Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Η Ορθόδοξος εκκλησία της Βουλγαρίας θεωρείται Αυτοκέφαλη Αδελφή Εκκλησία της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως από το 1945 και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την πατριαρχική της αξία από τις 27 Ιουλίου του 1961. Υπήρξε καρπός της ιεραποστολικής δραστηριότητας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, διατήρησε στο πέρασμα των αιώνων μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, χωρίς ποτέ να παρεκκλίνουν από την ανατολική ορθόδοξη παράδοση, Η κοινή γλώσσα, οι προχριστιανικές τους παραδόσεις και αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του σλαβικού ποιμνίου της συνέθεσαν αυτή την ιδιαιτερότητά της. Η γλώσσα βασίστηκε στη δομή της ελληνικής και με τη βοήθεια της ελληνικής σκέψης, πραγματοποιώντας άλματα, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να διατυπώσει τα υψηλά νοήματα της χριστιανικής θρησκείας. Οι παλιές σλαβικές παραδόσεις και αντιλήψεις δεν εξαφανίστηκαν ολότελα, αλλά προσαρμοσμένες στη χριστιανική συμπεριφορά της σλαβικής κοινωνίας εξακολούθησαν να συνυπάρχουν και πολλές φορές να κατευθύνουν τους λαούς αυτούς στην επιλογή του πρακτέου ή στην αντιμετώπιση του κινδύνου ή ακόμα στην αίσθηση και αξιοποίηση του ωραίου. Ακόμα, η ιδιοσυγκρασία των λαών αυτών έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση και βίωση της χριστιανικής αλήθειας.
 
=== Ιστορία ίδρυσης της Βουλγαρικής Εκκλησίας ===
Η Βουλγαρία έμεινε υποδουλωμένη στο Βυζάντιο από την εποχή του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (972), με πρόσκαιρη επιβίωση του δυτικού τμήματός της στα χρόνια του τσάρου Σαμουήλ (976-1014), μέχρι την ώρα που στο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Ισαάκιος Β΄Άγγελος (1185). Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο συγκλόνιζαν πολλές ταραχές. Ακριβώς στη δύσκολη αυτή στιγμή εκμεταλλεύτηκαν οι δύο αδελφοί, Πέτρος και Ιωάννης Ασέν, συνένωσαν τους Βούλγαρους και τους Βλάχους κατοίκους του κάτω Δούναβη και εξεγέρθηκαν κατά του Βυζαντίου. Ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς που στάλθηκε εναντίον τους προτίμησε να στραφεί και αυτός κατά του θρόνου και να αυτοανακυρηχθεί σε αυτοκράτορα. Τότε, την εκστρατεία στην επαναστατημένη περιοχή ανέλαβε προσωπικά ο αυτοκράτορας Ισαάκιος, ο οποίος αφού εξουδετέρωσε τον σφετεριστή του θρόνου Βρανά, επιτέθηκε κατά των Βουλγάρων. Στην αρχή μάλιστα είχε κάποιες μικρές επιτυχίες. Τελικά όμως οι Βούλγαροι, αφού ενώθηκαν και με τους Κουμάνους και ενίσχυσαν τη δύναμή τους, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του αυτοκράτορα και να υποχρεώσουν να συνθηκολογήσει μαζί τους (1187). Έτσι άρχισε να δημιουργείται ο ανεξάρτητος βουλγαρικός πυρήνας, πάνω στον οποίο θα στηριζόταν το δεύτερο Βουλγαρικό Κράτος. Η Εκκλησία Βουλγαρίας, η οποία ιδρύθηκε, όπως είδαμε με τη σύντομη δράση της βυζαντινής ιεραποστολής, αμφιταλαντεύτηκε για λόγους πολιτικής κυρίως σκοπιμότητας μεταξύ των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης. Τελικώς όμως εντάχθηκε ως μητρόπολη στη δικαιοδοσία πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την απόφασή της υπό τον πατριάρχη Ιγνάτιο συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (869-870) και παρά την αντίδραση των