Σέιμ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Δημιουργήθηκε από μετάφραση της σελίδας "Sejm"
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:37, 19 Απριλίου 2021

Το Σέιμ (πολωνικά: Sejm, [sɛjm] ( ακούστε)), επίσημα γνωστό ως Σέιμ της Δημοκρατίας της Πολωνίας (Sejm Rzeczypospolitej Polskiej), είναι η κάτω βουλή του κοινοβουλίου δύο σωμάτων της Πολωνίας.

Το Σέιμ έχει υπάρξει το υψηλότερο διοικητικό σώμα της Τρίτης Πολωνικής Δημοκρατίας από τη μετάβαση της κυβέρνησης το 1989. Μαζί με την άνω βουλή του κοινοβουλίου, τη Γερουσία, αποτελεί το εθνικό νομοθετικό σώμα στην Πολωνία. Η Δίαιτα αποτελείται από 460 βουλευτές (μοναδικός deputowany ή poseł - «απεσταλμένος») που εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια με καθολική ψηφοφορία. Το Σέιμ προεδρεύεται από έναν ομιλών που ονομάζεται «Διευθύνων του Σέιμ» (Marszałek Sejmu).

Στο Βασίλειο της Πολωνίας, ο όρος «Sejm» αναφέρεται σε ολόκληρο το κοινοβούλιο των δύο τμημάτων, το οποίο αποτελείται από την Βουλή των Αντιπροσώπων (πολωνικά: Izba Poselska), τη Γερουσία και το Βασιλιά. Ήταν λοιπόν ένα κοινοβούλιο τριών σωμάτων. Το 1573, τα Άρθρα του Ερρίκου ενίσχυσαν τη δικαιοδοσία της συνέλευσης, καθιστώντας την Πολωνία μια συνταγματική εκλεκτορική μοναρχία. Από τη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία (1918-1939), το «Sejm» αναφέρεται μόνο στο μεγαλύτερο σώμα του κοινοβουλίου.

Ιστορία

Βασίλειο της Πολωνίας

 
Το πρώτο Σέιμ στη Γουεντσίτσα. Καταγραφή νόμων. 1180 μ.Χ.

Οι ρίζες του Σέιμ (που σημαίνει «συγκέντρωση» στα πολωνικά) εντοπίζονται στα Συμβούλια του Βασιλιά - βέχε - που απέκτησε εξουσία κατά την περίοδο του κατακερματισμού της Πολωνίας (1146-1295). Το Σέιμ του 1180 στη Γουεντσίτσα (γνωστό ως «το Πρώτο Πολωνικό Κοινοβούλιο») ήταν το πιο αξιοσημείωτο από αυτά τα συμβούλια, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία της Πολωνίας θέσπισε νόμους που περιόριζαν την εξουσία του κυβερνήτη. Απαγόρευσε την αυθαίρετη κατάσχεση προμηθειών στην ύπαιθρο και την ανάληψη επισκοπικών εδαφών μετά το θάνατο ενός επισκόπου. Αυτά τα πρώτα Σείμ δεν συγκαλούνταν τακτικά, αλλά μόνο κατόπιν εντολής του Βασιλιά.

Μετά το Σέιμ του 1493 στο Πιότρκουφ Τριμπουνάλσκι, έγινε ένα τακτικά συγκαλούμενο σώμα, στο οποίο διεξάγονταν έμμεσες εκλογές κάθε δύο χρόνια. Το διθάλαμο σύστημα καθιερώθηκε επίσης. Το Σέιμ στη συνέχεια περιλάμβανε δύο σώματα: τη Γερουσία (Senat) των 81 επισκόπων και άλλων αξιωματούχων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αποτελούμενη από 54 απεσταλμένους που εκλέγονταν από μικρότερα τοπικά σέιμικ (sejmik, συνελεύσεις ευγενών) σε καθεμία από τις επαρχίες του Βασιλείου. Εκείνη την εποχή, η αριστοκρατία της Πολωνίας, που αντιπροσώπευε περίπου το 10% του πληθυσμού του κράτους (τότε το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη), αποκτούσε σημαντική επιρροή και με την τελική ανάπτυξη της Χρυσής Ελευθερίας, οι δυνάμεις του Σέιμ αυξήθηκαν δραματικά.[1]

Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία

 
Το 1791, το «Μείζων Σέιμ» ή το Τετραετές Σέιμ του 1788-1792 και η Γερουσία ενέκριναν το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου στο Βασιλικό Κάστρο της Βαρσοβίας.

