Απαρέμφατο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Stkarelis (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Βρέθηκε εσφλαμένη αναφορά στην μορφή του απαρέμφατου. Η σωστή μορφή αναφέρεται και στην πηγή: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/aparemfato.htm
Stkarelis (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 7:
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).
 
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική σχηματίζεται με την κατάληξη -ειν και φυσικά μπορεί και χρησιμοποιείται μόνο του. Παράδειγμα: Το φυγείν δεν αποτελεί λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Το βοηθητικό ρήμα "έχω" που αναφέρει ο προηγούενος συγγραφέας, χρησιμοποιείται μόνο στο απαρέμφατο του αορίστου. Επιπρόσθετα οι δύο μορφές που αναφέρει, αντιστοιχούν στην ενεργητική και την παθητική μορφή του ρήματος, όπου είναι φυσικό και επόμενο να δαφέρει το απαρέμφατο, το οποίο στον ενεστώτα θα ήταν το "δένειν" για την ενεργητική μορφή του ρήματος και "δένεσθαι" για την μέση φωνή.
 
Στην αρχαία ελληνική το απαρέμφατο χρησιμοποιούνταν πολύ ευρύτερα. Προήλθε από τις πλάγιες πτώσεις ([[δοτική]] και [[τοπική]]) των αφηρημένων ουσιαστικών και το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν υποκείμενο, αντικείμενο, [[τελική πρόταση]], ονοματικό ή επιρρηματικό προσδιορισμό. Αναπτύχθηκε μετά τα ρήματα και αρχικά δεν ήταν ρηματικός τύπος, αλλά σταδιακά έγινε. Επίσης στην αρχαία γλώσσα υπήρχε ο όρος "απαρέμφατος έγκλισις" σε αντιδιαστολή προς τις παρεμφατικές εγκλίσεις, δηλαδή εκείνες που φανέρωναν πρόσωπο και αριθμό, ενώ το απαρέμφατο ήταν τρόπο τινά "ουδέτερη" έγκλιση και δεν δήλωνε άλλα στοιχεία, οπότε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο ελεύθερα στη γλώσσα και να πλουτίσει το λόγο. Ετσι προέκυψαν εκφράσεις όπως π.χ. "κατά το δοκούν" (όπως νομίζει κανείς), "φερ' ειπείν" (για παράδειγμα)κ.λπ.