εκπροσώπων του παπικού θρόνου. Μετά τη σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως η αντιπρόσωποι του πάπα Ιωάννη Η΄, επανέθεσαν επισήμως το θέμα στον αποκατασταθέντα πατριάρχη Φώτιο, ο οποίος όμως απέρριψε με μετριοπάθεια και ευελιξία το παπικό αίτημα, λόγω των βεβαίων αντιδράσεων του αυτοκράτορα και της ιεραρχίας του θρόνου της Κπόλεως. Η μεταστροφή των Βουλγάρων στον χριστιανισμό επιταχύνθηκε με το έργο των μαθητών του Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι οποίοι κατέφυγαν μετά τον θάνατο του Μεθοδίου στη Βουλγαρία και στους άλλους Σλαβικούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Ο Συμεών, νεότερος γιός του πρώτου χριστιανού ηγεμόνα της Βουλγαρίας Βόρη-Μιχαήλ, ανέλαβε την εξουσία μετά την εξουδετέρωση της προσπάθειας του πρεσβύτερου αδελφού του Βλαδιμήρου (889-893) να αποκαταστήσει στη Βουλγαρία την προγονική ειδωλολατρία, αλλά έδωσε συνέχεια στα παλαιότερα φιλόδοξα σχέδια του πατέρα του για μια ανεξάρτητη από το Οικουμενικό πατριαρχείο Εκκλησία της Βουλγαρίας.<ref>{{Cite book|title=Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, Τόμος Α΄|first=|last=|publisher=Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε, Ιωάννης Χ. Ταρνανίδης|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
==== Η Εκκλησία της Βουλγαρία της σήμερον ημέρα ====
Εκκλησία της Βουλγαρίας της σημερινής λαϊκής δημοκρατίας περιλαμβάνει 7.800.000 κατοίκους περίπου και αποτελεί τμήμα της Ορθόδοξης καθολικής Εκκλησίας. Ο υπόλοιπος πληθυσμός διαιρείται σε Βουλγάρους μωαμεθανούς, υπερβαίνοντας τους 140.000 (Πομάκοι) και αλλογενών Ρωμαιοκαθολικών, από αυτούς που ανήκουν στην Ανατολική Βουλγαρία οι περισσότεροι είναι απόγονοι Παυλικιανών και Βογομίλων (Τούρκοι, Αρμένιοι,, Ρούμανοι, Εβραίοι και Αθίγγανοι). Οι Διαμαρτυρόμενοι χριστιανοί είναι ασήμαντοι σε αριθμό. Υπό την πεφωτισμένη ηγεσία του πατριάρχου Κυρίλλου και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου παραμένει εθνική εκκλησία και πνευματική μητέρα του βουλγαρικού λαού, εκπληρώνει δε με έξοχο πνευματικό σφρίγος και καθαρώς χριστιανικούς προσανατολισμούς, την αποστολή της τόσο στην χώρα της όσο και στα πλαίσια της ορθοδοξίας της οποίας την δόξα και το μεγαλείο υπηρετεί σήμερα η ορθόδοξος βουλγαρική εκκλησία τονίζει κατά τρόπο εποικοδομητικό και αυτό χρήμα συγκινητικό την πλήρη ενότητα της προς το ελληνικό μέρος της ορθοδοξίας, το οποίο έχει ως κέντρο του την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Το 1962, ο πατριάρχης Κύριλλος επισκέφθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις υπόλοιπες ανατολικές εκκλησίες στην Ελλάδα και το Άγιο όρος. Επέστρεψε στην Σοφία κατά τη διάρκεια της τέλεσης της σχετικής δοξολογίας στον καθεδρικό ναό
 
===== Οργάνωση και διοίκηση =====
Όσον αφορά την οργάνωση και τη διοίκηση της Εκκλησίας της Βουλγαρίας βασίζεται σε 2 αρχές: 1)Της Συνοδικής ανώτατης καθοδήγησης 2)στα φυσιολογικά μέτρα συμμετοχής του Λαϊκού στοιχείου, στα νομοθετικά και διοικητικά όργανα 3)της ανεξαρτησίας έναντι της πολιτείας. Βάσει αυτής της οργάνωσης και διοίκησης είναι το καταστατικόν το οποίο συντάχθηκε από κοινού μεταξύ της εκκλησίας και της πολιτείας και εγκρίθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1950. Μεταξύ των ερευνητών, οι οποίοι ασχολήθηκαν σοβαρότητα με το πρόβλημα της διοικητικής οργάνωσης της εκκλησίας της Βουλγαρίας, υπάρχει διάσταση απόψεων. Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί οι εξής απόψεις και υποθέσεις ως προς το αξίωμα, την θέση και τα δικαιώματα του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, κατά την αρχική περίοδο: Α) ήταν αρχιεπίσκοπος τάξεως των γνωστών σε εμάς την εποχή εκείνη στην δυτική Ευρώπη αρχιεπισκόπων που ταυτίζονται με το μητροπολίτη. Β) Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας μπορούσε να παραλληλιστεί με τους παλαιότερους αρχιεπίσκοπους στη Γαλλία και τη Γερμανία. Γ) Θεωρείται αυτοκέφαλος αρχιεπίσκοπος μητροπολίτης του τύπου τον προκαθημένων, οι οποίοι ήταν επικεφαλής των εκκλησιών Κύπρο και πρώτης Ιουστινιάνης. Δ) Είχε τα δικαιώματα του εξάρχου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Βουλγαρία. Ε) Ήταν συνηθισμένος αυτοκέφαλος αρχιεπίσκοπος όποιος μνημονεύεται στο τακτικό του Ψευδοεπιφανίου. Η σύγχυση στην έρευνα είναι δικαιολογημένη για τρεις κύριους λόγους Α) Διότι οι υπάρχουσες πήγες δεν αναφέρουν τα δικαιώματα του πρώτου αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας. Β) Διότι σε κάποιες πηγές υπάρχει σαφής σύγχυση της αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας του Α΄ Βουλγαρικού κράτους με την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδος Γ) Διότι ορισμένοι ερευνητές για τον προσδιορισμό της διοικητικής οργανώσεως της εκκλησίας της Βουλγαρίας χρησιμοποιούν ως μέτρο την παράδοση, κατά την οποία το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν παραχωρούσε εύκολα πλήρη αυτονομία σε νεοφώτιστες εκκλησίες, όπως ήταν η βουλγαρική. Από την άλλη, σωρεία ερευνητών υποστηρίζει ότι σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας πέρασε από το στάδιο της σχετικής αυτονομίας στο στάδιο της ανεξαρτησίας, της αυτοκεφαλίας, κατά το πρότυπο της αρχιεπισκοπής Κύπρου. Και αυτό πραγματώθηκε πριν από το έτος 899. Η Βουλγαρική εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το έτος 1870, χωρίς συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που την καταδίκασε ως σχισματική. Η κανονική επικοινωνία των δύο εκκλησιών αποκαταστάθηκε όμως το 1945, πρώτα με την κανονική παραχώρησε το αυτοκεφάλου καθεστώτος και αργότερα (27-7-1961) με την ανύψωση της Βουλγαρικής εκκλησίας σε Πατριαρχείο. Στις 11 Δεκεμβρίου 2008 συγκλήθηκε η έκτη Κληρικολαϊκή συνέλευση της ορθόδοξης εκκλησίας της Βουλγαρίας, η οποία ψήφισε το νέο καταστατικό χάρτη της. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, ως ανώτατο διοικητικό όργανο της εκκλησίας ορίζεται η ιερά σύνοδος που συγκαλείται τόσο ως σύνοδος της ιεραρχίας, όσο και ως διαρκής. Παράλληλα λειτουργεί και ένα ανώτατο εκκλησιαστικό συμβούλιο, αποτελούμενο από αρχιερείς, κληρικούς και λαϊκούς, που ασχολείται με διαχειριστικές και οικονομικές υποθέσεις της τοπικής αυτής εκκλησίας. Η εκλογή πατριάρχη ο οποίος φέρει τον τίτλο του «Μητροπολίτη Σόφιας και Πατριάρχη πάσης Βουλγαρίας» διενεργείται πλειοψηφικά από την πατριαρχική εκλογική συνέλευση, βάση τριπροσώπου το οποίο καταρτίζει η ιερά σύνοδος της ιεραρχίας<ref>{{Cite book|title=Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας|first=|last=|publisher=Γ΄ Έκδοση- Εκδόσεις Αρμός, Δημήτριου Β. Γόνη|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
<references />