χῶρον ἅτε πού διαφανῶς εὐέφοδον ὄντα καί πεπονθότα πολλῷ πρότερον ἄπερ ἐρρήθη, πόλιν ἐν τῇ νήσῳ ὀχυρωτάτην ἐδείματο καί τό όνομα, ὡς εἰκός, αφῆκε τῇ πόλει.''</ref><ref>[[Αντώνιος Κεραμόπουλος]], ''Ορεστικόν Άργος-Διοκλητιανούπολις- Καστορία'', ''Βυζαντινά και Νεοελληνικά Χρονικά'', σελ. 56-59, Αθήνα 1932.</ref><ref>[[Διονύσιος Ζακυθηνός]], Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών σπουδών έτος ΙΖ΄σελ. 225-226, Αθήνα 1941.</ref> Η Διοκλητιανούπολη έχει ταυτιστεί από τους αρχαιολόγους με αρχαία πόλη στην περιοχή Αρμενοχώρι η οποία ανακαλύφθηκε πρόσφατα, 4 χιλιόμετρα νότια της Καστοριάς.<ref>[http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=5106 Διοκλητιανούπολη (Άργος Ορεστικό)], Οδυσσεύς, Υπουργείο Πολιτισμού. Ανακτήθηκε 13/09/2016.</ref> Η Καστοριά χτίστηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Celetrum (Κέλετρον), που μνημονεύεται από τον Ρωμαίο ιστορικό [[ΑρχείοΤίτος Λίβιος|Τίτο Λίβιο]] (64 π.Χ.-17 μ.Χ.)<ref>[http:Epir1252//www.ems.gr/analytikos-1315katalogos-ekdoseon/makedoniki-vivliothiki/070-samsaris.pnghtml] {{Webarchive|thumburl=https://web.archive.org/web/20170424001705/http://www.ems.gr/analytikos-katalogos-ekdoseon/makedoniki-vivliothiki/070-samsaris.html|date=2017-04-24}} Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, ''Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας (Το [[Δεσποτάτοτμήμα της Ηπείρου]σημερινής Δυτικής Μακεδονίας)'', Θεσσαλονίκη 1989 (Έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών), σ.152. ISBN 960-7265-01-7.</ref>. Ο Τίτος Λίβιος δεν αναφέρει την ακριβή θέση της, ωστόσο όλοι οι ιστορικοί την ταυτίζουν με αυτή της σημερινής πόλης<ref>''[http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/viewFile/5674/5413.pdf Oppidium Celetrum: Ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς]''.</ref>. Κατά τον Προκόπιο, στοη οποίοστρατηγική ανήκεθέση και η Καστοριά,φυσική όπωςομορφιά ήταντης απόπεριοχής προσείλκυσε το 1252ενδιαφέρον έωςτων τοαυτοκρατόρων 1315|εναλλτου Βυζαντίου.=|280x280εσ Ο [[Ιουστινιανός Α']]Η Καστοριάμετέφερε χτίστηκεεκείνη στητην θέσηπόλη σε «νησί» στο κέντρο της αρχαίαςλίμνης πόληςκαι Celetrumτην (Κέλετρον)περιέβαλε με διπλό τείχος, από το οποίο σήμερα μόνον σπαράγματα σώζονται. Το κάστρο αποτελούσαν δύο γραμμές τειχών που μνημονεύεταιάρχιζαν από τονένα μέρος της όχθης του λαιμού στα νότια, προχωρούσαν προς τη βόρεια όχθη της λίμνης και κατέληγαν στο ανατολικό μέρος της λίμνης. Εκεί το κάστρο γινόταν πιο φαρδύ και σχημάτιζε το ογκωδέστερο μέρος του νησιού, καταμεσίς της λίμνης.<ref name="Προκόπιος_4.2.3" />
Ρωμαίο ιστορικό [[Τίτος Λίβιος|Τίτο Λίβιο]] (64 π.Χ.-17 μ.Χ.)<ref>[http://www.ems.gr/analytikos-katalogos-ekdoseon/makedoniki-vivliothiki/070-samsaris.html] {{Webarchive|url=https://web.archive.org/web/20170424001705/http://www.ems.gr/analytikos-katalogos-ekdoseon/makedoniki-vivliothiki/070-samsaris.html|date=2017-04-24}} Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, ''Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας (Το τμήμα της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας)'', Θεσσαλονίκη 1989 (Έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών), σ.152. ISBN 960-7265-01-7.</ref>. Ο Τίτος Λίβιος δεν αναφέρει την ακριβή θέση της, ωστόσο όλοι οι ιστορικοί την ταυτίζουν με αυτή της σημερινής πόλης<ref>''[http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/viewFile/5674/5413.pdf Oppidium Celetrum: Ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς]''.</ref>. Κατά τον Προκόπιο, η στρατηγική θέση και η φυσική ομορφιά της περιοχής προσείλκυσε το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Ο [[Ιουστινιανός Α']] μετέφερε εκείνη την πόλη σε «νησί» στο κέντρο της λίμνης και την περιέβαλε με διπλό τείχος, από το οποίο σήμερα μόνον σπαράγματα σώζονται. Το κάστρο αποτελούσαν δύο γραμμές τειχών που άρχιζαν από ένα μέρος της όχθης του λαιμού στα νότια, προχωρούσαν προς τη βόρεια όχθη της λίμνης και κατέληγαν στο ανατολικό μέρος της λίμνης. Εκεί το κάστρο γινόταν πιο φαρδύ και σχημάτιζε το ογκωδέστερο μέρος του νησιού, καταμεσίς της λίμνης.<ref name="Προκόπιος_4.2.3" />
 
Από το 927 μέχρι το 969, η Καστοριά ήταν υπό την κατοχή των [[Βουλγαρία|Βουλγάρων]], που εκδιώχθηκαν από τους [[Πετσενέγοι|Πετσενέγους]] με προτροπή των Βυζαντινών{{εκκρεμεί παραπομπή}}. Το 990, ο [[Τσάρος]] των Βουλγάρων [[Σαμουήλ της Βουλγαρίας|Σαμουήλ]] κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά, υπερνικώντας τη φυσική αλλά και την τεχνητή της οχύρωση{{εκκρεμεί παραπομπή}}. Το 1017, ο αυτοκράτορας [[Βασίλειος Β'|Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος]] την πολιόρκησε αλλά απέτυχε να την καταλάβει.<ref>''The New Cambridge Medieval History: c. 900 - c. 1024'', τ.ΙΙΙ, σ. 600, Cambridge University Press, 2000, ISBN 0-521-36447-7.</ref> Με την τελική κατάρρευση της βουλγαρικής αντίστασης, το 1019, η πόλη επανήλθε στους Βυζαντινούς.
[[Αρχείο:Epir1252-1315.png|thumb|Το [[Δεσποτάτο της Ηπείρου]], στο οποίο ανήκε και η Καστοριά, όπως ήταν από το 1252 έως το 1315|εναλλ.=]]
 