Με την πάροδο του χρόνου, οι βουλευτές της κάτω βουλής μεγάλωσαν σε αριθμό και δύναμη, καθώς πίεζαν τον βασιλιά για περισσότερα προνόμια. Το Σέιμ τελικά έγινε πιο ενεργό στην υποστήριξη των στόχων των προνομιούχων τάξεων όταν ο βασιλιάς πως οι γαιοκτήμονες και οι χωρικοί θα εντάσσονταν σε στρατωτική υπηρεσία.

Η Ένωση του Λούμπλιν το 1569, ένωσε το Βασίλειο της Πολωνίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας ως ένα ενιαίο κράτος, την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και έτσι το Σέιμ συμπληρώθηκε με νέους απεσταλμένους μεταξύ της λιθουανικής αριστοκρατίας. Η Κοινοπολιτεία εξασφάλισε τη συνέχιση της κατάστασης που περιβάλλει το σύστημα τριών σωμάτων, με το Σέιμ, τη Γερουσία και τον Βασιλιά να σχηματίζουν τις αρχές και το ανώτατο σώμα συσκέψεων του κράτους. Στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, η Γερουσία είχε αποκτήσει υπεροχή έναντι του Σέιμ. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1500 και έπειτα, το Σείμ έγινε ένα πολύ ισχυρό αντιπροσωπευτικό σώμα της σλάχτα («μεσαία αριστοκρατία»). Τα σώματα της διατηρούσαν τις τελικές αποφάσεις σε θέματα νομοθεσίας, φορολογίας, προϋπολογισμού και θησαυροφυλακίου (συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής χρηματοδότησης), της εξωτερικής πολιτικής και του αποκλεισμού των ευγενών..

Η Συνομοσπονδία της Βαρσοβίας του 1573 είδε τους ευγενείς του Σέιμ επίσημα να επικυρώνουν και να εγγυώνται τη θρησκευτική ανοχή στην επικράτεια της Κοινοπολιτείας, διασφαλίζοντας ένα καταφύγιο για όσους τρέπονταν σε φυγή από τους συνεχιζόμενους πολέμους της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης στην Ευρώπη.

Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, δεν απαιτούταν ομοφωνία και η διαδικασία πλειοψηφίας ήταν το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σύστημα ψηφοφορίας. Αργότερα, με την άνοδο των Πολωνών αρχόντων και την αύξηση της ισχύος τους, η αρχή της ομοφωνίας εισήχθη εκ νέου από τον φορέα του δικαιώματος της αριστοκρατίας του liberum veto (λατινικά για το «ελεύθερο βέτο»). Επιπλέον, εάν οι απεσταλμένοι δεν μπορούσαν να λάβουν ομόφωνη απόφαση εντός έξι εβδομάδων (το χρονικό όριο μιας συνεδρίασης), οι συζητήσεις κηρύσονταν άκυρες και ακυρώνονταν όλες οι προηγούμενες πράξεις που εκδόθηκαν από τον Σέιμ. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και έπειτα, οποιαδήποτε αντίρρηση σε ψήφισμα του Σέιμ, είτε από απεσταλμένο είτε από γερουσιαστή, προκαλούσε αυτόματα την απόρριψη άλλων, προηγουμένως εγκεκριμένων ψηφισμάτων. Αυτό οφείλοταν στο γεγονός ότι όλα τα ψηφίσματα που εγκρίνονταν από μια δεδομένη σύνοδο του Σέιμ αποτελούσαν ένα ολόκληρο ψήφισμα και, ως εκ τούτου, δημοσιεύονταν ως η ετήσια «συστατική πράξη» του Σέιμ, π.χ. η πράξη «Anno Domini 1667». Τον 16ο αιώνα, κανένα άτομο ή μικρή ομάδα δεν τόλμησε να αναστείλει τις διαδικασίες, αλλά, από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, το liberum veto χρησιμοποιήθηκε για να παραλύσει ουσιαστικά το Σέιμ και έφερε την Κοινοπολιτεία στο χείλος της κατάρρευσης.

