Αρχιμανδρίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 2003:CD:170F:8A00:390A:F0EB:CA01:3740 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό 91.140.35.36
Ετικέτα: Επαναφορά
φέρει κατ' εξαίρεση τον τίτλο του επισκόπου[1], με τα διακριτικά του αρχιερατικού μανδύα και της ποιμαντορικής ράβδου και από το εκκλησιαστικό του αξίωμα προκύπτουν κυρίως, οι εκλόγιμοι επίσκοποι.
Γραμμή 2:
[[File:Ιωακείμ-Λιούλιας.jpg|thumb|320px|right|Ο [[Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Λιούλιας]]. Εκτελέστηκε από τους Ναζί στις 2 Ιουλίου 1943 στην πρωτεύουσα της [[Μακεδονία (ελληνικό διαμέρισμα)|Μακεδονίας]], [[Θεσσαλονίκη]], μεταξύ 49 άλλων μελών της Ελληνικής Αντίστασης]]
{{Βαθμοί Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιεροσύνης}}
'''Αρχιμανδρίτης''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] είναι [[οφφίκιο]] που αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο σε άγαμο με ή χωρίς μοναχική κουρά κληρικό ή «εν χηρεία», που φέρει τον δεύτερο βαθμό της [[ιεροσύνη|ιεροσύνης]]. Ο Αρχιμανδρίτης προΐσταται της «πνευματικής μάνδρας», ή αλλιώς ο Ηγούμενος της Μονής που φέρει κατ' εξαίρεση τον τίτλο του επισκόπου<ref>{{Cite journal|title=Εκκλησιαστικά αξιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Μοναχοί /Καθηγούμενος)|url=https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9F%CF%81%CE%B8%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82&oldid=8626841|journal=Βικιπαίδεια|date=2021-01-12|language=el|last=|first=|accessdate=|doi=|quote=}}</ref>, με τα διακριτικά του αρχιερατικού μανδύα και της ποιμαντορικής ράβδου και είναι επιφορτισμένος με το ιερατικό καθήκον της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας στα ανδρικά μοναστήρια.
 
Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος θρησκευτικός τίτλος κατά τον Επιφάνιο χρησιμοποιήθηκε κατά πρώτον στη [[Μεσοποταμία]], όπου τα Μοναστήρια λέγονταν παλαιότερα «μάνδρες», απαρτιζόμενα από «''λογικά πρόβατα του Χριστού''». Στη συνέχεια ο τίτλος μεταδόθηκε στη [[Συρία]] και από εκεί κατέστη επίσημος τίτλος της [[Ανατολική Εκκλησία|Ανατολικής Εκκλησίας]]. Από του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]] οι αρχαιότεροι γνωστοί αρχιμανδρίτες ανευρίσκονται στη Συρία και Περσία, ενώ μόνο από του [[11ος αιώνας|11ου αιώνα]] απαντώνται αρχιμανδρίτες και σε άλλες περιοχές, όπως ο Ηγούμενος Λάτμου, στη [[Μικρά Ασία]], και ο Ηγούμενος του Βροντοχίου, στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]] κ.α.
Γραμμή 10:
Ο άγαμος κληρικός μπορεί να λάβει μοναχική κουρά, μπορεί όμως και όχι, όπως παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Ορισμένοι μητροπολίτες δίδουν κατά την κρίση τους το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη σε άγαμους κληρικούς χωρίς μοναχική κουρά.
 
Ιεραρχικά θεωρείται ο ανώτερος τίτλος πριν τον επίσκοπο ή από τον βοηθό επισκόπου αρχιερέα, αν υφίσταται και από το εκκλησιαστικό του αξίωμα προκύπτουν κυρίως, οι εκλόγιμοι επίσκοποι. Στα [[Πατριαρχείο|Πατριαρχεία]] απαντά επίσης «εθιμοτυπικά» και ο τίτλος «Μέγας Αρχιμανδρίτης» που αποδίδεται στον επικεφαλής των εφημερίων (ιερέων) του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου.
 
Το [[Άμφια κληρικών|άμφιο]] που τον διακρίνει από τον [[ιερέας|πρεσβύτερο]] είναι ιδιαίτερα το [[επιγονάτιο]] (μόνο όταν ιερουργεί), και το [[επανωκαλύμμαυχο]] που φέρει και εκτός ιερουργίας. Δικαιούται να φέρει εντός και εκτός ιεροπραξίας ή ιερουργίας επιστήθιο σταυρό, τον οποίον και παραλαμβάνει από τον επίσκοπο κατά την απονομή του οφφικίου. Επίσης, στις σλαβικές ορθόδοξες εκκλησίες, οι Αρχιμανδρίτες φορούν και μίτρα χωρίς σταυρό στην κορυφή, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του οφφικίου του Μιτροφόρου Αρχιμανδρίτη.