Από το 1083, που εκδιώχθηκαν οι [[Νορμανδοί]] από τους στρατηγούς του [[Αλέξιος Α' Κομνηνός|Αλεξίου Κομνηνού]], [[Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος|Νικηφόρο Βρυέννιο]] και [[Γεώργιος Παλαιολόγος|Γεώργιο Παλαιολόγο]] μέχρι την κατάλυση της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] μετά την [[Δ' Σταυροφορία]] το 1204, η Καστοριά βρίσκεται άλλοτε υπό τους [[Νορμανδοί|Νορμανδούς]] και άλλοτε στα χέρια των Βυζαντινών. Κατά τη διάρκεια της [[Α' Σταυροφορία|Πρώτης Σταυροφορίας]] (1096-1099), τμήμα Σταυροφόρων προερχόμενο από το [[Βρινδήσιο|Μπρίντιζι]] περνά από την Καστοριά και μέσω [[Αχρίδα]]ς κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη.<ref>''Παγκόσμια Ιστορία'', Τόμ.Β΄, εκδ. Αθηνών σ.341.</ref> Μετά το 1204, οι [[Βούλγαροι]], επωφελούμενοι από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την κυριεύουν για τρίτη φορά. Ωστόσο η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όταν ο [[Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας]] συμμάχησε με τον άρχοντα Μακεδονίας και Θεσσαλίας<ref>D.Nikol, ''The Despotates of Epiros'', Οξφόρδη 1957, σ.214.</ref> [[Θεοδώρα Πετραλείφα|Ιωάννη Πετραλείφα]], η πόλη περιήλθε στο [[Δεσποτάτο της Ηπείρου]]. Τους [[Σέρβοι|Σέρβους]] του [[Στέφανος Ντούσαν|Στέφανου Δουσάν]] ή Ντούσαν, «Κράλη» της Σερβίας (1331-1345), διαδέχονται [[Αλβανοί|αλβανικοί]], «αφύλαρχοι», όπως αναφέρει ο [[Ιωάννης ΣΤ'|Κατακουζηνός]],<ref>Ιωάννης Κατακουζηνός, ''Ιστορία'', Βιβλίο Δ΄.</ref> πληθυσμοί που κατακλύζουν τη δυτική Μακεδονία γύρω στα 1350. Οι [[Οθωμανοί|Τούρκοι]], ως οργανωμένος στρατός του οθωμανικού εμιράτου της Βιθυνίας, καταστρέφουν και δηώνουν τη μακεδονική ύπαιθρο, ώσπου να εγκαταστήσουν προοδευτικά την κυριαρχία τους στις μακεδονικές πόλεις και στη περιοχή. Η τουρκική κατάκτηση καλύπτει την εικοσαετία μεταξύ 1371 και 1394.<ref>[[Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ]], ''Γιατί το Βυζάντιο'', σ.119, εκδ. ελληνικά γράμματα, 2009, ISBN 978-960-19-0326-2.</ref>
{{εκκρεμεί παραπομπή}}. Το [[990]], ο [[Τσάρος]] των Βουλγάρων [[Σαμουήλ της Βουλγαρίας|Σαμουήλ]] κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά, υπερνικώντας τη φυσική αλλά και την τεχνητή της οχύρωση{{εκκρεμεί παραπομπή}}. Το [[1017]], ο αυτοκράτορας [[Βασίλειος Β'|Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος]] την πολιόρκησε αλλά απέτυχε να την καταλάβει.<ref>''The New Cambridge Medieval History: c. 900 - c. 1024'', τ.ΙΙΙ, σ. 600, Cambridge University Press, 2000, ISBN 0-521-36447-7.</ref> Με την τελική κατάρρευση της βουλγαρικής αντίστασης, το 1019, η πόλη επανήλθε στους Βυζαντινούς.
 
Από το 1083, που εκδιώχθηκαν οι [[Νορμανδοί]] από τους στρατηγούς του [[Αλέξιος Α' Κομνηνός|Αλεξίου Κομνηνού]], [[Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος|Νικηφόρο Βρυέννιο]] και [[Γεώργιος Παλαιολόγος|Γεώργιο Παλαιολόγο]] μέχρι την κατάλυση της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] μετά την [[Δ' Σταυροφορία]] το 1204, η Καστοριά βρίσκεται άλλοτε υπό τους [[Νορμανδοί|Νορμανδούς]] και άλλοτε στα χέρια των Βυζαντινών.
[[Αρχείο:Costume Museum in Kastoria Building.jpg|thumb|333x333px|Το αρχοντικό των [[Αδελφοί Εμμανουήλ|αδελφών Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ]] ([[1750]]), σήμερα στεγάζει το [[Μουσείο ενδυματολογίας Καστοριάς]]. |εναλλ.=]]
Κατά τη διάρκεια της [[Α' Σταυροφορία|Πρώτης Σταυροφορίας]] (1096-1099), τμήμα Σταυροφόρων προερχόμενο από το [[Μπρίντιζι]] περνά από την Καστοριά και μέσω [[Αχρίδα]]ς κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη.<ref>''Παγκόσμια Ιστορία'', Τόμ.Β΄, εκδ. Αθηνών σ.341.</ref> Μετά το 1204 οι [[Βούλγαροι]], επωφελούμενοι από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την κυριεύουν για τρίτη φορά. Ωστόσο η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όταν ο [[Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας]] συμμάχησε με τον άρχοντα Μακεδονίας και Θεσσαλίας<ref>D.Nikol, ''The Despotates of Epiros'', Οξφόρδη 1957, σ.214.</ref> [[Θεοδώρα Πετραλείφα|Ιωάννη Πετραλείφα]], η πόλη περιήλθε στο [[Δεσποτάτο της Ηπείρου]]. Τους [[Σέρβοι|Σέρβους]] του [[Στέφανος Ντούσαν|Στέφανου Δουσάν]] ή Ντούσαν, «Κράλη» της Σερβίας (1331-1345), διαδέχονται [[Αλβανοί|αλβανικοί]], «αφύλαρχοι», όπως αναφέρει ο [[Ιωάννης ΣΤ'|Κατακουζηνός]],<ref>Ιωάννης Κατακουζηνός, ''Ιστορία'', Βιβλίο Δ΄.</ref> πληθυσμοί που κατακλύζουν τη δυτική Μακεδονία γύρω στα 1350. Οι [[Οθωμανοί|Τούρκοι]], ως οργανωμένος στρατός του οθωμανικού εμιράτου της Βιθυνίας, καταστρέφουν και δηώνουν τη μακεδονική ύπαιθρο, ώσπου να εγκαταστήσουν προοδευτικά την κυριαρχία τους στις μακεδονικές πόλεις και στη περιοχή. Η τουρκική κατάκτηση καλύπτει την εικοσαετία μεταξύ 1371 και 1394.<ref>[[Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ]], ''Γιατί το Βυζάντιο'', σ.119, εκδ. ελληνικά γράμματα, 2009, ISBN 978-960-19-0326-2.</ref>
 
