Σχίσμα του 1054: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 149:
===Η Σύνοδος της Λυών (1274)===
Ο [[Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος|Μιχαήλ Η']] επειδή διέβλεπε την δυτικόθεν απειλή διαρκή<ref>Ο Κάρολος του Ανζού βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας συμμαχεί με τον Βαλδουίνο και τον [[Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος|Γουλιέλμο Βιλαρδουίνο]] για να ανακτήσουν την [[Κωνσταντινούπολη]]. Donald Nicol, Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Μάριος Μπλέτας, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2007, σελ.24 </ref>, θέλησε να προσεγγίσει την Ρώμη και το 1262 προσέγγισε τον [[Πάπας Ουρβανός Δ΄ |Πάπα Ουρβανό Δ']] αλλά επειδή ο πάπας πέθανε<ref>Αρχικά δεν έθιξε το ζήτημα της ένωσης ο Μιχαήλ επειδή ήταν πρόσφατη η ήττα των Λατίνων το 1261. Το 1262 όμως άρχισε να μιλά υπαινικτικά γι αυτήν, κάτι που ικανοποίησε τον Πάπα. Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.113,116-117</ref> οι επαφές έγιναν με τον λιγότερο διαλλακτικό διάδοχό του Κλήμη Δ' ,ο οποίος αξίωνε υποταγή στη Ρωμαιοκαθολική πίστη και πρωτοκαθεδρία.<ref>Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.155-158</ref> Οι απόλυτες αυτές αξιώσεις οδήγησαν σε μια στασιμότητα την οποία θέλησε να σπάσει ο [[Πάπας Γρηγόριος Ι΄|Πάπας Γρηγόριος Ι']] με τελεσίγραφό του στην Βυζαντινή πλευρά. Ο Μιχαήλ υπό την πίεση αυτή έστειλε αντιπροσώπους οι οποίοι τελικά δέχθηκαν τα πρωτεία του Πάπα, το filioque και συμφώνησαν στην αποκατάσταση του ονόματος του Πάπα στα δίπτυχά τους. <ref>Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.200 Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εκδ. Καραβία, Αθήναι 1969, σελ. 195 κ. εξ</ref>Στην πραγματικότητα για την Ελληνική πλευρά δεν ήταν παρά μια ''ληστρική σύνοδος'' κι όχι οικουμενικη όπως τη θεωρούσαν οι Λατίνοι, διότι δεν συμμετείχαν σε αυτήν αντιπρόσωποι των ορθοδόξων Πατριαρχείων αλλά μόνο του Αυτοκράτορα.<ref>Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.198, υποσ. 20</ref>
Ο [[Πατριάρχης Ιωσήφ Α΄|Πατριάρχης Ιωσήφ Α']] δεν τηντη δέχθηκε ενώ ο αρχικώς αντιλατίνος Ιωάννης Βέκκος τη δέχθηκε με τον όρο να διατηρηθούν τα έθιμα και το Βυζαντινό τυπικό.<ref>Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.201</ref>Με την εκλογή του Πάπα Μαρτίνου Δ' οι σχέσεις διαταράχθηκαν εκ νέου καθώς αφόρισε τον Μιχαήλ Η' διαλύοντας την ένωση της Λυών και συναινώντας σε μια νέα εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης.<ref>Donald Nicol, Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Μάριος Μπλέτας, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2007, σελ.32-33</ref>
 
