Μιχάλης Κουνελάκης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
 
== Βιογραφικά στοιχεία ==
Ο Μιχάλης Κουνελάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898<ref>{{Cite journal|url=|title=Εκείνοι που έφυγαν: Μιχάλης Κουνελάκης|last=|first=|date=1966|journal=Θέατρο: έκδοση θεάτρου, μουσικής, χορού και κινηματογράφου|accessdate=|doi=|quote=|page=373}}</ref>{{efn|Ως έτος γέννησής του αναφέρεται σε κάποιες άλλες πηγές το έτος 1900.}} και για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε στη Ρουμανία. Φοίτησε στο [[Ζωγράφειο Λύκειο]] και έπειτα σπούδασε στο Βερολίνο (1922–1925) ιστορία της τέχνης,{{efn|Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες υποστηρίζεται —μάλλον λανθασμένα— ότι σπούδασε φιλολογία.}} αλλά και σκηνοθεσία<ref>{{Cite book|title=Η σκηνοθετική τέχνη στην Ελλάδα: η ανάδυση και η εδραίωση της τέχνης του σκηνοθέτη στο νεοελληνικό θέατρο|first=Αντώνης|last=Γλυτζουρής|publisher=Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης|isbn=978-960-524-330-2|year=2014|edition=2η|location=Ηράκλειο|page=163|quote=}}</ref> στο Θεατρικό Εργαστήριο του [[Μαξ Ράινχαρντ]]. Είχε προηγηθεί η μαθητεία του στη Δραματική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως και η συμμετοχή του ως μέλους του χορού στην παράσταση του ''Οιδίποδα Τυράννου,'' που δόθηκε από τον θίασο Βεάκη – Νέζερ στην Κωνσταντινούπολη (1921). Το 1925 προσπάθησε —χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία— να εργαστεί ως επαγγελματίας σκηνοθέτης στην Αθήνα. Εργάστηκε το 1925 στον θίασο Βεάκη–Νέζερ, σκηνοθετώντας λίγες παραστάσεις, και έπειτα αποχώρησε.<ref>Γλυτζουρής, Αντώνης, ''ό''.''π''., σ. 164-166164–166.</ref> Η αποτυχία αυτή σχετίζεται κυρίως με το γεγονός ότι το επάγγελμα του σκηνοθέτη δεν είχε ακόμα καθιερωθεί στην Ελλάδα εκείνη την εποχή και έπρεπε να υπάρξουν ισορροπίες με την ελληνική θεατρική παράδοση της διδασκαλίας των θεατρικών έργων και παραστάσεων από τους θιασάρχες ή τους λογίους – συγγραφείς. Στη συνέχεια, ο Μ. Κουνελάκης στράφηκε στην εκπαίδευση νέων ηθοποιών σε διάφορες δραματικές σχολές (Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, Δραματική Σχολή Ελληνικού Ωδείου κ.ά.). Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη θεατρική κριτική, την οποία άσκησε συστηματικά ως ένας από τους πρώτους επαγγελματίες κριτικούς θεάτρου και ανανεωτές της θεατρικής κριτικής στην Ελλάδα.<ref>{{Cite book|title=Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, Α΄ τόμος|first=Βαρβάρα|last=Γεωργοπούλου|publisher=Αιγόκερως|isbn=978-960-322-360-3|year=2008|location=Αθήνα|page=54|quote=}}</ref> Μέσα στη δεκαετία του '30 δημιούργησε κάποιους βραχύβιους θιάσους, στους οποίους οι ηθοποιοί ήταν συχνά μαθητές του (Μίμης Φωτόπουλος, Αδαμάντιος Λεμός κ.ά.) και παρουσίασε παραστάσεις σε διάφορα θέατρα και περιοχές της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Μεταπολεμικά, σκηνοθέτησε περιστασιακά για θιάσους του ελεύθερου θεάτρου (θίασος Αδ. Λεμού, θίασος Ά. Λώρη, θίασος Λ. Καλλέργη – Δ. Σκούρα κ.ά.).{{efn|Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο Μ. Κουνελάκης σταμάτησε να σκηνοθετεί επαγγελματικά με το τέλος του Μεσοπολέμου. Πιο πρόσφατες, όμως, μελέτες τεκμηριώνουν τη σκηνοθετική του παρουσία μέχρι και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1966.}}
 