=== Οθωμανική περίοδος ===
Η κατάληψη της Καστοριάς από τους Τούρκους τοποθετείται περίπου στο [[1383]]. Έμεινε στην κατοχή τους επί περίπου πέντε αιώνες. Κατά την περίοδο της [[Τουρκοκρατία]]ς, η περιοχή της Καστοριάς αναδείχτηκε σε κέντρο [[Έλληνας|ελληνισμού]] διατηρώντας την εθνική συνείδηση, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα. Την εποχή αυτή η περιοχή ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και γνώρισε άνθηση στις [[τέχνη|τέχνες]] και τα γράμματα. Ο [[Γεώργιος Καστοριώτης]] ή Γεώργιος Καστριώτης,<ref>Περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ, Μηνιαία έκδοση Πνευματικού προβληματισμού και Γενικής Παιδείας Αγγέλου Τερζάκη, Τεύχος 15, σ.86.</ref> επιφανής Καστοριανός που έφτασε ως το αξίωμα του μεγάλου κομίσου, ίδρυσε το 1705 στη συνοικία Μουζεμβίκη την εκκλησιαστική του σχολή και το 1708 μετακάλεσε από τη Βενετία τον αναγνωρισμένο λόγιο, θεολόγο και συγγραφέα [[Μεθόδιος Ανθρακίτης|Μεθόδιο Ανθρακίτη]].<ref>[[Δημήτρης Φωτιάδης]], ''Η Επανάσταση του 21'', σσ.159-160.</ref> Το [[1710]] ιδρύθηκε το ''[[Ανώτερον Σχολείον Κυρίτζη]]'' τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης.<ref name=paranikas5354>[[Ματθαίος Παρανίκας]] (1867), σσ. 53-54.</ref>
 
==== Προετοιμασία και Επανάσταση του 1821 ====
 
[[Αρχείο:Αρχοντικό Τσιατσιαπά - Καστοριά.jpg|μικρογραφία|250x250εσ|Το αρχοντικό Τσιατσιαπά ]]
Κατά την πρώτη κρίσιμη και αποφασιστική περίοδο της αφύπνισης του Γένους και της σφυρηλάτησης της εθνικής συνείδησης, συμμάρτυρες του [[Ρήγας Βελεστινλής|Ρήγα Βελεστινλή]] ήταν οι δυο Καστοριανοί [[Αδελφοί Εμμανουήλ|αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ]]. Στενός συνεργάτης του Ρήγα ήταν ο [[Γεώργιος Θεοχάρης]], που λόγω του εγνωσμένου κύρους του και της αυστριακής υπηκοότητός του απελάθηκε και προτίμησε τη Λειψία.<ref>[[Αιμίλιος Λεγκράν|E. Legrand]], ''Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των σύν αυτώ μαρτυρησάντων'', Αθήναι 1891, μετάφρ, Σπ.Λάμπρου, σ.101-105.</ref>
Κατά την επανάσταση του 1821 σημειώθηκαν αρκετές επιχειρήσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα στο [[Βογατσικό Καστοριάς|Βογατσικό]]. Καστοριανός ήταν ο οπλαρχηγός [[Ιωάννης Παπαρέσκας]], ο οποίος πήρε μέρος στη σύνοδο της [[Μονή Παναγίας Δοβρά|Μονής Δοβρά]] μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας, ο Ευάγγελος Ιωάννου,<ref>Αρχεία του Κράτους - Φύλλο Μητρώου Αγωνιστών.</ref> ο Αναστάσιος Καρίτσης,<ref name="ReferenceB">Γ. Χιονίδης, Οι εις τα μητώα των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες, ''περιοδικό'' Μακεδονικά 12 (1972), ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, σ. 34-65.</ref> ο Δήμος Παναγιώτου,<ref name="ReferenceB" /> οι Ναούμ Νικολάου, Κωνσταντίνος Νικολάου, Ιωάννης Καραμπίνας,<ref>Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ''Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού'', σ.18, Εκδ.Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 1991, ISBN 960-343-017-X.</ref> Ευάγγελος Ιωάννου, Ζήσης Δημητρίου<ref>επιμέλεια Κ. Διαμάντης, ''Τα ιστορικά έγγραφα του αγώνος του 1821 των Γενικών Αρχείων του Κράτους εις περιλήψεις και περικοπάς (Κατάλογος Πρώτος). Τόμος τιμητικός επί τη 150ετηρίδι της Επαναστάσεως του 1821'', τύποις Τσιρώνη, εν Αθήναις, 1971</ref> κ.α.<ref>[http://www.promacedonia.org/en/av/av_17_1.htm History of Macedonia 1354-1833, A. Vacalopoulos] {{Webarchive|url=https://web.archive.org/web/20110118065454/http://www.promacedonia.org/en/av/av_17_1.htm |date=2011-01-18 }}.</ref><ref>[http://www.kastoriacity.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=251&Itemid=477 Διαδικτυακές Πύλες, Δήμος Καστοριάς, Η Πόλη της Καστοριάς, Ιστορία - Πολιτισμός, Τουρκοκρατία, Αντίσταση κατά των Τούρκων].</ref> Κατά τη διάρκεια των πολεμικών συρράξεων πέριξ της πόλης, στο [[Βογατσικό Καστοριάς|Βογατσικό]], την [[Κλεισούρα Καστοριάς|Κλεισούρα]] και τη [[Άργος Ορεστικό|Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό)]], το [[1822]], μετά από διαταγή του [[Οθωμανοί|Οθωμανού]] στρατιωτικού διοικητή [[Θεσσαλονίκη]]ς Μεχμέτ Εμίν (Εμπού Λουμπούτ), φυλακίστηκαν οι πρόκριτοι της Καστοριάς. Επίσης, εκτελέστηκαν ο ιερέας Θεόφιλος της ενορίας Καρύδη και άλλοι 10 Καστοριανοί. Το [[1823]] γκρεμίστηκανκατεδαφίστηκαν όλα τα καμπαναριά της πόλης, ως αντίποινα για τη συμμετοχή στην επανάσταση. Το [[1825]] ανέλαβε νέος τοπικός διοικητής ο Σαχίν Μπέης, ο οποίος το [[1826]] στάλθηκε με στρατιωτικό σώμα στην πολιορκία του [[Μεσολόγγι|Μεσολογγίου]]. <ref>Παντελής Τσαμίσης, "Η Καστοριά και τα μνημεία της", Εκδόσεις: Ι. Λ. Αλευρόπουλος, Αθήνα, 1949, σσ. 43, 44.</ref>
 