===Η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας===
Γραμμή 160:
==Η άρση των αναθεμάτων το 1965==
[[Αρχείο:CardinalBea.jpg|220px|thumb|right|Ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα ήταν ο βασικός διοργανωτής από Ρωμαιοκαθολικής πλευράς της συνάντησης πατριάρχη Αθηναγόρα Α' και Πάπα Παύλου Στ']]
Η πιο σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της Ένωσης έλαβε χώρα το 1965. Το 1959 ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος συναντήθηκε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στο Βατικανό-επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη ορθόδοξου αρχιερέα μετά πέντε αιώνες, καθώς το 1547 ο Πάπας Παύλος Γ' είχε δεχθεί τον Μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, έξαρχο του Πατριάρχη Διονυσίου Β'<ref>Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), ''Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα'', τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.534, υπόσ. 25</ref>- προετοιμάζοντας την επίσκεψη του Νουντσίου Τέστα στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Ιωάννης ΚΓ με τη σειρά του κάλεσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε Οικουμενική Σύνοδο για τον Οκτώβριο του 1962. Ο [[Πάπας Παύλος ΣΤ΄]] συνέχισε την πολιτική διαλόγου του προκατόχου του προχωρόντας σε κινήσεις καλής θέλησης όπως, η επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα (1964) και των λειψάνων του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα (1965). Τελικά στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964 συναντήθηκαν οι Παύλος και [[Πατριάρχης Αθηναγόρας]] στα [[Ιεροσόλυμα]]. H παρουσία 2500 εκπροσώπων του τύπου «είχε ως αποτέλεσμα την προβολή της πνευματικής του διάστασης [δηλ. του Πατριαρχείου] σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη ιστορική περίοδο» γι' αυτό. <ref>Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011,σελ. 376</ref>Ο Τουρκικός τύπος έσπευσε να κατηγορήσει το Πατριαρχείο για ανάπτυξη πολιτικής δραστηριότητας.<ref>Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σελ. 377</ref> Ακολούθησε επίσκεψη του Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Μελίτωνος στο Βατικανό στις 5 Ιουλίου 1965 ο οποίος πρότεινε να κλείσουν οι εργασίες της [[Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού|Β' Βατικανής Σύνοδος]] με την αμοιβαία άρση των αναθεμάτων και ακολούθησαν εκατέροθεν επισκέψεις.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.134-135</ref>. Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 έγινε η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων των δύο Εκκλησιών κατά το πέρας των εργασιών της [[Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού|Β' Βατικανής Σύνοδος]]. Ο επίσκοπος Ιωάννης Willebads διάβασε στα γαλλικά το κείμενο της Κοινής δήλωσης (Πάπα και Πατριάρχη) σχετικά με την άρση των αναθεμάτων. Ακολούθησε Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Πάπα Πάυλου και μετά ο καρδινάλιος [[Αυγουστίνος Μπέα]] διάβασε την λατινιστί συνταγμένη παπική πράξη της άρσεως. Ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως έλαβε από τον Πάπα την ποντιφική πράξη, ανταλλάσσοντας χειραψία και ασπασμό. Ο Πάπας έκανε την απόλυση στα ελληνικά, ''Ο ευλογών τους ευλογούντας σε Κύριε''.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.138-139</ref>Τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας Παύλος Στ' μετέβη στο Φανάρι πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη και ο Αθηναγόρας ανταπέδωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνοντας στο Βατικανό.<ref>Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), ''Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα'', τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.540</ref>
 