Από τα νεανικά του χρόνια, παράλληλα με τις θεατρικές δραστηριότητές του, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική συγγραφή. Την εποχή που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα στα περιοδικά ''Ο Λόγος'' και ''Νέα Ζωή'', ενώ στην Πόλη εξέδωσε και το πρώτο του μυθιστόρημα (''Το παιδί της θάλασσας'', 1920). Όσο σπούδαζε στο Βερολίνο, αρθρογραφούσε στον ελληνικό Τύπο κυρίως για τις θεατρικές εξελίξεις στη Γερμανία. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αφοσιώθηκε κυρίως στη συγγραφή θεατρικών έργων, πολλά από τα οποία παραστάθηκαν από γνωστούς θιάσους της Αθήνας. Επίσης, ασχολήθηκε και με τη μετάφραση τόσο θεατρικών έργων όσο και θεατρικών μελετημάτων και άρθρων. Περιστασιακά εργάστηκε και στον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος, αλλά και στο ραδιόφωνο ως σκηνοθέτης θεατρικών ραδιο–παραστάσεων. Διετέλεσε μέλος της Ένωσης Μουσικών και Θεατρικών Κριτικών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Υπήρξε παντρεμένος με τη Φλώρα Βάου, ενώ η ηθοποιός Μιράντα Κουνελάκη ήταν ανιψιά του. Πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1966 και θάφτηκε στο Κοιμητήριο Ζωγράφου.
Γραμμή 12:
Η πρώτη επαγγελματική σκηνοθεσία του Μ. Κουνελάκη στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1925, με την παράσταση ''Οιδίπους Τύραννος'' από τον θίασο Βεάκη – Νέζερ.{{efn|Παράσταση όπου μάλλον ο ρόλος του ήταν διεκπεραιωτικός, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ο Βεάκης και ο Νέζερ επέλεξαν να ακολουθήσουν τη διδασκαλία της παράστασης που είχε σκηνοθετήσει ο Φώτος Πολίτης.}} Η συνεργασία του με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και του Χριστόφορου Νέζερ απέδωσε τρεις ακόμα θεατρικές παραγωγές (''Ο φιλάργυρος'', ''Οι δίδυμοι του Μπράιτον'', ''Σέντζας''). Μετά τη μάλλον απογοητευτική εμπειρία<ref>{{Cite news|url=|title=Η σκηνοθεσία. Η Ελλάς δεν ανέχεται τας ειδικότητας|last=Κουνελάκης|first=Μιχάλης|work=Ελεύθερος Τύπος [Αθήνα]|date=14/06/1925|page=|archive-url=|archive-date=|accessdate=|via=}}</ref> από τη συνεργασία του με τον θίασο Βεάκη–Νέζερ, επικεντρώθηκε επαγγελματικά στη θεατρική κριτική και στη διδασκαλία σε δραματικές σχολές. Ως κριτικός αρθρογράφησε σε εφημερίδες και σε περιοδικά τέχνης (''Πολιτεία'', ''Ελεύθερος Λόγος'', ''Βραδυνή'', ''Μουσικά Χρονικά'' κ.ά.) από τα μέσα της δεκαετίας του '20 έως τα μέσα της δεκαετίας του '30. Τα κριτικά του σημειώματα χαρακτηρίζονταν από τη γνώση και κατανόηση των θεατρικών ρευμάτων της πρωτοπορίας στην Ευρώπη, από την προσπάθεια ανάδειξης της σημασίας του επαγγέλματος του σκηνοθέτη και από την προώθηση ανανεωτικών πρακτικών στον τρόπο συγγραφής των κριτικών κειμένων (διαχωρισμός δράματος από παράσταση, χωριστή τεκμηρίωση των συντελεστών μιας παράστασης). Μέσα, λοιπόν, από τις κριτικές του πήρε μέρος και στη συζήτηση που διεξαγόταν μεταξύ των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής για μια σειρά θεωρητικών ζητημάτων αναφορικά με τη θεατρική κριτική.