Γλωσσολογία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προστέθηκε περιεχόμενο.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Tzenius (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
Οι γλωσσολόγοι εστιάζουν στην περιγραφή και την ερμηνεία της γλώσσας, χωρίς να επεμβαίνουν, να αξιολογούν και να αναλαμβάνουν ρυθμιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων μιας γλώσσας. Ο γλωσσολόγος επίσης δεν ταυτίζεται με τον γλωσσομαθή ή τον μεταφραστή/διερμηνέα.
 
Στην [[Ελλάδα]] η γλωσσολογία παραδοσιακά αναπτύσσεται στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών επιστημών (π.χ. διδάσκεται κυρίως στις Φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων), ενώ στην [[Ευρώπη]] και την [[Αμερική]] η γλωσσολογία δεν συναρτάται τόσο άμεσα με την φιλολογία, αλλά συχνά συμπεριλαμβάνεται στις κοινωνικές ή άλλες επιστήμες σε κοινό έδαφος με άλλες θεωρούμενες κοινωνικές επιστήμες. Πέρα από τις επιδράσεις που έχει δεχτεί, η γλωσσολογία έχει ασκήσει σημαντική επιρροή σε άλλους γνωστικούς χώρους, όπως η Φιλολογία/Λογοτεχνική Κριτική (ιδιαίτερα ο γλωσσολογικός δομισμός), οι Επιστήμες της Επικοινωνίας, η [[Πληροφορική]] κ.λπ.
 
Η γλωσσολογία αναπτύχθηκε πρώτα ως [[Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία]] και η απαρχή της τοποθετείται στα [[1816]], με το έργο του [[Franz Bopp]] για τη σύγκριση του κλιτικού συστήματος της Σανσκριτικής με το αντίστοιχο της Ελληνικής, της Λατινικής, της Περσικής και της Γερμανικής. Η [[Σύγχρονη Γλωσσολογία]] (που στρέφει το ενδιαφέρον στη συγχρονική προσέγγιση της γλώσσας, ενώ ως τότε η γλωσσολογία γινόταν αντιληπτή ως αποκλειστικά ιστορική επιστήμη) γεννήθηκε 100 χρόνια αργότερα, στα 1916, με την έκδοση των ''Μαθημάτων Γενικής Γλωσσολογίας'' του [[Φερντινάντ ντε Σωσσύρ]].
 
Η γλωσσολογική ανάλυση γίνεται σε πέντε ή έξι διακριτά [[γλωσσολογικά επίπεδα]]: [[Φωνητική|φωνητικό]], [[Φωνολογία|φωνολογικό]], [[Μορφολογία (γλωσσολογία)|μορφολογικό]], [[Σύνταξη (γλωσσολογία)|συντακτικό]], [[Σημασιολογία|σημασιολογικό]], [[Πραγματολογία|πραγματολογικό]]. Είναι δυνατή και η διπλή προσπέλαση ενός γλωσσολογικού επιπέδου, είτε από συγχρονική είτε από διαχρονική σκοπιά, π.χ. Συγχρονική ή [[Ιστορική σημασιολογία]] / Συγχρονική ή [[Διαχρονική σύνταξη]].