Κώττας Χρήστου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 45:
Το Πάσχα του 1900, ο Κώττας με το σώμα του εξόντωσε τον Κασήμ αγά, ο οποίος ήταν ο ισχυρότερος μπέης της περιοχής και εξανάγκαζε σε εξαθλίωση τους κατοίκους του Σμαρδεσίου (σημ. [[Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας|Κρυσταλλοπηγή]]), της Μπρέσνιτσας (σημ. [[Βατοχώρι Φλώρινας|Βατοχώρι]]), της Ρούλιας, της Τύρσιας, της Όστιμας (σημ. [[Τρίγωνο Φλώρινας|Τρίγωνο]]), του Ζελόβου (σημ. [[Ανταρτικό Φλώρινας|Ανταρτικό]]), της Ποζίβιστας (σημ. [[Χαλάρα Καστοριάς|Χαλάρα]]), του Κονομπλατίου και της Στάτιστας, επιβάλλοντας βαρείς φόρους και χρησιμοποιώντας βίαια μέσα. Την ίδια εποχή (άνοιξη του 1900) αναδιοργάνωσε το σώμα του, το οποίο τώρα περιελάμβανε το Σωτήριο Βέλλιο από την Κραπέστινα (σημ. [[Ατραπός Φλώρινας|Ατραπός]]), τον [[Μήτρος Βλάχος|Μήτρο Βλάχο]], τον Χρήστο Σφέτκο, τον Ιωάννη Μπούτζωφ, τον Νάκο, τον Δεμίρη και τον Αλέξανδρο Νάστο. Την περίοδο εκείνη, ο [[Βούλγαροι|Βούλγαρος]] κομιτατζής Μοσκώφ απαίτησε από την [[Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση|ΕΜΕΟ]] την αρχηγία στην [[Περιφερειακή Ενότητα Καστοριάς|περιοχή Καστοριάς]], αλλά χωρίς αποτέλεσμα, καθώς αφενός οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να επιβάλουν κάποιον αρχηγό στον Κώττα, και αφετέρου, η ΕΜΕΟ, σύμφωνα με τον [[Πάντο Κλιάσεφ]], είχε ανάγκη την, ουσιαστικά αναντικατάστατη, ηγετική φυσιογνωμία του Κώττα. Έτσι, η ΕΜΕΟ αποφάσισε την προσωρινή παραμονή του Κώττα, ως στέλεχους της. Τον Ιούλιο του 1900 ο Κώττας, με το νέο σώμα, του εξόντωσε τον Αμπεντίν αγά της Καστοριάς που καταπίεζε τους κατοίκους της περιοχής. Οι επιτυχίες αυτές εδραίωσαν την ηγετική παρουσία του Κώττα στην περιοχή Πρεσπών και [[Κορέστια|Κορεστίων]] καθώς ανακούφισαν τους κατοίκους από την εκμετάλλευση των επίσημων και ανεπίσημων Οθωμανών δυναστών. Η μορφή του Κώττα έγινε θρύλος και αποτέλεσε την ελπίδα για τους κατοίκους της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.<ref>Βακαλόπουλος, ''Εθνοτική Διαπάλη...'', 1999, σσ. 299, 300</ref>
 
Τον Ιούλιο του 1900 κατέφτασε στην περιοχή Καστοριάς – Φλώρινας, ο κομιτατζής Γκεόργκι Ιβάνωφ από το [[Κότελ]] της [[Βουλγαρία]]ς, γνωστός ως Μάρκο. Έκτοτε, το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκδήλωσε την αντιπάθειά του προς τον Κώττα. Ο Ιβάνωφ ανέλαβε τη γενική αρχηγία στις περιφέρειες Καστοριάς – Φλώρινας και ο Κώττας διατάχθηκε να τον υπακούει. Πολλοί ήταν τότε που εκδήλωσαν ανοιχτά τις διαφωνίες τους με τη νέα ηγεσία, όπως ο Σωτήριος Βέλλιος από την Κραπέστινα, ο οποίος επέστρεψε στον Κώττα. Ο Κώττας τότε αποσύρθηκε στο Κονομπλάτι (σημ. Μακροχώρι) και αρνήθηκε να συμμετάσχει σε επιχειρήσεις υπό τον Ιβάνωφ που είχαν σκοπό την τρομοκράτηση του μακεδονικού Ελληνισμού. Οι επιχειρήσεις αυτές αποφασίστηκαν από την ΕΜΕΟ, καθώς έως τότε η βουλγαρική κίνηση δεν είχε μεγάλη απήχηση στους πληθυσμούς. Τον Αύγουστο του 1900 ήρθε η οριστική ρήξη του Κώττα με την ΕΜΕΟ, καθώς ο Ιβάνωφ του ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα στον κάμπο της [[Δήμος Φλώρινας|Φλώρινας]], προκειμένου να καταδιώξει τον επίσης αντιρρησία Χρήστο Ποπόφσκι, εκμεταλλευόμενος την επιρροή του Κώττα στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής. Ο Κώττας ύστερα από πιέσεις αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να παράσχει στον Ιβάνωφ ασφαλή