Μακαριώτατος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
επεξ.
Γραμμή 2:
 
==Τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος==
Ο όρος «μακάριος» χρησιμοποιείται ευρέως στην [[Αγία Γραφή]] για να περιγράψει τους ευσεβείς υπηρέτες του Θεού<ref>Για παράδειγμα, βλέπε [[s:Ψαλμός Α'|Ψαλμός 1:1]]· [[s:Ψαλμός Β'|2:12, 13]]· [[s:Ψαλμός ΛΑ'|31:1, 2]]· [[s:Ψαλμός ΛΒ'|32:12]]· [[s:Ψαλμός ΛΘ'|39:5]].</ref>, ενώ στην [[Καινή Διαθήκη]] χρησιμοποιείται και για τον ίδιο τον [[Θεός|Θεό]], τον "μακάριο Θεό". ([[s:Προς Τιμόθεον Α'#1|1 Τιμόθεο 1:11]]) ΟΠαρόμοια όροςευρύτητα αυτόςχρήσης παρατηρείται και μεταξύ των [[w:el:Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί συγγραφείς|εκκλησιαστικών συγγραφέων]]. Για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε από τον [[Αλέξανδρος Ιεροσολύμων|Αλέξανδρο Ιεροσολύμων]] ([[213]]-[[251]]) για τον [[Κλήμης Αλεξανδρείας|Κλήμη Αλεξανδρείας]] αναφερόμενος σε αυτόν ως τον "μακάριο πρεσβύτερο"<ref>«Ταύτα δε υμίν, κύριοί μοι αδελφοί, τα γράμματα απέστειλα δια Κλήμεντος του μακαρίου πρεσβυτέρου». Παράβαλε [[Ευσέβιος ο Καισαρείας|Ευσεβίου]], ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', VI, 11.6. ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 08, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 498, λήμμα «Μακαριώτατος».</ref>.
 