Το liberum veto καταργήθηκε με την έγκριση του Συντάγματος της 3ης Μαΐου 1791, ενός νομοθετικού κειμένου που ψηφίστηκε ως «Κυβερνητικός Νόμος» και για τον οποίο το Σέιμ απαιτούσε τέσσερα χρόνια να το διαδώσει και να το υιοθετήσει. Η αποδοχή του Συντάγματος, και οι πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να είχε, είναι αναμφισβήτητα ο λόγος για τον οποίο οι δυνάμεις της Μοναρχίας των Αψβούργων, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Πρωσίας αποφάσισαν τότε να διαμελίσουν την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, θέτοντας έτσι τέλος σε πάνω από 300 χρόνια συνεχούς πολωνικού κοινοβουλίου. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1493 και 1793, ένα Σέιμ πραγματοποιήθηκε 240 φορές και το συνολικό άθροισμα του χρόνου συζήτησης ήταν 44 χρόνια.[1]

Διαμελισμοί

Μετά την πτώση του Δουκάτου της Βαρσοβίας, το οποίο υπήρξε ως εξαρτημένο κράτος του Ναπολέοντα μεταξύ 1807 και 1815, και το βραχύβιο Σέιμ του Δουκάτου της Βαρσοβίας, το Σέιμ της Πολωνίας του Συνεδρίου ιδρύθηκε στην Πολωνία του Συνεδρίου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το οποίο αποτελούταν από τον βασιλιά (τον Ρώσο αυτοκράτορα), την άνω βουλή (Γερουσία) και την κάτω βουλή (Βουλή των Αντιπροσώπων). Συνολικά, κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1795 έως την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Πολωνίας το 1918, στην πραγματικότητα λίγη εξουσία υπήρχε από οποιοδήποτε πολωνικό νομοθετικό όργανο και οι δυνάμεις κατοχής της Ρωσίας, της Πρωσίας (αργότερα ενωμένης Γερμανίας) και της Αυστρίας προωθούσαν τη νομοθεσία για τα αντίστοιχα πρώην πολωνικά εδάφη σε εθνικό επίπεδο.[1]

Πολωνία του Συνεδρίου

Η Βουλή των Αντιπροσώπων, παρά το όνομά της, απαρτιζόταν όχι μόνο από 77 απεσταλμένους (που στέλνονταν από τοπικές συνελεύσεις) από την κληρονομική αριστοκρατία, αλλά και από 51 βουλευτές, εκλεγμένους από τους μη ευγενείς πληθυσμούς. Όλοι οι βουλευτές καλύπτονταν από βουλευτική ασυλία, με κάθε άτομο να υπηρετεί για θητεία έξι ετών, με το ένα τρίτο των βουλευτών να εκλέγονται κάθε δύο χρόνια. Οι υποψήφιοι για αναπληρωτές έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζουν και να γράφουν και να έχουν ένα ορισμένο ποσό πλούτου. Η νόμιμη ηλικία ψήφου ήταν τα 21 έτη, εκτός από εκείνους τους πολίτες που υπηρετούσαν στο στρατό, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να ψηφίσουν. Οι κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις συγκαλούνταν αρχικά κάθε δύο χρόνια και διαρκούσαν (τουλάχιστον) 30 ημέρες. Ωστόσο, μετά από πολλές συγκρούσεις μεταξύ φιλελεύθερων βουλευτών και συντηρητικών κυβερνητικών αξιωματούχων, οι συνεδριάσεις συγκλήθηκαν αργότερα μόνο τέσσερις φορές (1818, 1820, 1826 και 1830, με τις δύο τελευταίες συνεδρίες να είναι μυστικές). Το Σέιμ είχε το δικαίωμα να ζητήσει ψήφους για αστικά και διοικητικά νομικά ζητήματα και, με την άδεια του βασιλιά, θα μπορούσε επίσης να ψηφίσει για θέματα που σχετίζονται με τη δημοσιονομική πολιτική και τον στρατό. Είχε το δικαίωμα να ασκεί έλεγχο επί κυβερνητικών αξιωματούχων και να υποβάλλει αιτήματα. Η 64μελής Γερουσία από την άλλη πλευρά, απετελούταν από βοεβόδες και καστελάνους (και δύο τύποι επαρχιακών κυβερνητών), Ρώσους απεσταλμένους, διπλωμάτες ή πρίγκιπες, και εννέα επισκόπους. Έδρασε ως Κοινοβουλευτικό Δικαστήριο, είχε το δικαίωμα να ελέγχει τα «βιβλία των πολιτών» και είχε παρόμοια νομοθετικά δικαιώματα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων.[1]