<ref>{{Cite book|title=Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, Β' τόμος|first=Βαρβάρα|last=Γεωργοπούλου|publisher=Αιγόκερως|isbn=978-960-322-361-0|year=2008|location=Αθήνα|page=367|quote=}}</ref> Το 1927 έδωσε μία σειρά διαλέξεων για το επάγγελμα του σκηνοθέτη και την έννοια της σκηνοθεσίας. Οι διαλέξεις αυτές συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε μονογραφία. Η συγκεκριμένη έκδοση αποτέλεσε το πρώτο και μοναδικό αυτοτελές δοκίμιο που εκδόθηκε στην Ελλάδα έως και το τέλος του Μεσοπολέμου και που αναφερόταν στον ρόλο του σκηνοθέτη.<ref>Γλυτζουρής, Αντώνης. ''ό''.''π''., σ. 165.</ref>
 
Παράλληλα, στις διάφορες δραματικές σχολές, όπου δίδαξε, προσπάθησε να καθιερώσει, τις νέες ευρωπαϊκές ερμηνευτικές και σκηνοθετικές τάσεις (παραστάσεις συνόλου κ.ά.) και να φέρει τους μαθητές του σε επαφή με τη σύγχρονή τους πρωτοποριακή δραματουργία. Επιπλέον, υπήρξε από τους πρώτους που δίδαξαν το μάθημα της σκηνοθεσίας στην Ελλάδα (Εθνικό Ωδείο).<ref>Γλυτζουρής, Αντώνης. ''ό''.''π''., σ. 269.</ref> Επεδίωκε να φέρει τους μαθητές του σε επαφή με τη σύγχρον'''ή''' τους πρωτοποριακή δραματουργία. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, συχνά στις παραστάσεις επίδειξης των δραματικών σχολών επέλεγε και παρουσίαζε μεταξύ άλλων και θεατρικά έργα της πρωτοπορίας, πολλά από τα οποία παίζονταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Κάποια από τα έργα αυτά ήταν: η σουρεαλιστική σάτιρα ''Κνόκ ή ο θρίαμβος της ιατρικής'' του [[Ζυλ Ρομαίν]] (Ωδείο Πειραιά, 1928), το νατουραλιστικό δράμα του [[Άρτουρ Σνίτσλερ]] ''Κληροδότημα'' (Ωδείο Αθηνών, 1928)'','' τα μονόπρακτα του [[Αντόν Τσέχωφ|Αντόν Τσέχοφ]] ''Κύκνειο άσμα'' (Ωδείο Αθηνών, 1929) και ''Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού'' (Ωδείο Αθηνών, 1930) κ.ά.<ref>{{Cite book|title=Εκσυγχρονισμός ή παράδοση; Το θέατρο πρόζας στην Αθήνα του Μεσοπολέμου|first=Αρετή|last=Βασιλείου|publisher=Μεταίχμιο|isbn=960-375-810-8|year=2005|location=Αθήνα|page=178, 203, 263|quote=}}</ref> Σύμφωνα με μαρτυρίες, σε κάποιες από τις παραστάσεις επίδειξης που παρουσίασε συμμετείχε και ως ηθοποιός.<ref>{{Cite book|title=Τα έργα του Τσέχοφ στην ελληνική σκηνή (1902-19931902–1993) [διδακτορική διατριβή]|first=Κωνσταντίνος|last=Κυριακός|publisher=Α.Π.Θ. - Τμήμα Φιλολογίας|isbn=|year=1995|location=Θεσσαλονίκη|page=442|quote=}}</ref> Για τις ανάγκες των παραστάσεων αυτών συχνά ο Κουνελάκης μετέφραζε και διασκεύαζε ο ίδιος τα θεατρικά κείμενα (Τσέχοφ, Χάουπτμαν), αρκετά από τα οποία —σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής— αποδίδονταν με τους τίτλους παραλλαγμένους σε σημαντικό βαθμό, π.χ. το ''Κύκνειο άσμα'' του Τσέχοφ αποδόθηκε ως ''Τραγικός χωρίς να το θέλει''. Τον ρόλο του μεταφραστή τον διατήρησε και ως ανεξάρτητη επαγγελματική ιδιότητα, μεταφράζοντας και για επαγγελματικούς θιάσους (''Τιτάνικ Βαλς'', θίασος Κοτοπούλη κ.ά.).
