Σύνθετη τουρκική λέξη, εκ των [[αραβικά|αραβικών]] καΐμ = ιστάμενος και μακάμ = θέσις (διοικητική). Γενικότερα, που σημαίνει τον ανώτερο [[:Κατηγορία:Κυβερνητικοί αξιωματούχοι|αξιωματούχο]] στην [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] αλλά κι επίσηςκαι στη σύγχρονη [[Τουρκία]], ο οποίος διοικεί μια [[επαρχία]] ως [[αντιπρόσωπος]] του [[Σουλτάνος|σουλτάνου]] ή της [[Κεντρική διοίκηση|κεντρικής διοίκησης]] αντιστοίχως. Ειδικότερα, «[[καϊμακάμης|'''καϊμακάμης''']]» αποκαλείται ο [[Διοίκηση|διοικητής]], [[Πρόεδρος|επικεφαλής]] ενός [[καζάς|καζά]].
Στον [[Στρατός ξηράς|στρατό]], ο βαθμός του «[[:en:Kaymakam|'''καϊμακάμ''']]» είναι ο αντίστοιχος του «[[Συνταγματάρχης|'''Συνταγματάρχη''']]».