==== Μακεδονικές Επαναστάσεις του 1867 και 1878 ====
 
Στα [[1867]], στα πλαίσια της [[Μακεδονική επανάσταση του 1867|τότε Μακεδονικής Επανάστασης]], ιδρύθηκε, με πρωτεργάτη τον [[Αναστάσιος Πηχεών|Αναστάσιο Πηχεώνα]], η ''Εθνική Επιτροπή'', με πρώτα μέλη τους γιατρούς Ιωάννη Σιώμο και Αργύριο Βούζα και τους Νικόλαο Τουτουντζή, Βασίλειο και Νικόλαο Ωρολογόπουλο Ρέτζη και Απόστολο Σαχίνη. Γρήγορα διευρύνθηκε, ιδιαίτερα προς την [[Κλεισούρα Καστοριάς|Κλεισούρα]], όπου ο Πηχεών είχε διατελέσει δάσκαλος από το 1862 και είχε συνδεθεί τότε στενά με τον γνωστό γιατρό [[Ιωάννης Αργυρόπουλος (γιατρός)|Ιωάννη Αργυρόπουλο]]. Η νέα «Φιλική Εταιρεία», όπως ονομάσθηκε μετά τη διεύρυνσή της, απέβλεπε στο ξεσήκωμα της Μακεδονίας εναντίον των Τούρκων. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της [[Μακεδονική επανάσταση του 1878|Μακεδονικής Επανάστασης του 1878]]. Αρχές του 1888 συνελήφθησαν από τους Τούρκους δεκαπέντε [[Κλεισούρα Καστοριάς|Κλεισιουριώτες]] και περισσότεροι από σαράντα Καστοριανοί μαζί με [[Βογατσικό Καστοριάς|Μπογκατσιώτες]], [[Κορυτσά|Κορυτσιώτες]] κ.α. που οδηγήθηκαν τελικά στις φυλακές του [[Μοναστήρι (Βόρεια Μακεδονία)|Μοναστηρίου]] για να δικαστούν.<ref name="ndsiwkhs">{{cite book
|author=Νικόλαος Δημ. Σιώκης
|title=Πρακτικά συνεδρίου για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά
Γραμμή 71 ⟶ 65 :
 
=== Νεότερη ιστορία===
Η Καστοριά απελευθερώθηκε κατά τον [[Α' Βαλκανικός Πόλεμος|Α' Βαλκανικό πόλεμο]], στις [[11 Νοεμβρίου]] του [[1912]] και ο [[Άγιος Μηνάς]] τιμάται ως ελευθερωτής της πόλης.
 
