Ιωάννης του Μπερί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
==Πρώτα χρόνια==
 
[[File:Jean_de_France,_Duke_of_Berry,_drawing_of_effigy,_Hans_Holbein_the_Younger.jpg|thumb|left|250px|Ο Ιωάννης του Μπερί]]
Γεννημένος στο κάστρο του Βενσέν (30 Νοεμβρίου 1340) έγινε κόμης του [[Πουατού]] από τον πατέρα του (1356).<ref>Emmerson 2013, σ. 381</ref> Αργότερα (1358) έγινε βασιλικός υπολοχαγός σε [[Ωβέρνη]], [[Λανγκντόκ]], [[Περιγκόρ]] και στο Πουατού, κυβέρνησε αυτές τις περιοχές στο όνομα του πατέρα του την εποχή που ήταν αιχμάλωτος των Άγγλων. Μετά την παράδοση του Πουατού στους Άγγλους (1360) ο Ιωάννης Β΄ του παραχώρησε τα νέα δουκάτα του Μπερί και της Ωβέρνης.<ref>Emmerson 2013, σ. 381</ref> Με την [[Συνθήκη του Μπρετινί]] τον Μάιο έγινε όμηρος του Αγγλικού Στέμματος και παρέμεινε στην [[Αγγλία]] μέχρι το 1369. Με την επιστροφή στην πατρίδα του ο μεγαλύτερος αδελφός του [[Κάρολος Ε΄ της Γαλλίας]] τον διόρισε υπολοχαγό στο Μπερί, την Ωβέρνη, το [[Δουκάτο της Βουρβόνης]], το [[Φορέζ]], την Τουρραίνη, το [[Ανζού]], το [[Μαιν]] και την [[Νορμανδία]].
 
Γραμμή 12 ⟶ 13 :
==Τελευταία χρόνια==
 
[[File:Jeandeberry.jpg|thumb|left|250px|Ο Ιωάννης του Μπερί σαν προσκυνητής]]
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε κυρίαρχη μορφή στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας. Μετά τον θάνατο και του Φιλίππου Β΄ της Βουργουδίας (1404) έμεινε ο μόνος επιζών γιος του Ιωάννη Β΄ και ο μόνος που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στον ανταγωνισμό μεταξύ των ανιψιών του [[Λουδοβίκος Α΄ της Ορλεάνης|Λουδοβίκου Α΄ της Ορλεάνης]] και του [[Ιωάννης της Βουργουνδίας|Ιωάννη του Ισχυρού]]. Μετά τον φόνο του δούκα της Ορλεάνης ακολούθησε εμφύλιος όπου ο Ιωάννης υποστήριζε τον Οίκο της Ορλεάνης, αλλά πάντοτε έπαιζε τον ρόλο του ειρηνοποιού και συμφιλιωτή. Παρότρυνε τον Κάρολο ΣΤ΄ και τους γιους του να μην είναι παρόντες στην [[Μάχη του Αζενκούρ]] (1415). Οι άσχημες αναμνήσεις στην μάχη του Πουατιέ, με την μακρόχρονη αιχμαλωσία του πατέρα του, δεν άφηναν περιθώρια να σκεφτεί τίποτε διαφορετικό. Απεβίωσε λίγους μήνες μετά την μάχη, που ήταν τόσο καταστροφική όσο φοβόταν.<ref>Emmerson 2013, σ. 382</ref>