Πάπας Αλέξανδρος Γ΄: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
 
Γεννήθηκε στο Ρολάντ της [[Σιένα]]<ref>In Italian ''Rolando'' or ''Orlando''.</ref>. Από τον 14ο αιώνα αναφέρεται ως μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας του Μπαντινέλλι, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί<ref>{{Cite book|title=Papst und Kardinalskolleg von 1191 bis 1216 : die Kardinäle unter Coelestin III. und Innocenz III.|last=Maleczek, Werner.|publisher=Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften|isbn=3700106602|date=1984|location=Wien|url=https://www.worldcat.org/oclc/11511503|id=11511503}}</ref>. Μέσω της παπικής βούλας Manifestis Probatum, η οποία εκδόθηκε στις 23 Μαΐου του 1179, αναγνώρισε το δικαίωμα του [[Αλφόνσος Α΄ της Πορτογαλίας|Αλφόνσου Α΄]] να αυτοανακηρυχθεί [[Μονάρχες της Πορτογαλίας|Βασιλιάς της Πορτογαλίας]], αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό την [[Πορτογαλία]] ως ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο βασίλειο. Έθεσε επίσης τον θεμέλιο λίθο για την [[Παναγία των Παρισίων]].
 
== Διπλωματική Δραστηριότητα. ==
Το 1169 ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ πήρε την πρωτοβουλία να κάνει μία δελεαστική πρόταση στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι προσδοκούσε να συστήσει μία συμμαχία με τον Βυζαντινό μονάρχη, εναντίον του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα, που αποτελούσε τον κύριο ανταγωνιστή του Παπισμού στον αγώνα για την κυριαρχία και τον έλεγχο της Ιταλίας. Ο Αλέξανδρος βάλθηκε να αξιοποιήσει την προσδοκία των Βυζαντινών για τη νόμιμη αναγνώριση του Βυζαντινού μονάρχη ως του μόνου αυτοκράτορα, με δικαιώματα επάνω σε όλους τους Δυτικούς βασιλείς. ΟΠάπαςχρησιμοποίησε ως δόλωμα την προοπτική μιας αναγνώρισης του Μανουήλ ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων, προκειμένου να εξεσφαλίσει την προστασία του απέναντι στον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα. Όσο και αν οι βυζαντινές επιδιώξεις ήταν ανεδαφικές, ο Μανουήλ τσίμπησε το δόλωμα και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Πάπα για την επίτευξη μιας συνεννόησης.
 
Ο Μανουήλ κατέβαλε προσπάθεια να κατευνάσει το αντι-λατινικό αίσθημα που ενδημούσε την εποχή εκείνη στην Βασιλεύουσα, και βασιζόταν σε θεολογικές διαφορές. Οι διαφορές αυτές πρωτοαναδείχθηκαν από Βυζαντινό διπλωμάτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η λατινική διδασκαλία που υποστήριζε ότι ο Χριστός είναι και κατώτερος και ίσος με τον Θεό γέννησε, ήταν αιρετικές. Ο αυτοκράτορας συνεκάλεσε συνάντηση στο παλάτι, καλώντας και ένα Λατίνο θεολόγο -τον Ούγο Εθεριανό- με καταγωγή από την Πίζα, προκειμένου να εκθέσει τις Ρωμαιοκαθολικές απόψεις. Το ζήτημα οδηγήθηκε σε Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1166. Οι πρωτοβουλίες που πήρε ο Μανουήλ επάνω στο εν λόγω θεολογικό ζήτημα διαπνέονταν από την πρόθεσή του να συμφιλιώσει την Ορθόδοξη με τη Ρωμαιοκαθολική θέση και να ανακόψει το αντι-λατινικό ρεύμα, στο πλαίσιο της αναζήτησης περιοχών σύγκλισης με τον Πάπα Αλέξανδρο.
 
Ο Πάπας αναζήτησε υποστήριξη και από τις λομβαρδικές πόλεις της Ιταλίαςπου παρακολουθούσαν με τρόμο τη γερμανική διείσδυση μετά την υποταγή του Μιλάνου στον Μπαρμπαρόσσατο 1162. Παράλληλα ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός πήρε πρωτοβουλίες και στην Ιταλία και στην Σικελία προκειμένου να ανακόψει τη γερμανική ανάπτυξη. Το 1166 πρότεινε στον προσφάτως αναρρηθέντα στον θρόνο του Βασιλείου της Σικελίας Γουλιέλμο Β΄ να νυμφευθεί την κόρη του Μαρία, ώστε να επιτευχθεί η γαμήλια ένωση των δύο στεμμάτων. Οι κινήσεις αυτές είναι ενδεικτικές της προσπάθειας του Βυζαντινού αυτοκράτορα να στηρίξει τη θέση του Πάπα σε ολόκληρη την Ιταλία, με την ελπίδα μιας θετικής κατάληξης των συνομιλιών. Το 1167 ο Πάπας Αλέξανδρος είχε ήδη αποστείλει αντιπροσωπεία καρδιναλίων στην Βασιλεύουσα, προκειμένου ναδιαπραγματευθούν με τον αυτοκράτορα. Στο πλαίσιο των συνομιλιών ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός αποδέχθηκεεν μέρει το κείμενο της Ψευδο-Κωνσταντινείου Δωρεάς, ερμηνεύοντάς το όμως, με τρόπο ασφαλή για το βυζαντινό αυτοκρατορικό κύρος, επιτυγχάνοντας έτσι ένα συμβιβασμό με την Παπική πλευρά, ως προς το θέμα της εκκλησιστικής προτεραιότητας τηςΠαλαιάς Ρώμης. Όμως, οι συνομιλίες τελικά ναυάγησαν λόγω του ότι ο Αλέξανδρος Γ΄, αν και δεν είχε αντίρρηση να αναγνωρίσει τον Μανουήλ ωςαυτοκράτορα των Ρωμαίων, επέμενε στο ότι η Ρώμη, και όχι η Κωνσταντινούπολη έπρεπε να θεωρείται η Αυτοκρατορική Πόλη. Ο Αλέξανδρος συνέδεσε την από μέρους του αναγνώριση του Μανουήλ ως αυτοκράτορα με την αποδοχή από μέρους του Βυζαντινού αυτοκράτορα της Παλαιάς Ρώμης ως της μόνης Αυτοκρατορικής Πόλεως.
 
Η επιμονή αυτή του Πάπα υπαγορεύθηκε από τις εξελίξεις επί του στρατιωτικού πεδίου. Ο στρατός του Γερμανού αυτοκράτορα, το 1167, αποδεκατίστηκε από πανώλη και ο Μπαρμπαρόσσα αναγκάσθηκε να αποσύρει το στράτευμά του από την Ιταλία. Στα τέλη του 1170 ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα απέστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, με επικεφαλής τον Καγκελάριο Χριστιανό της Μαγεντίας, στοχεύοντας στο να απομακρύνει τον Κομνηνό από τη συνεργασία του με τον Πάπα Αλέξανδρο, χωρίς επιτυχία.
 
== Πηγές ==