 
Στα τέλη του 1932 δημιούργησε τον θίασο «Καλλιτεχνικόν Θέατρον Αθηνών» με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, οι οποίοι είχαν υπάρξει μαθητές του. Ο Μ. Κουνελάκης είχε αναλάβει τη διεύθυνση του θιάσου, τη σκηνοθεσία των παραστάσεων και ενίοτε και τις μεταφράσεις των έργων. Αρχικά, ο θίασος έδωσε κάποιες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (''Πειρασμός'', ''Ο θειόκας ονειρεύθηκε'') και έπειτα εγκαταστάθηκε για λίγους μήνες στο Θέατρο Ατλαντίς (Εξάρχεια).<ref>Βασιλείου, Αρετή. ό.''π''., σ. 64.</ref> Από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1933 παρουσίασε δώδεκα θεατρικές παραγωγές έργων, κυρίως του σύγχρονου ξένου δραματολογίου. Το ελληνικό ρεπερτόριο του θιάσου απαρτιζόταν από τέσσερα ελληνικά θεατρικά έργα νέων συγγραφέων (''Αγάπες'' του Δ. Μπόγρη, ''Χρυσές καρδιές'' του Τ. Ραυτόπουλου, ''Η εξέλιξις'' του Γ. Κούρτη και ''Καμπούρης'' του Κ. Βαλασίδη). Η κριτική αρχικά ήταν θετική ως προς την προσπάθεια δημιουργίας ενός θιάσου με καλλιτεχνικές βλέψεις. Στην πορεία όμως, η πλειονότητα των κριτικών αδιαφόρησε για τις παραστάσεις του θιάσου ή ήταν επικριτική.<ref>Γεωργοπούλου, Βαρβάρα (Α' τόμος). ''ό''.''π''., σ. 197-198197–198</ref> Υπάρχουν αρνητικές αναφορές άλλοτε για την ποιότητα των παραστάσεων και των ερμηνειών άλλοτε για τις επιλογές του δραματολογίου. Ο Κουνελάκης, σε αντίθεση με τις παραστάσεις επίδειξης των δραματικών σχολών, όπου συχνά επέλεγε να παρουσιάσει έργα που θεωρούνταν ότι ανήκαν στην πρωτοπορία της εποχής, όταν δημιούργησε το δικό του θεατρικό σχήμα, ακολούθησε την επικρατούσα παράδοση με το ανέβασμα συμβατικών έργων ρεαλισμού —τα γνωστά «καλοφτιαγμένα» έργα— και βουλεβάρτων.<ref>Βασιλείου, Αρετή. ''ό''.''π''., σ. 330.</ref> Οι επιλογές αυτές μάλλον καθορίστηκαν από τις οικονομικές ανάγκες του θιάσου. Στη συνέχεια ο θίασος συνεργάστηκε με τον παλαίμαχο τότε ηθοποιό Θεμιστοκλή Νέζερ, με τη βοήθεια του οποίου παρουσίασε μια σειρά παραστάσεις σε διάφορα μέρη στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Η προσπάθεια αυτή με τα τότε θεατρικά δεδομένα θύμιζε περισσότερο μπουλούκι, ίσως με βάση τις σημερινές θεατρικές πρακτικές να μπορεί να ιδωθεί ως μια πρώιμη προσπάθεια θεατρικής αποκέντρωσης.<ref>{{Cite book|title=Η απαγωγή της Σμαράγδως [θεατρικό πρόγραμμα]|first=Γιώργος|last=Χατζηδάκης|publisher=Εθνικό Θέατρο|isbn=|year=1995|chapter=Αναζητώντας τον Μιχάλη Κουνελάκη|location=Αθήνα|page=20|quote=}}</ref>
 
Στο πλαίσιο αυτής της «θεατρικής αποκέντρωσης» ο Μ. Κουνελάκης συγκρότησε τον θίασο «Νέα Σκηνή» και την περίοδο 1938/39 οργάνωσε μία σειρά από περιοδείες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας (Πάτρα, Βόλος κ.ά.). Το ρεπερτόριο που κατάρτισε περιελάμβανε κυρίως έργα νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων και δευτερευόντως ξένων σύγχρονων δημιουργών. Ενδεικτικά αναφέρονται: οι κωμωδίες του [[Θεόδωρος Συναδινός|Θεόδωρου Συναδινού]] ''Καλώς ήλθες'' και ''Ευτυχώς επτωχεύσαμεν'', το έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου ''Φοιτητές'', η κωμωδία του Ντάριο Νικοντέμι ''Η σκιά,'' μια θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του [[Εμίλ Ζολά]] ''Η ταβέρνα''. Η τελευταία επαγγελματική σκηνοθετική του προσπάθεια για την περίοδο αυτήν εντοπίζεται τον Αύγουστο του 1939, όταν παρουσίασε με το νέο θεατρικό του σχήμα, τη «Νεοελληνική Σκηνή», το έργο του Δημήτρη Βουρνά ''Καθόμαστε σε πολυκατοικίες'' (Θέατρο Δελφοί).
