Τεχνίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον Texnikoi galatsi (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό DannyS712
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 7:
==Ετυμολογία==
[[Αρχείο:Zwei wandernde Gesellen, 2006.jpg|thumb|Γερμανοί τεχνίτες με παραδοσιακή ενδυμασία]]
Στα [[νέα ελληνικά]] η λέξη προέρχεται από την [[Αρχαία ελληνική γλώσσα|αρχαία ελληνική]] ''τεχνίτης''.<ref>{{Cite web|url=http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τεχνίτης&dq=|title=Λεξικό της κοινής νεοελληνικής |website=www.greek-language.gr|language=el |accessdate=242017-07-201724}}</ref> Η [[Αγγλική γλώσσα|αγγλική]] λέξη ''journeyman'' προέρχεται από την [[Γαλλική γλώσσα|γαλλική]] ''journée'', η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την [[Λαϊκή Λατινική γλώσσα|λαϊκή λατινική]] "diurnum" και την [[Κλασική λατινική γλώσσα|κλασική λατινική]] "dierum", που όλες σημαίνουν «ημέρα». Το όνομα αναφέρεται στο δικαίωμα ενός τεχνίτη να ζητά καθημερινά πληρωμή για την εργασία του. Ένας τεχνίτης είχε ολοκληρώσει τη μαθητεία αλλά εργαζόταν για άλλους,<ref>"Journeyman" def. 1. Oxford English Dictionary Second Edition on CD-ROM (v. 4.0), [[Oxford University Press]], 2009</ref> αλλά δεν ζούσε στη συντεχνία και μπορούσε να έχει δική του οικογένεια. Ένας τεχνίτης δεν μπορούσε να έχει υπαλλήλους. Εν αντιθέσει, ένας μαθητευόμενος ανήκε στον επικεφαλής του, συνήθως για χρονικό διάστημα επτά ετών, και ζούσε μαζί του ως μέλος του νοικοκυριού, λαμβάνοντας την αποζημίωση του με μορφή φαγητού, καταλύματος και εκπαίδευσης.
 
Σε τμήματα της Ευρώπης, όπως στη Μεσαιωνική [[Γερμανία]], η περιοδεία ενός τεχνίτη (''Wandergeselle''),<ref>Dicke, Hugo, and Hans H. Glismann. ''Vocational Training in Germany''. Kiel: Institut für Weltwirtschaft, 1994. σελ. 34.</ref> από πόλη σε πόλη για την απόκτηση εμπειριών σε διάφορα εργαστήρια, ήταν σημαντικό τμήμα της εκπαίδευσης ενός υποψηφίου. Οι [[Ξυλουργός|ξυλουργοί]] στην Γερμανία ακολουθούν ακόμη και σήμερα την παράδοση περιοδείας, αλλά ελάχιστοι την εφαρμόζουν. Στην [[Γαλλία]], οι περιοδεύοντες τεχνίτες ήταν γνωστοί ως compagnons.