===Η άρση των αναθεμάτων εκ μέρους της Ρώμης εξ επόψεως κανονικού δικαίου===
Βάσει του Ρωμαιοκαθολικού κανονικού δικαίου ο Πάπας Παύλος ήταν αρμόδιος για την άρση του αναθέματος, διότι αυτός ήταν ο διάδοχος του Λέοντας Θ' που ''υποτίθεται'' πως το επέβαλε το 1054. Αλλά ακόμα και αν ο Ουμβέρτος αυθαιρέτως και αυτοβούλως ενήργησε, τότε και πάλι ο Πάπας ως ιεραρχικώς ανώτερος δικαιούται να άρει αυτό. Επίσης η αρμοδιότητά του πηγάζει και από το ότι οι διάδοχοι του Λέοντος το ανέχτηκαν. Το γεγονός πως την ημέρα της άρσεως συνεδρίαζε η Β' Βατικανή Σύνοδος, το ανάθεμα ήρε και ολόκληρη η Σύνοδος, γεγονός που έχει σημασία καιεξκαι εξ επόψεως Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία δίνει προτεραιότητα στα συλλογικά και συνοδικά όργανα της Εκκλησίας.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.139-142</ref>
Η άρση περιορίζεται στον Κηρουλάριο και τους ''δύο συν αυτώ''-άρα η επιβολή του αφορούσε μόνον τους τρεις αυτούς-αλλά εμμέσως επεκτείνεται και στους ακολούθους αυτών. Η διατύπωση της άρσεως ''θέλομεν να απαλείψωμεν από της μνήμης της Εκκλησίας'' αντί του πιο συγκεκριμένου ''αίρομεν το ανάθεμα'' γεννά ερωτηματικά σχετικά με το αν έγινε άρση από τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Η Ρωμαιοκαθολική άποψη επί του θέματος είναι πως από τη στιγμή που πεθαίνει ο αναθεματισμένος εξαλείφεται ταυτοχρόνως και ο αφορισμός. Για την Ορθόδοξη όμως πλευρά το ανάθεμα πρέπει να λυθεί με συγκεκριμένη τελετή ενώ ακόμα και το ρωμαϊκό λειτουργικό τυπικό προβλέπει ειδική ευχή απαλλαγής εκ του αναθέματος για τους πεθαμένους. Ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου [[Παναγιώτης Μπούμης]] επί του ζητήματος ότι «[...]η άρσις αυτή (τόσον ως προς τον αριθμόν των προσώπων,όσον και προς τον βαθμόν βεβαιότητος),παρουσιάζεται ασαφής ,αν όχι ε λ λ ι π ή ς (sic)»<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.142-151</ref>
 
Γραμμή 173:
Οι ενστάσεις οι οποίες εγείρονται επί της αμοιβαιότητας της άρσης των αφορισμού αφορούν το αν η Ρωμαϊκή πλευρά αποκήρυξε τις πεπλανημένες δοξασίες της που προκάλεσαν και την επιβολή του αναθέματος. Όμως δεν είναι εν ζωή οι καταδικασθέντες για να πράξουν κάτι τέτοιο, επίσης δεν αφορίστηκαν για τις πλάνες τους αλλά για το ανάθεμα που συνέταξαν.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.183</ref>
===Οι λόγοι άρσεως των αναθεμάτων εξ επόψεως εκκλησιαστικής και θεολογικής===
Η άρση των αναθεμάτων έγινε για λόγους αμοιβαιότητας-επειδή και ο Πάπας ήρε τον αφορισμό και στα πλαίσια της Χριστιανικής αγάπης, κατ' απομίμηση της θείας φιλανθρωπίας, χάριν της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας, της ευστάθειας και της ομόνοιας της Εκκλησίας, η σωτηρία των ψυχών των εμπλεκομένων προσώπων και η τελική ευαρέσκεια του Θεού.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.176-185, 187-190</ref>
 