 
Μία ακόμα πτυχή της καλλιτεχνικής του πολυπραγμοσύνης αποτέλεσε η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο. Το 1930 σκηνοθέτησε τη βουβή ελληνική ταινία ''Τα γαλάζια κεριά'', η οποία βασιζόταν στο μυθιστόρημα του Σπύρου Ποταμιάνου ''Το αγκάθι''. Επίσης, ασχολήθηκε και με την κινηματογραφική εταιρεία Ακρόπολις Φιλμ.<ref>{{Cite news|url=https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=45877&seg=0&current=10494675|title=Σκηνοθεσία: πως γίνεται το θέατρον. Η Ελλάς δεν ανέχεται τας ειδικότητας|last=|first=|work=Ελεύθερος Τύπος [Αθήνα]|date=14-/06-/1925|page=1|archive-url=|archive-date=|accessdate=22 Αυγούστου 2020|via=}}</ref>
 
=== Μεταπολεμική περίοδος ===
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μ. Κουνελάκης επικεντρώθηκε στη διδασκαλία στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε εκείνη την περίοδο, και στη συγγραφή θεατρικών έργων. Το έργο του ''Τα μάγια'' διακρίθηκε το 1941 στον Καλοκαιρίνειο Δραματικό Διαγωνισμό που διοργάνωνε ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός. Το 1944 έγραψε τη σατιρική κωμωδία ''Η απαγωγή της Σμαράγδως'', το πιο αναγνωρισμένο και πολυπαιγμένο έργο του, το οποίο υπέβαλε στο Εθνικό Θέατρο, χωρίς όμως θετική εξέλιξη.<ref>{{Cite news|url=|title=Η σημερινή πρώτη|last=Κουνελάκης|first=Μιχάλης|work=Τα Νέα [Αθήνα]|date=09/08/1947|page=2|archive-url=|archive-date=|accessdate=|via=}}</ref> Η πρώτη θεατρική παραγωγή τού έργου έγινε το καλοκαίρι του 1947 από την Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου του [[Τζαβαλάς Καρούσος|Τζαβαλά Καρούσου]]{{efn|Ο Καρούσος θα εντάξει την ''Απαγωγή της Σμαράγδως'' στο ρεπερτόριο του θιάσου του και θα επαναλάβει παραστάσεις της σε αρκετές περιοδείες του τα μετέπειτα χρόνια.}} (Θέατρο Μακέδο) και γνώρισε την ανταπόκριση του κοινού, με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί αμέσως στο ρεπερτόριο και άλλων θιάσων (Θίασος Νέων Καλλιτεχνών 1948, Θίασος Αδ. Λεμού 1948, Θίασος Β. Αργυρόπουλου 1949). Η κωμωδία αυτή γνώρισε αρκετές ακόμα παραγωγές κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών (Κ.Θ.Β.Ε. 1977, Εθνικό Θέατρο 1995 κ.ά.), ενώ εξακολουθεί να παίζεται μέχρι και σήμερα τόσο από επαγγελματικούς όσο και από ερασιτεχνικούς θιάσους. Οι θεατρικοί κριτικοί στην πλειονότητά τους υποδέχτηκαν το έργο με θετικά σχόλια, κατατάσσοντάς το στα άρτια, σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα<ref>{{Cite news|url=|title="Η απαγωγή της Σμαράγδως". Κωμωδία του κ. Μιχ. Κουνελάκη, "Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου"|last=Παράσχος|first=Κλέων|work=Η Καθημερινή [Αθήνα]|date=12/08/1947|page=|archive-url=|archive-date=|accessdate=|via=}}</ref> και θεωρώντας το μία από τις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες<ref>{{Cite book|title=Το ελληνικό θέατρο, τόμος Δ΄: 1945-19481945–1948|first=Άλκης|last=Θρύλος|publisher=Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη|isbn=|year=1978|location=Αθήναι|page=339|quote=}}</ref>. Εντελώς αντίθετη αντιμετώπιση είχαν τα επόμενα έργα του Μ. Κουνελάκη που ανέβηκαν επί σκηνής, τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική (''Τα δίδυμα της Αγίας Ελεούσας'', ''Το ενοικιοστάσιο'', ''Ερωτική καθοδήγηση'', ''Ο Θεόφιλος και οι κληρονόμοι του'', ''Κωμωδία της ευτυχίας''). Οι κριτικές υπήρξαν έντονα αρνητικές, στα όρια της απαξίωσης του συγγραφέα, στοιχείο που συμπυκνώνεται σε μεταγενέστερο σχόλιο του εκδότη του περιοδικού «Θέατρο»: «Θα μείνει μόνο η "Αρπαγή της Σμαράγδως". Κι αν είχε κάνει μόνον αυτό στη ζωή του, θα ήταν πολύ πιο κερδισμένος».<ref>{{Cite journal|url=https://ejournals.lib.uoc.gr/index.php/theatre/issue/view/60/ΘΕΑΤΡΟ%20Χρόνος%20Ε%27%2C%20Τεύχος%2025%2C%20Γενάρης%20-%20Φλεβάρης%201966|title=Το δίμηνο|last=|first=|date=Γενάρης - Φλεβάρης 1966|journal=Θέατρο|accessdate=25 Αυγούστου 2020|doi=|quote=|issue=25|page=58}}</ref> Τέλος, κάποια από τα θεατρικά του έργα δεν παραστάθηκαν ποτέ στο επαγγελματικό θέατρο (''Τα μάγια'', ''Ο έφεδρος'' κ.ά.).
 
Το καλοκαίρι του 1946 ο Μ. Κουνελάκης δημιούργησε τον τελευταίο θίασό του, την «Ελληνική Κωμωδία». Με έδρα το θέατρο Βέρα παρουσίασε δύο παραγωγές: το έργο ''Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν'' του [[Τίμος Μωραϊτίνης|Τίμου Μωραϊτίνη]] και ''Ο απένταρος εκατομμυριούχος'' του Νίκου Βυζαντινού. Η επόμενη σκηνοθετική δουλειά του πραγματοποιήθηκε στον θίασο του παλιού μαθητή του, του Αδ. Λεμού, με την παρουσίαση του έργου ''Τιτάνικ βαλς'' του Τούντορ Μουσατέσκο (Διονύσια, 1949). Το 1954 επανήλθε σκηνοθετικά στο ίδιο έργο για λογαριασμό του θιάσου Λ. Καλλέργη – Δ. Σκούρα, παρουσιάζοντάς το όμως υπό τον τίτλο ''Βουλευτής με το ζόρι'' (θέατρο Ραντάρ, 1954).<ref>{{Cite book|title=Το νεοελληνικό θέατρο στα μεταπολεμικά χρόνια (1944-19671944–1967) [διδακτορική διατριβή]|first=Ελένη|last=Σταματοπούλου|publisher=Α.Π.Θ. - Σχολή Καλών Τεχνών - Τμήμα Θεάτρου|isbn=|year=2017|chapter=Παράρτημα: παραστασιογραφία|location=Θεσσαλονίκη|page=|url=https://ikee.lib.auth.gr/record/294798/files/GRI-2017-20463-2.pdf|quote=}}</ref> Το καλοκαίρι του 1954 πραγματοποίησε μία ακόμα σκηνοθεσία —μάλλον και την τελευταία του σε επαγγελματικό θίασο— με την παράσταση του έργου του Θ. Συναδινού ''Σατανάς'' (θίασος Άννας Λώρη). Επιπλέον, το 1952 ο Μ. Κουνελάκης σκηνοθέτησε στο αρχαίο θέατρο του Άργους την παράσταση ''Παλαμήδης'', στο πλαίσιο μίας συνεργασίας τού τοπικού Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός» και του θεατρικού παραρτήματος του Ελληνικού Ωδείου στο Ναύπλιο.