Δηνάριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Το '''δηνάριο''', λατιν. denarius, ήταν ένα σταθερό Ρωμαϊκό αργυρό νόμισμα από την εισαγωγή του κατά τον Β΄ Εμφύλιο Πόλεμο περί το 211 π.Χ. ως τη βασιλεία του [[Γορδιανός Γ΄|Γορδιανού Γ΄]] (βασ. 238 μ.Χ.-244), ότανοπότε αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τον [[Αντωνινιανός|αντωνιανό]]. Συνέχισε να κόβεται σε πολή μικρές ποσότητες, πιθανά για χρήση σε τελετές, ως και κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας (293-313).
 
Η λέξη ''δηνάριο'' προέρχεται από τη λατινική λέξη dēnī, που σημαίνει "περιέχει δέκα", καθώς η αξία του ήταν 10 [[Ασσάριο|ασσάρια]] (assēs). Σε πολλές γλώσσες, λέξεις που προέρχονται από το ''δηνάριο'', σημαίνουν "χρήμα", πρβλ. ιταλ. denaro, πορτογαλ. dinheiro, ισπαν. dinero. To δηνάριο επιζεί στο νόμισμα [[Ντινάρ|dinar]] πολλών ισλαμικών χωρών.
Γραμμή 6:
 
==Ιστορία==
Ένας πρόδρομος του δηναρίου κόπηκε πρώτα το 269/268 π.Χ., πέντε έτη πριν τον Α΄ Εμφύλιο Πόλεμο με βάρος κατά μέσο όρο 6,81 γραμ. ή 1/48 της Ρωμαϊκής λίβρας. Η επαφή με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας δημιούργησε την ανάγκη για αργυρό νόμισμα, εκτός από το ορειχάλκινο νόμισμα που οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την εποχή αυτή. Αυτός ο πρόδρομος του δηνάριου ήταν ένα σε Ελληνική τεχνοτροπία αργυρό νόμισμα, που έκοβε η Νεάπολις και οι άλλες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Τα πρώτα αυτά δηνάρια είχαν επιγραφές, που έδειχναν ότι είχαν κοπεί στη Ρώμη, αλλά η τεχνοτροπεία τους έμοιαζε με τα Ελληνικά αντίστοιχά τους. Σπάνια κυκλοφορούσαν στη Ρώμη, αν κρίνουμε από τα ευρήματα και τους θησαυρούς νομισμάτων και μάλλον χρησιμοποιήθηκαν για να αγοράζουν προμήθειες από τους Έλληνες ή για να πληρωθούν ξένοι μισθοφόροι.
 
Το πρώτο διακριτό Ρωμαϊκό αργυρό νόμισμα εμφανίστηκε περί ο 226 π.Χ. Οι κλασσικοί ιστορικοί καλούν μερικές φορές το νόμισμα αυτό ως ''βαρύ δηνάριο'', αλλά οι νομισματολόγοι της εποχής μας το ταξινομούν ονομαζοντάς το ''με το τέθριππο (quadrigatus)'', ένας όρος που διασώζεται σε ένα ή δύο αρχαία κείμενα και προέρχεται από ένα τέθριππο (qudriga) στην οπίσθια όψη. Αυτό το θέμα, και το άρμα με δύο ίππους (biga), που χρησιμοποιήθηκε στην οπίσθια όψη σε μερικά πρώιμα δηνάρια, ήταν το αρχέτυπο για τα πιο πολλά σχέδια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε Ρωμαϊκά αργυρά νομίσματα για μία σειρά ετών.
 
Η Ρώμη αναθεώρησε τα νομίσματά της λίγο πριν το 211 π.Χ. και εισήγαγε το δηνάριο παράλληλα με μία βραχύβια υποδιαίρεση, που ονόμασε βικτοριάτο (victoriatus). Το δηνάριο περιείχε κατά μέσο όρο 4,5 γραμμ. άργυρο (1/72 της Ρωμαϊκής λίβρας) και αρχικά είχε την ισοτιμία 10 ασσαρίων, απόόπου και το όνομά του, που σημαίνει "δεκάρικο". Αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του Ρωμαϊκού νομίσματος σε όλη τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και την πρώιμη Αυτοκρατορία.
 
Το δηνάριο άρχισε να παθαίνει μία αργή υποτίμηση προς το τέλος της περιόδου της Δημοκρατίας. υπό τν εξουσία του Αυγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) το βάρος του έπεσε στα 3,9 γραμ. (ένα θεωρητικό βάρος το 1/84 της Ρωμαϊκής λίβρας). Έμεινε σχεδόν σε αυτό το βάρος ως την εποχή του νέρωνα (37 .Χ.-68), όταν μειώθηκε στο 1/96 της λίβρας (3,4 γραμ.). Η μείωση της περιεκτικότητας σε άργυρο συνεχίστηκε και μετά τον Νέρωνα. Μετέπειτα Ρωμαίοι αυτοκράτορες επίσης ελάττωσαν το βάρος του αργύρου σε 3 γραμ. περί το τέλος του 3ου αι.
 
Η αξία του κατά την εισαγωγή του ήταν 10 ασσάρια, δίνοντας στο δηνάριο το όνομά του, που μεταφράζεται ως "περιέχει δέκα". Περί το 141 π.Χ. επαναπροσδιορίστηκε η ισοτιμία του σε 16 ασσάρια, για να αντανακλά τη μείωση σε βάρος. Το δηνάριο συνέχισε να είναι το κύριο νόμισμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ώσπου αντικαταστάθηκε από τον ονομαζόμενο αντωνινιανό στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Το τελευταίο δηνάριο εκδόθηκε από τον Αυρηλιανό το 270-275 και κατά τα πρώτα έτη του Διοκλητιανού. (''A Dictionary of Ancient Roman Coins'' John R. Melville-Jones, 1990).
 
==Υποτίμηση και εξέλιξη==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Δηνάριο"