Μετά τη [[Μικρασιατική Καταστροφή]] και την επακολουθήσασα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βάσει της [[Συνθήκη της Λωζάνης|Συνθήκης της Λωζάνης]] <ref>Ι. Γιαννόπουλος, «Η Διεθνής Συνδιάσκεψη και η Συνθήκη της Λωζάνης», ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τ. ΙΕ΄, σ.260-271.</ref>, αρχικά εγκαταστάθηκαν στον Νομό Καστοριάς 388 Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες <ref>Εφημ. Καστορία 5-5-1923.</ref>. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων έφθασαν στην πόλη της Καστοριάς (17-8-1924) 43 οικογένειες ψαράδων από την [[Απολλωνιάδα]] της [[Βιθυνία]]ς <ref>εφημ. Καστορία, 16-11-1924, 23-11-1924.</ref>, ύστερα από ενέργειες του τοπικού Γραφείου Εποικισμού, για να ασχοληθούν με το ψάρεμα στη λίμνη.<ref>Ν. Δασκαλάκης-Λ.Νικηφορίδης-Ευστ. Πελαγίδης (επιμ.), ''Αντίχαρη στον Αντώνη Καλαφατίδη (γυμνασιάρχη)'', Θεσσαλονίκη 1998.</ref>
Γραμμή 77 ⟶ 71 :
Όταν ο [[Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις|Ιταλικός Στρατός]] κατέλαβε την [[Αλβανία]], τον Απρίλιο του 1939, υπήρξε ανησυχία στον πληθυσμό της περιοχής για την πιθανότητα ιταλικής επίθεσης, ιδιαίτερα μετά την [[Εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία - 1939|εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία]] τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Το πρωί της Δευτέρας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι κάτοικοι της πόλης ξύπνησαν από τα αναγνωριστικά ιταλικά αεροπλάνα και τις βροντές που προέχονταν από τα πυρά του [[πυροβολικό|πυροβολικού]] στα σύνορα. Η πόλη της Καστοριάς έπειτα βομβαρδίστηκε από ιταλικά βομβαρδιστικά και αναφέρθηκαν άμαχοι ανάμεσα στους νεκρούς και αρκετοί τραυματίες.<ref>{{ cite book | author=Ιωάννης Θ. Τόλιος | title =Το Έπος του 1940-1941, Ημερολόγιο δεκανέως Αριστείδη Μαυροβίτου, Εισαγωγή Παναγιώτη Τζήμα | publisher=Κάδμος | year=2010 | place=Θεσσαλονίκη | isbn=978-960-6851-23-0 | page=13}}</ref> Κατά τη διάρκεια του [[Β' Παγκόσμιος Πόλεμος|Β' Παγκοσμίου Πολέμου]]<ref>Ιωάννης Κολιόπουλος, ''Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ''.</ref> ήταν σημαντική η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στον αγώνα κατά των [[Ιταλοί|Ιταλών]], [[Βούλγαροι|Βουλγάρων]] και [[Γερμανοί|Γερμανών]] κατακτητών. Η άλλοτε ανθηρή [[Εβραίοι|εβραϊκή]] κοινότητα (κατά την επίσημη οθωμανική επετηρίδα του Βιλαετίου Μοναστηρίου του 1891, ζούσαν στην Καστοριά 5.615 κάτοικοι, από τους οποίους 774 ήταν Εβραίοι<ref>Πάνος Τσολάκης, ''Η εβραϊκή συνοικία στην Καστοριά'', σ.11.</ref>) έπαψε να υφίσταται με τη βίαιη μεταφορά, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες (24 Μαρτίου 1944), 763 Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης απ΄ όπου επέστρεψαν μόνον 35.<ref>Παπαστρατής 2010. Βλ. και [http://www.kis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=290&Itemid=108 Η Εβραϊκή κοινότητα Καστοριάς].</ref> Ως συνέπεια της [[ελονοσία]]ς,<ref>Ριζοσπάστης, 29 Ιουνίου 1946, όπου άρθρο του Γεωργίου Λαμπρινού με τίτλο "Δυτική Μακεδονία": «Οι πάσχοντες από ελονοσία αντιπροσώπευαν, κατά τους υπολογισμούς του Ιατρικού Συλλόγου Καστοριάς, το 80-90% του πληθυσμού της περιοχής».</ref> του υποσιτισμού και της αβιταμίνωσης<ref>Έκθεση του Ιατρικού Συλλόγου Καστοριάς της 23ης Αυγούστου 1945.</ref>, παρατηρήθηκε στην περιοχή ραγδαία αύξηση των περιστατικών [[Φυματίωση|φυματιώσεως]]<ref>Κολιόπουλος 1995, τόμος Α΄, σ.218.</ref> Ο γιατρός και τότε δήμαρχος της πόλης, [[Σαράντης Τσεμάνης]], ως μάρτυρας κατηγορίας κατά των Ιταλών και Βουλγάρων εγκληματιών πολέμου στη Δυτική Μακεδονία το 1941-44 (πχ Ράβαλι, [[Άντον Κάλτσεφ]])<ref>Εμμ. Θ.Γρηγορίου,[http://www.tovoion.com/products/%CF%84%CE%BF%20%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%20%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%20%CE%B1%CE%¢B9%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%83%20%CE%B5%CE%B8%CF%83%20%CF%84%CE%B7%CE%BD%20%CE%B4%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CE%BD%20%CE%BC/ Βουλγαρικόν όργιον αίματος εις Δυτικήν Μακεδονίαν 1941-44]{{Dead link|date=Οκτώβριος 2019 }}, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΣΟΣ, 1947.</ref> στη Αθήνα το 1946, προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο, όταν με παλλόμενη φωνή είπε: «... η νεολαία της Δυτικής Μακεδονίας είναι καταδικασμένη εις τον δια [[Φυματίωση|φυματιώσεως]] θάνατον. Έχει κοκκινίσει το χώμα από τας [[Αιμόπτυση|αιμοπτύσεις]]. Η Καστοριά πρέπει να μεταβληθεί εις ένα απέραντον [[Σανατόριο|Σανατόριον]], δια να γιάνη τα αγιάτρευτα, που ετσάκισαν, νιάτα της».<ref>Εφημ. ''Ελληνική Φωνή Φλωρίνης'' της 23ης Φεβρουαρίου 1946 και ''Ριζοσπάστης'' με την ίδια ημερομηνία.</ref>
 
Στην περίοδο του [[Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949|Εμφυλίου πολέμου]] (1946-1949), η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε το επίκεντρο εξέλιξης της ένοπλης αιματοχυσίας και των θλιβερών κοινωνικών συνεπειών που ακολούθησαν. Οι σφοδρές μάχες στα ορεινά της συγκροτήματα στον [[Γράμμος|Γράμμο]] και στο [[Βίτσι]]<ref>[[Ρένος Αποστολίδης]], Πυραμίδα 67 - Το βιβλίο του Εμφυλίου «Η Ζωή στο [[Ναδίρ]]» σσ.338-357, επανέκδ. 16-XI-΄95 ISBN 978-960-469-129-6.</ref> προκάλεσαν απερίγραπτα δεινά στην πόλη. «Στην ασφυκτικά κατοικημένη και στενά πολιορκημένη Καστοριά παρουσιάζονταν συχνά σοβαρές ελλείψεις βασικών ειδών, όπως καυσόξυλα, [[Κηροζίνη|φωτιστικό πετρέλαιο]] και είδη διατροφής... όσοι τολμούσαν να εξέλθουν στα γειτονικά χωριά προς ξύλευση, αντιμετωπίζονταν από τους Αντάρτες ως πράκτορες των Μοναρχοφασιστών (sic) και από τις κρατικές αρχές ως πράκτορες της άλλης πλευράς (sic)». <ref>Κολιόπουλος 1995, τόμ. Β΄, σσ.233-254.</ref> Ομάδες υποσιτισμένων ρακένδυτων παιδιών περιφέρονταν στους δρόμους αναζητώντας τροφή ενώ τα λίγα κρεβάτια στα κρατικά νοσοκομεία δεν επαρκούσαν ούτε για τους τραυματίες από τις μάχες και τις νάρκες.<ref>Κολιόπουλος 1995, τόμ. Β΄, κεφ. Στ΄, σσ.203-232.</ref>«Τον Ιούνιο του 1949 καταμετρήθηκαν 77.822 καταφυγόντες<ref>Ενδεικτικά, βάσει της απογραφής του 1940, από τα 130 περίπου χωριά του Νομού Καστοριάς: το [[Ποιμενικό Καστοριάς|Ποιμενικό]] (Μπαψώρι) σήμερα ακατοίκητο είχε πραγματικό πληθυσμό 854 άτομα (νόμιμο 918), η Βυσσινιά 684, η [[Περικοπή Φλώρινας]] 545, η [[Βασιλειάδα Καστοριάς|Βασιλειάδα]] 1.247, η [[Οξυά Καστοριάς]] 277, το [[Πολυκέρασο Καστοριάς|Πολυκέρασο]] 403 άτομα.</ref> των μερικώς ή ολικώς εγκαταλελειμμένων χωριών της περιοχής για να φθάσουν συνολικά σε διάφορες πόλεις από όλη τη πληττόμενη γεωγραφική ζώνη τις 684.507 την ίδια εποχή.»<ref>Κολιόπουλος 1995, τόμ. Β΄, κεφ. Ε΄, σσ. 163-202.</ref> Κάτω από αυτές τις συνθήκες αρκετά παιδιά κυρίως των [[Ανταρτόπληκτοι|πληγέντων από τον ανταρτοπόλεμο]] που είχαν χάσει τον ένα ή τους δυο γονείς τους, και όσα δεν τύχαιναν στοιχειώδους οικογενειακής φροντίδας, μεταφέρθηκαν στις [[Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης|Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης]].
 