===Οι λόγοι προσέγγισης Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως εξ επόψεως διεθνών σχέσεων και διπλωματίας===
Καθώς το Φανάρι βρισκόταν υπό την συνεχή απειλή της Τουρκικής Δημοκρατίας και λόγω της αναζωπύρωσης του Κυπριακού, ο Αθηναγόρας επιθυμούσε να διασφαλίσει τη συνέχεια της παραμονής του Πατριαρχείου στην Τουρκία. Αυτό θα το πετύχαινε κάνοντας ευρέως γνωστή την ύπαρξη του Πατριαρχείου «παγιώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη θέση του στη διεθνή σκακιέρα και αφετέρου να συσπειρώσει τη φωνή των ορθόδοξων Εκκλησιών εναντίον της ισχυρής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας»<ref>Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), ''Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα'', τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.535</ref>Αυτή η πρωτοβουλία εντασσόταν στο πάγιο αίτημα του Πατριαρχείου «ακώλυτη ελευθεροεπικοινωνία των αρχιερέων και κληρικών του [...] με εκπροσώπους άλλων εκκλησιών εκτός Τουρκίας»<ref>Αλέξης Αλεξανδρής, «Το μειονοτικό ζήτημα,1954-1987. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», στο:Θάνος Βερέμης, (επί.), Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις,εκδ.Γνώση, Αθήνα,1988, σελ.539</ref>
Είναι επίσης η εποχή που η Ορθόδοξη πλευρά έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικές τριβές καθώς αναπτύσσεται η διελκυστίνδα Κωνσταντινούπολης-Μόσχας αναφορικά με την διεθνή εκπροσώπηση της Ορθοδοξίας στηριζόμενη η δεύτερη στην αυξημένη ισχύ της και στην πενία στελεχών της πρώτης. Έτσι η διαδικασία άρσης των αναθεμάτων αναβάθμιζε τη θέση της Κωνσταντινούπολης, <ref>Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), ''Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα'', τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.541</ref> ως του πλέον έγκυρου συνομιλητή με τον Ποντίφικα στα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων.<ref>Αλέξης Αλεξανδρής, «Το μειονοτικό ζήτημα,1954-1987. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», στο:Θάνος Βερέμης, (επί.), Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις,εκδ.Γνώση, Αθήνα,1988, σελ. 540</ref>
Με βάση τα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών των ΗΠΑ ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ενημέρωνε σταθερά για τις κινήσεις του την αμερικανική πλευρά, προσβλέποντας προφανώς στην υποστήριξή της, μετά κυρίως από τα Σεπτεμβριανά, οπότε σημειώθηκε μια ψυχρότητα ανάμεσα στο Φανάρι και την Ουάσιγκτον <ref>Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σελ. 355</ref>
 
===Αρνητικές και θετικές αντιδράσεις επί της άρσεως των αναθεμάτων===
Μεμονωμένα μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου, πρόεδροι και εκπρόσωποι αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και καθηγητές Θεολογικών Σχολών διαφώνισαν, όπως η Εκκλησία της Ρωσίας εκπρόσωπος της οποίας (ο μητροπολίτης Λένινγκραντ και Λαντόγκας Νικόδημος, δήλωσε πως δεν δεσμεύεται από την άρση των αναθεμάτων.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.209-210</ref>
Ο Χρυσόστομος Β' Αρχιεπίσκοπος Αθηνών θεώρησε πως η άρση ελήφθη αυθαιρέτως και είναι άκυρη επομένως δεν έχει καμία ισχύ για την Οικουμενική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο καθηγητής [[Παναγιώτης Τρεμπέλας]] την θεωρεί ως υπέρμετρη υποχώρηση που προϋποθέτει ανάλογη στάση και από την Ρωμαϊκή πλευρά. Ο θρησκευτικός τύπος της εποχής σχολίασε αναλόγως το ζήτημα, υπογραμμίζοντας το ασύμμετρο και ετεροβαρές της ενέργειας σε σχέση με την όλη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την διατήρηση από μέρους της της Ουνίας. Την πράξη επιδοκίμασαν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, ο Κύπρου Μακάριος και η Πανελλήνιος Ένωση Θεολόγων.<ref>Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.212-215</ref>
 
==Αποτίμηση εγχειρημάτων συμφιλίωσης των δύο Εκκλησιών==
Όλες οι προσπάθειες που έγιναν ξεκινούσαν από πολιτικά κίνητρα -ο φόβος των Ελλήνων για τους Τούρκους οι οποίοι απειλούσαν την Ανατολική Αυτοκρατορία, κάτι που έκανε τους Βυζαντινούς να στραφούν για βοήθεια στη Δύση- και από την επιθυμία της Ρώμης να επιβάλει στην Ανατολική Εκκλησία το Παπικό πρωτείο. Τα κίνητρα δεν ήταν εκκλησιαστικά, γι' αυτό κι απέτυχαν. «Αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι Σταυροφορίες, είναι πιθανόν οι Εκκλησίες να είχαν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους[...]»<ref>μητροπ. Πισιδίας, [[Μεθόδιος Φούγιας]], Ορθοδοξία,Ρωμαιοκαθολικισμός, Αγγλικανισμός, μτφρ. Χρήστος Γιαννούλας, εκδ.Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996, σελ.61</ref>
 
==Δείτε επίσης==