<ref>{{Cite book|title=Θέατρο και Δημοκρατία: με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (Πρακτικά Ε' Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου, Αθήνα 2014), Α΄ τόμος|first=Μαρία|last=Βελιώτη - Γεωργοπούλου|publisher=ΕΚΠΑΕ.Κ.Π.Α. - Τμήμα Θεατρικών Σπουδών|isbn=978-618-84080-3-6|year=2018|chapter=Η ναυπλιακή τραγωδία Παλαμήδης|location=Αθήνα|page=157-158157–158|quote=}}</ref>{{efn|Μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων φορέων υπογράφτηκε λεπτομερής σύμβαση συνεργασίας με αναφορές στους συντελεστές, στις ημερομηνίες και στις αμοιβές.}} Στην παράσταση αυτή συμμετείχαν μαθητές του Ωδείου ως μέλη του χορού και επαγγελματίες ηθοποιοί στους βασικούς ρόλους (Μ. Κατράκης, Β. Ανδρεόπουλος, Δ. Βεάκης, Ν. Περγιάλης κ.ά). Πρόκειται για μια παράσταση, η εξέταση της οποίας, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει στοιχεία για το εύρος των δράσεων του Ελληνικού Ωδείου υπό τη διεύθυνση του Μ. Κουνελάκη,{{efn|Η λειτουργία του Παραρτήματος του Ωδείου στο Ναύπλιο (1946–1963) σχεδόν ταυτίζεται με τη θητεία του Μ. Κουνελάκη στη διεύθυνση του Ωδείου.}} για τη συμβολή του στο «μπόλιασμα» των παραστάσεων επίδειξης των δραματικών σχολών με το ημι-επαγγελματικό θέατρο, αλλά και για την ενασχόληση του ίδιου του Κουνελάκη με το ημι-επαγγελματικό θέατρο.
 
Τέλος, κατά τη δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία ασχολήθηκε συστηματικά με την παρουσίαση θεατρικών έργων στο ραδιόφωνο είτε ως σκηνοθέτης είτε ως συγγραφέας ή μεταφραστής. Παρουσίασε κάποια θεατρικά κείμενα που έγραψε ο ίδιος ειδικά για το ραδιόφωνο (''Ερωτική απαγωγή'', ''Απ’ το παράθυρο'', ''Η γούνα''), αλλά και μια σειρά έργα πρόζας άλλων δραματουργών. Αναφέρονται ενδεικτικά: ''Το κύκνειο άσμα'' του Α. Τσέχοφ με ερμηνευτή τον Αιμ. Βεάκη (1951), το έργο του [[Δημήτριος Κορομηλάς|Δ. Κορομηλά]] ''Η τύχη της Μαρούλας'' (1952), το μονόπρακτο του Γρ. Ξενόπουλου ''Καβαλλερία Ποπολάνα'' (1955) κ.ά. Παράλληλα, διασκεύασε και σκηνοθέτησε για το ραδιόφωνο και κάποιες οπερέτες, όπως: ''Η κόρη της καταιγίδας'' του [[Θεόφραστος Σακελλαρίδης|Θ. Σακελλαρίδη]] (1958), ''Η γυναίκα του δρόμου'' του [[Νίκος Χατζηαποστόλου|Ν. Χατζηαποστόλου]], ''Όνειρο αποκριάτικης'' ''βραδιάς'' των Τ. Μωραϊτίνη και Ιωσήφ Ριτσιάρδη (1959) κ.ά. Επίσης, έγραψε και το σενάριο για την κινηματογραφική ταινία ''Άντρα θέλω με πυγμή'' (1959) της Νικόλς Φίλμ με πρωταγωνίστρια την [[Καλή Καλό]].