== Μεταφορές ==
Γραμμή 139 ⟶ 133 :
Η Καστοριά με τις περίπου 80 [[Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στην Καστοριά|εκκλησίες της]] είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που σώζει σε μεγάλο βαθμό αδιάλειπτα τη βυζαντινή <ref>[[Αναστάσιος Ορλάνδος]], ''Τα Βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς'', Τόμ.Δ΄, σ.186.</ref> και μεταβυζαντινή μνήμη. Με εξαίρεση το [[Άγιον Όρος]], μόνο στην Καστοριά υπάρχουν φορητές εικόνες της [[Κρητική Σχολή|Κρητικής Σχολής]] και μάλιστα πρώιμης χρονολογίας. Οι εκκλησίες, οι τοιχογραφίες,<ref>Στυλ.Πελεκανίδης (1953), ''Καστοριά, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι''.</ref> οι φορητές εικόνες και τα αρχοντικά, είναι μάρτυρες οικονομικής ακμής και πολιτισμού σχεδόν 10 αιώνες περίπου. H ανέγερση των εκκλησιών της Καστοριάς, όπως του Αγίου Γεωργίου (1085) από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου [[Αλέξιος Α' Κομνηνός|Αλέξιο Κομνηνό]]<ref>Ορών δε τους Λατίνους κατιόντας πλείονα χρόνον τρίβοντας εν τω κατιέναι τον [[Γεώργιος Παλαιολόγος|Παλαιολόγον Γεώργιον]] μετά αλκίμων ανδρών εισελάσας εις τους περί τους βουνούς πρόποδας την ακρολοφίαν κατέλαβεν… την σημαίαν δε το μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τεμένει στήναι. Και παραχρήμα εξαιτούνται τον αυτοκράτορα εκείσε ανοικοδομηθήναι ο ναός ουτοσί. Ο δε αυτοκράτωρ μάλα ταχέως επλήρου το αιτηθέν, αυτός δε της προς το Βυζάντιον είχετο νικητής επιφανέστατος. ([[Αλεξιάς]], 16.1).</ref>, συνεχίστηκε από την εκάστοτε τοπική αριστοκρατία, όπως π.χ. οι εκκλησίες των Αγίων Αναργύρων και του Νικολάου Κασνίτζη.<ref>Κτήτορες των Αγίων Αναργύρων ήταν ο Θεόδωρος Λιμνιώτης κα η σύζυγός του Άννα Ραδηνή, του Νικολάου του Κασνίτζη ο Νικηφόρος Κασνίτζης. Βλ. ''Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα'', σ. 38 και 56 αντίστοιχα, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα.</ref> Το μοναστήρι της Μαυριώτισσας του 11ου αιώνα είναι τοιχογραφημένο και στην εξωτερική όψη, όπως συνηθίζεται στη [[Βόρεια Ελλάδα]] και στα [[Βαλκάνια]]. Στις τοιχογραφίες του ναού, επί [[Οθωμανική αυτοκρατορία|Οθωμανικής αυτοκρατορίας]], είχαν αφαιρεθεί τα μάτια από όλα τα εικονιζόμενα πρόσωπα.
 
Μερικές από τις [[Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στην Καστοριά|βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες]] που σώζονται σήμερα στη Καστοριά είναι οι εξής:
[[File:Kastoria 2014-05-18 (3).JPG|thumb|left|280px|Η Παναγία Kουμπελίδικη (φωτ.2014)]]
*Η Παναγία Καστριώτισσα ή Σκουταριώτισσα, γνωστή ως [[Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στην Καστοριά|Κουμπελίδικη]], αρχές του 11ου αι. (1020-1025) κατά την επικρατέστερη άποψη (Krautheiemer, Wharto-Epstein)<ref>''Middle Byzantine Churches of Kastoria'', 1980, σ. 195 κ.ε.</ref> που βασίζεται στο ιστορικό γεγονός της λήξης των επιχειρήσεων (1019) για την εκδίωξη των Βουλγάρων από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο.<ref>''Early Crhristian and Byzantine Architecture'', 1975, σ. 354-355.</ref> Είναι η μοναδική εκκλησία της Καστοριάς με [[Τρούλος|τρούλο]] και η μοναδική με την απεικόνιση της [[Αγία Τριάδα|Αγίας Τριάδας]].
*Το καθολικό της Ιεράς Μονής της [[Εκκλησίες της Καστοριάς|Μαυριώτισσας]] (περί τα τέλη του 11ου αι.) που προϋπήρχε της Κουμπελίδικης ως μοναστηριακό συγκρότημα.
Γραμμή 152 ⟶ 146 :
 
==Αγιογραφίες- Εικονογραφίες==
[[Αρχείο:Irene-Komnene-Kastoria.jpg|thumb|right|210pxupright|Ειρήνη Παλαιολογίνα (κόρη του [[Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας|Θεόδωρου Κομηνού Δούκας]]<ref>''Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα'', ΜΕΛΙΣΣΑ, σ.105.</ref> σε εξωτερική τοιχογραφία του Ταξιάρχη Μητροπόλεως]]
Μετά τον Άγιο Στέφανο, ο Ταξιάρχης Μητροπόλεως (υπάρχει και ο Ταξιάρχης στο παλαιό Γυμνάσιο) είναι η δεύτερη εκκλησία στην Καστοριά που διατηρεί σε σημαντική έκταση τοιχογραφίες του 13ου αι., μεταξύ των οποίων διακρίνεται η μητέρα του αφιερωτή Μιχαήλ Ασέν Α΄, Ειρήνη Κομνηνή, ο Επιτάφιος Θρήνος και η δεομένη Παναγία.
 