πορεία, όταν όμως επέστρεψε αργότερα στα Κορέστια με τον Σωτήριο Βέλλιο, πληροφορήθηκε ότι ο Ιβάνωφ είχε σκοπό να δολοφονήσει τον Έλληνα προύχοντα του [[Άγιος Παντελεήμονας Φλώρινας|Αγίου Παντελεήμονα]]. Ακολούθησε η οριστική ρήξη του Κώττα με την ΕΜΕΟ και πολλά μέλη έως τότε της βουλγαρικής οργάνωσης, που διέβλεπαν την επικείμενη στροφή του Κομιτάτου εναντίον των Ελλήνων, αποχώρησαν. Ο Κώττας τότε ανασυγκρότησε το σώμα του, το οποίο αποτελούσαν τότε ο Σωτήριος Βέλλιος, ο Ιβάντσος Κιτσεβίτης από τη [[Μπελίτσα Κιτσέβου|Μπελίτσα]] [[Κίτσεβο|Κιτσέβου]] και ο Νάκος, και διέφυγε το φθινόπωρο του 1900 στην περιοχή της [[Δήμος Καστοριάς|Καστοριάς]], όπου τους παρείχε ασφαλές καταφύγιο ο Λάζαρος Τσολάκης από τον [[Απόσκεπος Καστοριάς|Απόσκεπο]]. Έτσι, το Κομιτάτο προσπάθησε να απαλλαγεί διά παντός από τον Κώττα Χρήστου, ο οποίος αποτελούσε πλέον πολύ σοβαρό κίνδυνο για την επίτευξη των στόχων του. Ο [[Μακεδονικός αγώνας#Κομιτατζήδες|κομιτατζής]] Παύλε Χρήστο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1900 προσπάθησε να εντοπίσει τον Κώττα προκειμένου να τον απομονώσει αλλά χωρίς επιτυχία. Το Κομιτάτο μάλιστα, διά των Γκεόργκι Ιβάνωφ (Μαρκώφ) και Πάβελ Χρήστωφ, προσπάθησε να πείσει τον Κώττα να μεταβεί στη [[Σόφια]] για συζητήσεις και όταν αυτό δεν έφερε αποτέλεσμα, προσπάθησε να εξαγοράσει τους συντρόφους του, αλλά και πάλι δίχως αποτέλεσμα<ref>Ιωάννης Κ. Μαζαράκης Αινιάν, Ο Μακεδονικός Αγώνας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1981, σελ. 23</ref>. Τον Οκτώβριο ο Κώττας με το σώμα του εγκαταστάθηκε στο Κονομπλάτι, όπου είχε ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους ντόπιους Έλληνες κατοίκους. Στην προσπάθειά του για στρατολόγηση νέων μαχητών στο σώμα του, δέχθηκε επίθεση από το σώμα του κομιτατζή Τάνε Κλιάντσεφ, ανάμεσα στην Μπάνιτσα (σημ. [[Βεύη Φλώρινας|Βεύη]]) και το Γκορνίτσοβο (σημ. [[Κέλλη Φλώρινας|Κέλλη]]). Κατά τη συμπλοκή ο Κώττας τραυματίστηκε στην ωμοπλάτη και νοσηλεύτηκε στην οικία του φίλου του Τραϊανού Κεσίνη, στη Ρούλια, από τους Καστοριανούς γιατρούς Μενέλαο Μπατρίνο και Κύρο Καραμπίνα.<ref>Βακαλόπουλος, ''Εθνοτική Διαπάλη...'', 1999, σσ. 300, 301</ref>
 
Το φθινόπωρο εκείνο του 1900 ο Κωνσταντίνος Χρήστου προσπάθησε εκ νέου να επικοινωνήσει με τον μητροπολίτη Καστοριάς που τώρα ήταν ο Αθανάσιος Καπουράλης (1899 – 1900). Ο μητροπολίτης Αθανάσιος όμως, όντας γέρος και ασθενικός, δεν μπορούσε να βοηθήσει και ουσιαστικά δεν αναμείχθηκε στα γεγονότα.<ref name="ReferenceB"/> Τα [[Χριστούγεννα]] του [[1900]] η ΕΜΕΟ επικοινώνησε με τον Κώττα, που είχε αναρρώσει από τα τραύματά του και γνώριζε πλέον τους σκοπούς της ΕΜΕΟ για τον ίδιο, αλλά και για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Τότε ο Παύλε Χρήστο του δήλωσε ότι η δολοφονική απόπειρα σε βάρος του έγινε χωρίς να το γνωρίζει. Ο Κώττας τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο προτείνοντας να συμμετάσχει ο ίδιος στο σώμα του Αθανάς Πετρώφ. Ο Πετρώφ εκείνη την περίοδο στρατολογούσε πολλούς Έλληνες της περιοχής με το πρόσχημα της κοινής ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας κατά των Οθωμανών εν όψει της επικείμενης εξέγερσης το 1901 (όπως ήταν σχεδιασμένο τότε), καθώς η προσέλκυση Χριστιανών στην [[Βουλγαρική Εξαρχία|Εξαρχία]] ήταν πολύ περιορισμένη.<ref>Βακαλόπουλος, ''Εθνοτική Διαπάλη...'', 1999, σσ. 158, 302</ref>