Κώττας Χρήστου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε
Γραμμή 113:
Ο Κώτας ενσάρκωσε, για την περίοδο 1901 – 1904, τον πρωτοπόρο Έλληνα μαχητή που κυριάρχησε στο προσκήνιο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας στο μεταίχμιο δύο κρίσιμων αιώνων.<ref>Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830-1912), Από τη γένεση του Νεοελληνικού κράτους ως την απελευθέρωση, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 304</ref> Ξεκίνησε ήδη τη δράση του από τη [[Μακεδονική Επανάσταση του 1896]] και μετά την αποτυχία της, ελλείψει οποιασδήποτε βοήθειας από τις επίσημες ελληνικές αρχές (κράτος, εκκλησία) ακολούθησε ανεξάρτητη δράση. Ειλικρινής υποστηρικτής της ελληνοβουλγαρικής συνεργασίας για τη Μακεδονία, (συνήθιζε να λέει: ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι είναι εύκολο να το μοιράσουμε), συμμετείχε αρχικά σε πολλαπλές κοινές επιχειρήσεις με την [[Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση|ΕΜΕΟ]], αλλά διαχώρισε τη θέση του όταν η βουλγαρική οργάνωση έθεσε ως προτεραιότητα την εκκαθάριση των Ελλήνων. Στη συνέχεια αποδύθηκε σε σκληρό αγώνα κατά του βουλγαρικού Κομιτάτου και ιδιαίτερα κατά [[κομιτατζής|κομιτατζήδων]] που επιδίδονταν σε αγριότητες σε βάρος Ελλήνων αλλά και άλλων Χριστιανών.<ref>Βακαλόπουλος, ''Νεότερη Ιστορία...'', 1999, σσ. 305, 306</ref> Ήδη από το 1901 αποτελούσε τον κυριότερο εχθρό των Βουλγάρων στη Βορειοδυτική Μακεδονία. Η ηγετική του παρουσία στην περιοχή και η μεγάλη επιρροή που ασκούσε σε μεγάλους πληθυσμούς, τον κατέστησαν τον βασικό εκφραστή της ελληνικής ιδέας στην περιοχή και διατήρησε άσβεστη την ελπίδα των Ελλήνων κατοίκων ανυψώνοντας το ηθικό τους σε περιόδους που η βουλγαρική τρομοκρατία ήταν ολοκληρωτική. Έτσι, όταν το 1901 μπόρεσε να εδραιωθεί εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Μητρόπολης Καστοριάς, αλλά και του ελληνικού κράτους, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου, αντιμετώπισε το Κομιτάτο επί ίσοις όροις και μπόρεσε να ασκήσει την προσωπική του πολιτική επιλογή που ήταν η εξεύρεση κοινού πλαισίου δράσης μεταξύ όλων των Χριστιανών.<ref>Βακαλόπουλος, ''Νεότερη Ιστορία...'', 1999, σσ. 306, 307</ref> Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης τον χαρακτήριζε ''προστάτη των Χριστιανών και φόβητρο των Βουλγάρων''. Η επικράτηση των ακραίων στοιχείων στην ΕΜΕΟ που ακολούθησε τη βουλγαρική διαμάχη μεταξύ Σεντραλιστών (αυτονομιστών) και Βερχοβιστών (της Ανώτατης Επιτροπής), οδήγησε σε σκλήρυνση της στάσης κατά των Ελλήνων με αποκορύφωμα την [[Εξέγερση του Ίλιντεν]], κάτι που ο Κώττας προσπάθησε να αποτρέψει. Για αντιστάθμιση των ακραίων βουλγαρικών κινήσεων ,προκάλεσε την επίσημη εμπλοκή του ελληνικού κράτους με την επίσκεψή του στην Αθήνα και τη συνάντησή του με τον διάδοχο [[Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας|Κωνσταντίνο]]. Ήταν σαφές όμως, ότι η συσσωρευμένη κατάσταση ήταν μοιραίο να οδηγήσει στα άκρα, κάτι που ο Κώττας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. Έως και την ύστατη στιγμή (1904) προσπάθησε να βρει τρόπους συνεννόησης με τοπικούς αρχηγούς της ΕΜΕΟ, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από καμία πλευρά.<ref>Βακαλόπουλος, ''Νεότερη Ιστορία...'', 1999, σσ. 310 - 315</ref> Η προδοσία εναντίον του ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της προσωπικής πολιτικής στρατηγικής του που προσπάθησε να επιβάλει, μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες συνθήκες. Όταν ο Ευθύμιος Καούδης πληροφορήθηκε τη σύλληψή του, σημείωσε «''ελέχθη ότι τον Κώττα τον επρόδωσε ο δεσπότης, πράγμα που δυσκολεύομαι να πιστέψω. Αλλά λάθη έγιναν τόσα πολλά όπου ίσως να έγινε και αυτό.»'' <ref>Βακαλόπουλος, ''Νεότερη Ιστορία...'', 1999, σσ. 315, 317</ref><ref>Ανδρέου, '''Κώττας (1863-1905)'', 157.