Ο όρος «μακαριώτατος» ως [[Επίθετο (γραμματική)|επίθετο]] χρησιμοποιείται σεευρέως μεταγενέστεροκαι από εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Μεταγενέστερο έργο που αποδίδεται στον [[Πάπας Κλήμης Α΄|Κλήμη Ρώμης]]<ref>«{{Πολυτονικό|Χάριν περιῆν τῷ μακαριωτάτῳ Κλήμεντι τῷ τοῦ θρόνου Ρωμαίων ἐπισκόπῳ Σισίννιον τὸν φίλον τοῦ βασιλέως Νέρουα [...] ἐκέλευσεν πρὸς ἑαυτὸν ἀχθῆναι τὸν μακαριώτατον Κλήμεντα}}». (''Κλήμεντος των Πέτρου Επιδημιών Κηρυγμάτων Επιτομή'' (Clementinorum epitomae duae) 164.5-7· 177.2)</ref>. Σε [[wikt:νόθος|νόθες]] επιστολές του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]] που αποδίδονται ή απευθύνονται στον [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνάτιο Αντιοχείας]]<ref>''Καθολική Εγκυκλοπαίδεια'', λήμμα «[http://www.newadvent.org/cathen/07644a.htm St. Ignatius of Antioch]»</ref>, αποκαλείται «μακαριώτατος επίσκοπος»<ref>«{{Πολυτονικό|Ἰγνατίῳ Θεοφόρῳ μακαριωτάτῳ ἐπισκόπῳ ἐκκλησίας ἀποστολικῆς τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν}}». (''Ιγνατίω Μαρία εκ Κασσοβόλων'' 13.1)</ref>. Τον ίδιο όρο βρίσκουμε να χρησιμοποιείται ως επίθετο για επίσκοπο, ίσως τον [[4ος αιώνας|4ο αιώνα]], σε επιστολή που αποδίδεται στον [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνάτιο τον Θεοφόρο]]<ref>«Εύχομαι παραμείναι αυτόν άμωμον εις τιμήν της εκκλησίας και του επισκόπου υμών του μακαριωτάτου». (''Προς Εφεσίους'', 2.2. Η επιστολή με την μορφή αυτή αποδίδεται στον Ιγνάτιο).</ref>. Εκείνη τη χρονική περίοδο, το [[343]] (ή [[347]]), ο 5ος κανόνας της εν Σαρδική Συνόδου αναφέρεται στον επίσκοπο [[Ρώμη|Ρώμης]] ως τον "μακαριώτατον της Ρωμαίων εκκλησίας"<ref>«{{Πολυτονικό|Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἤρεσεν, ἵν᾽ εἴ τις ἐπίσκοπος καταγγελθείη, καὶ συναθροισθέντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἐνορίας τῆς αὐτῆς, τοῦ βαθμοῦ αὐτὸν ἀποκινήσωσι, καὶ ὅς περ ἐκκαλεσάμενος καταφύγῃ ἐπὶ τὸν μακαριώτατον τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, καὶ βουληθείη αὐτοῦ διακοῦσαι}}». ([[s:Κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου#Κανὼν Ε'|''Κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου'', Κανών Ε']])</ref>. Ο [[Επιφάνειος Σαλαμίνας]] αποκαλεί τον [[Ειρηναίος|Ειρηναίο]] "μακαριώτατο και αγιώτατο"<ref> «{{Πολυτονικό|Τοῦ μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Εἰρηναίου}}». ([[Επιφάνειος Σαλαμίνας]], ''Πανάριον'' 2.6)</ref>, τον [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|αυτοκράτορα Κωνσταντίνο]] "μεγάλο και μακαριώτατο βασιλιά"<ref>«{{Πολυτονικό|Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μακαριωτάτου βασιλέως}}». (Επιφάνειος Σαλαμίνας, ''Πανάριον'' 3.309)</ref>, αλλά με τον ίδιο τρόπο απευθύνεται και προς τους Χριστιανούς γενικότερα<ref>«{{Πολυτονικό|Υμῶν δὲ καὶ τῶν ὑμῶν τέκνων, μακαριώτατοι, οὕτω πιστευόντων καὶ τὰς ἐκ ταύτης τῆς πίστεως ἐντολὰς ἐπιτελούντων ἐλπίζομεν ὑπερεύχεσθαι ἡμῶν πάντοτε ἔχειν μερίδα καὶ κλῆρον ἐν τῇ αὐτῇ πίστει}}». (Επιφάνειος Σαλαμίνας, ''Αγκυρωτός'' 119.13, 14)</ref>. Ο [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]], στη διαθήκη του, αποκαλεί "μακαριώτατους" τους γονείς του<ref>«{{Πολυτονικό|Εξ ἐντολῶν τῶν μακαριωτάτων γονέων μου}}». ([[Γρηγόριος Ναζιανζηνός]], ''Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Διαθήκη'' 156.7, 8) Επίσης, αναφέρεται ως "μακάριους" ή μακαριώτατους" και σε άλλα μέλη της οικογένειάς του. Για παράδειγμα, αναφέρει: «{{Πολυτονικό|Μᾶλλον δὲ τοῖς μακαριωτάτοις γονεῦσιν ὑποσχομένοις ἀκολουθήσας͵ ὧν ἀθετῆσαι τὴν γνώμην͵ οὔθ΄ ὅσιον͵ οὔτ΄ ἀσφαλὲς ἡγοῦμαι. ῞οσα μέντοι ἐκ τῶν τοῦ μακαρίου μου ἀδελφοῦ Καισαρίου πραγμάτων}}». (''Διαθήκη'' 157.13-15)</ref>. Ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας]] αποκαλεί με αυτό το επίθετο τον [[Απόστολος Παύλος|απόστολο Παύλο]]<ref>«{{Πολυτονικό|Μακαριώτατον Παῦλον}}». ([[Αθανάσιος Αλεξανδρείας]], ''Εις το Άσμα των Ασμάτων'' 27.1353)</ref> αλλά και τους [[Απόστολος|αποστόλους]] συλλογικά<ref>«{{Πολυτονικό|Οἱ δὲ πιστοὶ ἀκουέτωσαν καὶ μανθανέτωσαν, ὅτιπερ τού του χάριν οἱ μακαριώτατοι ἀπόστολοι κατὰ ἀνατολὰς τὰς τῶν Χριστιανῶν ἐκκλησίας προσέχειν ἐποίησαν, ἵνα πρὸς τὸν παράδεισον ἀφορῶμεν}}». (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ''Προς Αντίοχον Άρχοντα περί Πλείστων και Αναγκαίων Ζητημάτων των εν ταις Θείαις Γραφαίς Απορούμενων και παρά Πάσι Χριστιανοίς Γινώσκεσθαι Οφειλομένων'' 28.620)</ref>. Το επίθετο ''μακαριώτατος'' χρησιμοποιεί και ο [[Μέγας Βασίλειος]] για τον αποβιώσαντα [[Μέγας Αθανάσιος|Μέγα Αθανάσιο]]<ref>PG 32, 785C και 952A</ref>. Στις αρχές του [[6ος αιώνας|6ου αιώνα]], ο [[Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός]] αποκάλεσε τον [[Νώε]] "μακαριώτατο"<ref>«{{Πολυτονικό|Εκ τοῦ γένους τοῦ μακαριωτάτου Νῶε}}». ([[Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός]], ''Περί των μηνών'' 4.47)</ref>.
 
Αργότερα, αποδόθηκε ως τίτλος σε εκκλησιαστικούς [[Επίσκοπος|επισκόπους]] και στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη ''[[Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια]]'', ο όρος ''Μακαριώτατος'' προέρχεται από το απλό κοσμητικό επίθετο ''μακάριος'', δηλαδή εκείνον που απολαμβάνει ευτυχία και γαλήνη. Στην Ανατολή, ο τίτλος ''μακαριώτατος'' επικράτησε επί [[Ιουστινιανός|Ιουστινιανού]] ([[527]]-[[565]]) και αποδόθηκε αρχικά στον πατριάρχη [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Κωνσταντινουπόλεως]]. Ο τίτλος αυτός εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα για ορισμένους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους και πατριάρχες<ref>«Τίτλος πατριαρχών και αρχιεπισκόπων». (''Μείζον Ελληνικό Λεξικό'', Φυτράκης, Αθήνα 2002)</ref>, όπως οι πατριάρχες [[Πατριαρχείο Αλεξανδρείας|Αλεξανδρείας]], [[Πατριαρχείο Αντιοχείας|Αντιοχείας]], [[Πατριαρχείο Ιεροσολύμων|Ιεροσολύμων]], [[Πατριαρχείο Ρωσίας|Ρωσίας]], [[Πατριαρχείο Σερβίας|Σερβίας]] και [[Πατριαρχείο Ρουμανίας|Ρουμανίας]] αλλά και οι [[Αρχιεπίσκοπος|αρχιεπίσκοποι]] [[Αρχιεπίσκοπος Κύπρου|Κύπρου]] και [[Αρχιεπισκοπή Αθηνών|Ελλάδας]] και κατά "οφίκιο" ο εκάστοτε [[Μητρόπολη Θεσσαλονίκης|Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης]] μόνο εντός της περιφέρειάς του.