Γραμμή 161 ⟶ 155 :
Μαζί με τη λίμνη της,<ref>Γιάννης Ρούσκας, ''Το καστοριανό καράβι'' (1997) ISBN 960-85363-1-6.</ref> ευρύτατα γνωστό χαρακτηριστικό της πόλης είναι η δραστηριοποίηση των κατοίκων της για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια στην τέχνη της γουναρικής (την πρώτη έγγραφη μαρτυρία εντοπίζουμε σε Πατριαρχικόν [[σιγίλιο|σιγίλλιον]] έτους 1574, με το οποίο ο Πατριάρχης [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός|Ιερεμίας Β΄]] ανέθεσε τον έλεγχο της περιουσίας των Ιερών Μονών του [[Άγιο Όρος|Αγίου Όρους]] στην περίφημη συντεχνία των Καστοριανών γουναράδων της Κωνσταντινουπολίτικης παροικίας).<ref>H.Byron, ''Athos'', σελ.56.</ref>, της οποίας τη σύσταση ανάγουν οι ερευνητές στον 16ο αι. Το 1780 ο [[πατριάρχης]] [[Σωφρόνιος]], ύστερα από αίτηση των μοναχών του [[Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου|Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου]], ανέθεσε στους γουναράδες την επιστασία της ιστορικής μονής.<ref>''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τ. ΙΑ΄, σ.191.</ref>
 
Η γούνα αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας και ήταν σύμβολο αρχοντιάς και τρόπος κοινωνικής προβολής. Ο Γάλλος περιηγήτης Αντουάν Ολιβιέ (Antoine Olivier)<ref>[[Antoine Olivier]], ''Le Voyage dans l'Empire Οθωμανική κυριαρχία, Αιγύπτου et la Perse'', 1807.</ref>, στο τέλος του 17ου αι., μιλώντας για τους Έλληνες της Πόλης, αναφέρει ότι οι πλούσιοι φορούσαν τον χειμώνα δυο και τρεις γούνες, τη μιά επάνω στην άλλη ''εν πέντε σισύραις εγκεκυρδυλημένος'', όπως έγραφε στα 1880 ο [[Γεώργιος Βιζυηνός]] από το [[Γκαίτιγκεν]] της Γερμανίας). Αλλά και οι φτωχοί χρησιμοποιούσαν ευτελέστερες γούνες, από [[Λαγός|λαγό]], [[τσακάλι]] ή αρνί. Οι περισσότερες γυναίκες, γράφει χαρακτηριστικά, έχουν δέκα και δώδεκα φουστάνια με γουναρικά που μερικά από αυτά αξίζουν 15.000-20.000 [[Γαλλικό Φράγκο|φράγκα]]. Αυτή τη ματαιόδοξη τάση επιδείξεως της διοικητικής και οικονομικής αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως εκμεταλλεύθηκαν οι οι Έλληνες γουναράδες και δημιούργησαν το προσοδοφόρο επάγγελμα και εμπόριο που απλώνονταν και έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη μακρινή Ολλανδία. Η οικονομική ευεξία των γουναράδων της Κωνσταντινουπόλεως ιδιαίτερα στον 18ο αι. υπήρξε σημαντικός παράγοντας όχι μόνο για την επιβολή τους ανάμεσα στους ομοεθνείς, αλλά και για την άσκηση επιρροής στους Τούρκους αξιωματούχους, από τους ανωτέρους ως τους κατωτέρους. Επικεφαλής της συντεχνίας (πρωτομαϊστορες)<ref>''L'Hellenisme contemporain'', Αθήνα 1953- Επιμέλεια [[Οικία Αγγελικής Χατζημιχάλη|Αγγελική Χατζημιχάλη]].</ref> αναφέρονται πρόσωπα που βοήθησαν στην πραγματοποίηση κοινωφελών έργων. Ανάμεσά τους την πρώτη ασφαλώς θέση κατέχει ο [[Μανωλάκης Καστοριανός]], προστάτης των γραμμάτων και ενισχυτής σχολείων, ο πρωτομαϊστωρ Αθανάσιος που διέθεσε, το [[1720]], μεγάλο ποσό για την επισκευή του πατριαρχικού ναού και άλλοι.<ref>''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τ. ΙΑ΄, σ.191.</ref> Στα τέλη του 19ου αι., διερχόμενος από την Αχρίδα, ο [[Βίκτωρ Μπεράρ]] γράφει ότι το 1850 οι Έλληνες της [[Οχρίδα (πόλη)|Αχρίδας]] ήσαν πάμπλουτοι.<ref>Βίκτωρ Μπεράρ 1892, σ.156.</ref>
 
===Η τέχνη της γουναρικής===
Η τέχνη των Καστοριανών γουνοποιών συνιστάται στην ειδική επεξεργασία των χορδάδων (αποκομμάτων δερμάτων, αυτά δηλαδή που αποκόπτονταν από άλλους ως φύρα) που χειρίζονται με μοναδικό τρόπο και με ιδιαίτερη τεχνική. Η σχετική ζήτηση ανέκυψε όταν, λόγω της μεγάλης ζήτησης των γουναρικών, με σουλτανικό διάταγμα απαγορεύτηκε για κάποια χρονική περίοδο η χρήση τους<ref>Πατριαρχικά έγγραφα, τόμ. Β΄, σ.486.</ref>, το [[1713]], γιατί επήλθε «σπάνις γουνών». Τότε (18ος αι.) ανέκυψε η ανάγκη να χρησιμοποιηθούν τα αποκόμματα για να καλύψουν τη μεγάλη ζήτηση. Πρόκειται για συρραφή μικρών τεμαχίων που κόβονται σε μικρότερες λωρίδες και υπολωρίδες για να επιτευχθεί ο ομοιόμορφος, ελκυστικός, εντυπωσιακός και ενιαίος φυσικός χρωματισμός, η επιθυμητή φορά του τριχώματος. Τα τεμάχια αυτά προέρχονταν από ό,τι απέμενε από τα δέρματα - κεφάλι, πόδι, κοιλιά - τα οποία έρχονταν, ως μη εκμεταλλεύσιμα, από την Αμερική στα εργαστήρια της Καστοριάς μέσα σε μεγάλες λινάτσες καλά συρραμένες («μπάλες»){{παραπομπή}}. Έτσι προέκυψαν διάφορες ειδικότητες όπως ο διαλογέας, ο κόφτης, καθώς και ο «χρωματιστάς» ο οποίος ξεχώριζε κατά χρώματα τα κομμάτια τού δέρματος, αλλά και κατά είδος (ζερβά ποδαράκια, δεξιά ποδαράκια, γιατί δεν χρησιμοποιούνταν μαζί στο ίδιο παλτό, κεφάλια, ουρές κτλ., π.χ. το μαύρο γουναρικό υπήρχε σε δέκα και περισσότερες αποχρώσεις).<ref>Σοφία Δαγκλή-Παναγιωτίδου, ''Οι Στρατιώτες του νερού'', σ.278, 2010, εκδ. Σύγχρονες Ορίζοντες ISBN 978-960-398-324-8.</ref> Άλλες ειδικότητες ήταν η «καμπαντοσύνη» (ομογενοποίηση της φοράς του τριχώματος), η συρραφή σε ειδικές μηχανές, ο «σταματωτάς» (σταματώνει, βρέχει και τεντώνει τα δέρματα σε ξύλινες τάβλες, τα σταματούρα) και η έκθεση στον ήλιο των συρραμένων κομματιών. Όλα αυτά κατέστησαν τις γούνες της Καστοριάς περιζήτητες στην παγκόσμια αγορά και προσέδωσαν στην πόλη τη γνωστή της φήμη και την οικονομική, κατά καιρούς, ευεξία της. Το χαμηλό κόστος των χορδάδων, ο [[καταμερισμός της εργασίας]] και η εξιδίκευση, με πρώτιστη αυτή του χρωματιστά, έκαναν περιζήτητες τις γούνες της Καστοριάς. ΄Ενας πολύ καλός χρωματιστάς μπορεί να πετύχει μέχρι και δέκα αποχρώσεις διαφορετικών αποκομμάτων π.χ. του γκρι-γκρι, σχιστόλιθου, ανοιχτού γκρι, στάχτης, ασημί, ομίχλης, απαλού μπλέ, λεβάντας, απαλού γκρι, cool.{{παραπομπή}}
 
