Γάρος (καρύκευμα): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 79.166.21.83 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό InternetArchiveBot
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 3:
 
== Προέλευση και παρασκευή ==
Ο γάρος ήταν πολύ διαδεδομένος στην [[ρωμαϊκή εποχή]]. Ήταν υγρός ζωμός, λιπαρής υφής, κεχριμπαρένιου χρώματος, με ευχάριστη λεπτή αλλά και πικάντικη γεύση. Η προέλευσή του ήταν από την [[Αρχαία Ελλάδα|Ελλάδα]],<ref>όπως αναφέρει ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος|Πλίνιος]] στο ''naturalis historia'' 31,93 ή ο [[Αυσόνιος]] στο ''epistulae 25''</ref> συγκεκριμένα στην [[Καρχηδόνα]]. Αρχικά ο γάρος παρασκευάζονταν από [[Σαρδέλα|σαρδέλες]] και, τον γνωστό [[γαύρος|γαύρο]].<ref>ο Πλίνιος λέει: ''[garum] olim conficiebatur ex pisce quem Graeci garon vocabant'').</ref> Αργότερα ομως εκτός από σαρδέλες χρησιμοποιούνταν και άλλα ψαρικά, [[Τόνος (ψάρι)|τόνους]], [[χέλι]]α, [[σκουμπρί|σκουμπριά]], που τα πάστωναν και τα άφηναν ολόκληρα και ακαθάριστα με τα εντόσθια στον [[Ήλιος|ήλιο]] για να ξηραθούν. Μετά από μια εβδομάδα περίπου τα συνέθλιβαν, και τον ζωμό τον περνούσαν διαδοχικά από όλο και πιο λεπτό πανί, μέχρι που καθάριζε και γινόταν σαν αγνό λάδι. Οι λεπτομέρειες της παρασκευής του γάρου μας είναι γνωστές, διότι περιγράφονται σε αρχαία κείμενα.<ref>π.χ. [[γεωπονικά]] 20,46.</ref>
 
Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως βιοτεχνίες παραγωγής γάρου στις ακτές της [[Βόρεια Αφρική|βόρειας Αφρικής]], της [[Πορτογαλία|Πορτογαλίας]], και αλλού στη [[Μεσόγειος Θάλασσα|Μεσόγειο]]. Οι βιοτεχνίες αυτές βρίσκονταν στην ύπαιθρο και μακριά από τις κατοικημένες περιοχές, γιατί αφενός μεν χρειάζονταν μεγάλοι χώροι για την αποξήρανση των ψαριών, αφετέρου δε το στάδιο της ξήρανσης και σύνθλιψης συνοδευόταν από έντονη δυσοσμία, σε αντίθεση με το τελικό προϊόν, που ήταν εύοσμο και πολύ εύγευστο.
Γραμμή 11:
 
==Χρήση και εμπόριο==
Ο γάρος ήταν πολύ διαδεδομένος στην ρωμαϊκή εποχή. Το ρωμαϊκό βιβλίο μαγειρικής του 1ου αιώνα «[[De re coquinaria|''De re coquinaria'']]» αναφέρει τον γαύρο ως συστατικό στις περισσότερες συνταγές. Συναντάται ως σάλτσα με [[κρασί]] (''oenogarum''), [[Ξίδι|ξύδι]] (''oxygarum''), με [[Πέπερι το μέλαν|πιπέρι]] (''garum piperatum''), με λάδι (''oleogarum'') ή και με νερό (''hydrogarum''). Επίσης είχε φαρμακευτικές ιδιότητες και το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία από δάγκωμα σκυλιού, κατά της γαστρεντερίτιδας και άλλων συναφών ασθενειών. Εμφιαλωμένος γαύρος (σε αμφορείς) βρέθηκε στο [[Αρχαία Αίγυπτος|αιγυπτιακό]] λατομείο [[Μονς Κλαουντιάνους]] που προορίζονταν για τη σίτιση των εργατών, ενώ επίσης στην Πομπηία βρέθηκε πλήθος αμφορέων με τον ζωμό αυτό. Οι ετικέτες των αμφορέων («''tituli picti''») αναφέρουν τα είδη «''per se''», «''castum''», «''flos''» (ανθός), σπάνια «''vetus''» (παλαιό), ενώ συναντάμε και τις διαβαθμίσεις στην ποιότητα «''optimum''», «''primum''», «''secundum''», ακόμα και το είδος ψαριού, π.χ. «''scombri''». Υπήρχαν και μεγαλέμποροι, όπως μια εταιρία που διέθετε τη μάρκα «''garum sociorum''» [[Ισπανία|ισπανικής]] προέλευσης από την [[Καρθαγένη]].<ref>[[Robert Étienne]]: ''A propos du garum sociorum.'' Latomus 29,1970, 297- 313.</ref>
 
Από τον 1ο αιώνα και μετά η ονομασία «''liquamen''» συναντάται ολοένα και συχνότερα αντικαθιστώντας το «''garum''» γρήγορα με την πάροδο του χρόνου. Κυριότερος παραγωγός και διανομέας είναι τώρα ο «''Aulus Umbricius Scaurus''» στην Πομπηία, τον οποίο συναντάμε σε πολλές πηγές, ενώ το όνομά του συναντάται στο 31% των σχετικών αμφορέων που βρέθηκαν στην [[Πομπηία]] και το [[Ερκολάνουμ]]. Ψηφιδωτά που εικονίζουν αμφορείς με το όνομα του Σκαύρου διακοσμούσαν τα δάπεδα μιας μεγάλης έπαυλης στην Πομπηία.
 
Ο γάρος ήταν σημαντικό εμπορικό προϊόν για την εξαγωγή με προορισμούς σε όλη τη [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]].