</ref> Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, έγινε αντιληπτό το δυσαναπλήρωτο κενό που άφηνε πίσω του, γι αυτό και ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ουδέποτε παραδέχτηκε την προδοσία. Προσπάθησε μάλιστα έως το τέλος να τον αποφυλακίσει. Η θυσία του συγκίνησε τους Μακεδόνες και αποτέλεσε την έναρξη της ελληνικής αντεπίθεσης στη Μακεδονία.<ref>Τζηνίκου Κακούλη, σσ. 39, 48</ref> Για τη συνολική του δράση και το τέλος του, υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα. Έχει διασωθεί ένα δημοτικό τραγούδι στα [[Αλβανική γλώσσα|αλβανικά]] και δύο στα [[Ελληνική γλώσσα|ελληνικά]].<ref>Τζηνίκου Κακούλη, σσ. 48</ref><ref>Κωνσταντίνος Δούφλιας, Μακεδονία – Μακεδονικός Αγώνας, Εκδόσεις: Αιγαίο – Σ. Βάρφης και Σία Ο.Ε, Θεσσαλονίκη, 1992, σσ. 151, 154</ref>
 
Για τη ζωή του Κώτα δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά προέρχονται κυρίως από ανθρώπους που λίγο μόνο τον γνώρισαν, όπως ο [[Γερμανός Καραβαγγέλης]], ο οποίος στα απομνημονεύματα του αυτοπεριορίζεται και δεν προσφέρει παρά τις ελάχιστες δυνατές πληροφορίες, επειδή ο Κώτας είχε εν τω μεταξύ λάβει θέση στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων.<ref name="Koliopoulos-Veremis2004">{{cite book|last1=Koliopoulos|first1=John S.|first2=Thanos M.|last2=Veremis|title=Greece: the Modern Sequel: from 1821 to the Present|year=2004|publisher=Hurst & Co.|location=Λονδίνο|page=240}}</ref> Ήταν ένας από τους τελευταίος και πλέον χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της [[Κλέφτες|κλέφτικης]] παράδοσης της περιοχής.<ref name="Koliopoulos1987"/> Οι στόχοι του Κώτα, όπως και άλλων Σλάβωνσλαβόφωνων της Μακεδονίας, δεν είναι εύκολα καθορίσιμοι. Θεωρείται Έλληνας ήρωας από τους Έλληνες, αλλά φιλοχρήματος οπλαρχηγός από τους [[Σλαβομακεδόνες]]. Η συμπαράταξή του, πρώτα με την ΕΜΕΟ και αργότερα με την ελληνική πλευρά, δεν αποδεικνύει ότι απέβλεπε μόνο στις υλικές απολαβές που ανέμενε ένας οπλαρχηγός σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά μάλλον ότι κύριος στόχος του ήταν η απελευθέρωση από την Οθωμανική αυτοκρατορία.<ref name="Koliopoulos-Veremis2004"/> Από την αρχή της δράσης του, δίχως να έχει ελληνική ή βουλγαρική συνείδηση, είχε διαμορφωμένη στάση ως χριστιανός οπλαρχηγός απέναντι στην [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|οθωμανική εξουσία]], τον οποίο αναγκάστηκε να αξιοποιήσει η [[ΕΜΕΟ]]. Μετά την απομάκρυνσή του από την ΕΜΕΟ και την [[Βουλγαρική Εξαρχία|εξαρχική πλευρά]] -όταν στράφηκαν εναντίον Χριστιανών-, την ένταξή του στο [[Ρουμ μιλέτ|πατριαρχικό στρατόπεδο]] και τη στράτευσή του στην ελληνική υπόθεση, η στάση του χαρακτηριζόταν από ρευστότητα, καθώς διατήρησε τις σχέσεις του με τους πρώην συνεργάτες του, ισορροπώντας ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, αλλά αντιτασσόμενος σταθερά στην οθωμανική τάξη, σε αντίθεση με τον Καραβαγγέλη.<ref>Ανδρέου, ''Κώττας (1863-1905)'', σσ. 173-4, 85-7.</ref> Παρά την απέχθεια που προξενούσε σε πατριώτες αξιωματικούς και αρχιερείς ο τυχοδιωκτισμός που επεδείκνυε, και παρά την ανακούφιση που τους προκάλεσε η σύλληψη και η εκτέλεσή του από τους Τούρκους, όλοι οι οπλαρχηγοί τον αναγνώριζαν ως αρχηγό των ατάκτων. Η σύνταξή του με μία πλευρά, την ελληνική, περισσότερο απ' ότι συνηθιζόταν σε ανθρώπους της συνομοταξίας του, δεν του επέτρεπε να δρα ως παραδοσιακός καπετάνιος<ref name="Koliopoulos1987">{{cite book|last=Koliopoulos|first=John|authorlink=Ιωάννης Κολιόπουλος|year=1987|title=Brigands with a cause : brigandage and irredentism in modern Greece, 1821-1912|location=Οξφόρδη|publisher=Clarendon|page=229}}</ref> και δεν ήταν δυνατό να μείνει επί μακρόν χωρίς συνέπειες. Τόσο νεκρός όσο και ζωντανός, ο Κώτας δύσκολα μπορεί να στρατευθεί σε μία εθνική παράταξη ή ιστορία.<ref name="Koliopoulos-Veremis2004"/>
 
==Δημόσια μνήμη==