Κατά τον Θρασύβουλο Παπαστρατή, την τέχνη της γουνοποιίας την έφεραν στην Καστοριά οι εκ Ισπανίας [[Σεφαρδίτες]] Εβραίοι (1492- 1498), από την [[Αχρίδα]].<ref>Παπαστρατής 2010.</ref>
 
==Τα αρχοντικά της Καστοριάς==
[[Αρχείο:Καστοριά - Ντολτσό 2.jpg|thumb|rightupright|240px|ΣυνοικίαΗ συνοικία Ντόλτσο]]
[[Αρχείο:Costume Museum in Kastoria Building.jpg|thumb|333x333px|Το αρχοντικό των [[Αδελφοί Εμμανουήλ|αδελφών Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ]] ([[1750]]), σήμερα στεγάζει το [[Μουσείο ενδυματολογίας Καστοριάς]]. |thumb|εναλλ.=]]
[[Αρχείο:Αρχοντικό Τσιατσιαπά - Καστοριά.jpg|μικρογραφία|250x250εσ|Το αρχοντικό Τσιατσιαπά ]]
Δείγματα της λαμπρής άνθησης της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων της Καστοριάς κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα του 18<sup>ου</sup>αι. (1710-1726) και (1760 ως το τέλος του αιώνα) αποτελούν τα πολυάριθμα πανύψηλα [[Αρχοντικά Καστοριάς|αρχοντικά]] της καμωμένα για τις βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της. Ήταν τότε που υπογράφηκαν διάφορες διεθνείς συνθήκες και επεκράτησε ειρήνη και ελευθερία επικοινωνίας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.<ref>Νικόλαος Μουτσόπουλος, ''Καστοριά τα αρχοντικά'', Έκδοσις Αρχιτεκτονικής, Αθήναι 1962.</ref> Παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ως οικιστικό σύνολο. Με εσωτερικούς χωρισμένους λειτουργικούς χώρους, εσωτερικές διακοσμήσεις, περίτεχνα ξυλόγλυπτα στα σανιδώματα στις οροφές, πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες υψηλής αισθητικής, ζωφόρους κατάκοσμους, πλήθος φυτομορφικών διακοσμήσεων και ρόμβων δημιουργούν και συνθέτουν ένα ιδιότυπο εσωτερικό χώρο, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στην Καστοριά, ένα ιδιότυπο μακεδονικό ρυθμό.<ref>Νίκος Δόϊκος, ''Καστοριανά μνημεία'', σσ.186-261, Εκδ. Χρωμογραφή, (1995), ISBN 960-7690-00-1.</ref> Είναι κατ΄εξοχήν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, ενώ διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας.<ref>Πάνος Τσολάκης, ''Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς'', Εκδ. Επίκεντρο, 2009, ISBN 9789604582242.</ref> Ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν τριώροφα και τετραώροφα, όταν δεν υπήρχε κλίση ήταν μόνο το ισόγειο, το μεσοπάτωμα και ο όροφος. Τα μεγάλα σπίτια για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα που οι Τούρκοι τα αποκαλούσαν «κιρκ πεντζέρ» (=σαράντα παραθύρια){{παραπομπή}}.
 
==Η λίμνη της Καστοριάς==
{{Κύριο|Λίμνη Ορεστιάδα}}
[[Αρχείο:Kastoria.lake.winter.jpg|thumb|left|240px|Αργυροπελεκάνοι τον χειμώνα στη λίμνη της Καστοριάς.]]
[[Αρχείο:Kastoria Ufer 08.jpg|thumb|left|240px|Υδρόβια βλάστηση δίπλα στη πόλη.]]
Η λίμνη της Καστοριάς βρίσκεται σε υψόμετρο 620μ. Έχει σχήμα έλλειψης και τα νερά της περιβρέχουν την πόλη. Έχει επιφάνεια 28,655 τετραγωνικά χλμ. μέγιστο μήκος 7.500μ., μέγιστο πλάτος 5.425μ.<ref>*ιστολ. εφημ. Καθημερινή «ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ»:''[http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1997/10/05101997.pdf Η Ελλάδα των λιμνών] {{Webarchive|url=https://web.archive.org/web/20120812210829/http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1997/10/05101997.pdf |date=2012-08-12 }}''.</ref> και είναι η ογδόη σε μέγεθος λίμνη στην Ελλάδα.<ref>Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος, Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού.</ref> Το βάθος της κυμαίνεται από 8-12 μέτρα και η μέση θερμοκρασία είναι 22 βαθμοί Κελσίου. Η λίμνη έχει πολλές εισροές νερού από τα δυτικά και μια εκροή στον ποταμό [[Αλιάκμονας|Αλιάκμονα]]. Σε παλαιότερη εποχή η λίμνη περιέβαλλε εξ ολοκλήρου το βραχόβουνο που σχημάτιζε έτσι νησίδα.<ref>[[Kotoulas D]], ''Vergaugenheit und zukunt des Orestias'', Seite 17-41, Graz (1988).</ref>