Γερμανία και Αυστροουγγαρία

Στην Ελεύθερη Πόλη της Κρακοβίας (1815-1846), ένα νομοθετικό σώμα Συνέλευσης των Αντιπροσώπων ιδρύθηκε, και από το 1827, το νομοθετικό σώμα της επαρχιακής Δίαιτας υπήρχε στο Μεγάλο Δουκάτο του Πόζναν. Οι Πολωνοί εκλέγονταν και εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία και στα δύο αυτά νομοθετικά σώματα. Ωστόσο, ήταν σε μεγάλο βαθμό αδύναμοι θεσμοί και άσκησαν πολύ περιορισμένη εξουσία. Μετά από πολλές αποτυχίες στη διασφάλιση της νομοθετικής κυριαρχίας στις αρχές του 19ου αιώνα, πολλοί Πολωνοί απλώς εγκατέλειψαν την προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα βαθμό ανεξαρτησίας από τα ξένα κυρίαρχα κράτη τους. Στην Αυστριακή Διχοτόμηση, ένα σχετικά αδύναμο Σέιμ λειτούργησε μέχρι την εποχή της Άνοιξης των Εθνών. Μετά από αυτό, στα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα, μόνο στην αυτόνομη Γαλικία (1861-1914) υπήρχε ένα μονομερές και λειτουργικό Εθνικό Σέιμ, το Σέιμ της Γαλικίας και Λοδομερίας. Σήμερα, αναγνωρίζεται πως διαδραμάτισε σημαντικό και συντριπτικό θετικό ρόλο στην ανάπτυξη των πολωνικών εθνικών θεσμών.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι Πολωνοί κατάφεραν να γίνουν μέλη των κοινοβουλίων της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας, όπου δημιούργησαν πολωνικούς συλλόγους. Οι βουλευτές πολωνικής υπηκοότητας εκλέχτηκαν στο πρωσικό Λάνταγκ (Landtag) από το 1848 και στη συνέχεια στο Ράιχσταγκ (Reichstag) της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1871. Οι Πολωνοί βουλευτές ήταν μέλη του Αυστριακού Κρατικού Συμβουλίου (από το 1867), και από το 1906 εκλέχθηκαν επίσης στη Ρωσική Αυτοκρατορική Κρατική Δούμα (κάτω βουλή) και στο κρατικό συμβούλιο (άνω βουλή).[1]

Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποκατάσταση της πολωνικής ανεξαρτησίας, η σύγκληση του κοινοβουλίου, σύμφωνα με τον δημοκρατικό εκλογικό νόμο του 1918, έγινε ένα διαρκές σύμβολο της επιθυμίας του νέου κράτους να επιδείξει και να εδραιώσει τη συνέχεια με τις 300χρονες πολωνικές κοινοβουλευτικές παραδόσεις που είχαν καθιερωθεί πριν την περίοδο των διαμελισμών. Ο Μάτσεϊ Ράταϊ απότισε φόρο τιμής σε αυτό με τη φράση: «Υπάρχει η Πολωνία εκεί, και άρα και το Σέιμ».

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, το πρώτο Νομοθετικό Σέιμ του 1919, μια Εκλογική Συνέλευση, πέρασε το Μικρό Σύνταγμα του 1919, το οποίο εισήγαγε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και διακήρυξε την αρχή της κυριαρχίας του Σέιμ. Αυτό στη συνέχεια ενισχύθηκε, το 1921, από το Σύνταγμα του Μαρτίου, ένα από τα πιο δημοκρατικά ευρωπαϊκά συντάγματα που θεσπίστηκαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σύνταγμα καθιέρωσε ένα πολιτικό σύστημα που βασίστηκε στο δόγμα του Μοντεσκιέ για διαχωρισμό των εξουσιών και αποκατέστησε το διμερές Σέιμ που αποτελείται από ένα σώμα βουλευτών (στο οποίο μόνο το όνομα του «Σέιμ» ήταν από τότε εφαρμοσμένο) και τη Γερουσία. Το 1919, η Ρούζα Πόμεραντς-Μέλτσερ, μέλος του σιωνιστικού κόμματος, έγινε η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε ποτέ στο Σέιμ.[2][3]

Το νομικό περιεχόμενο του Συντάγματος του Μαρτίου επέτρεπε την υπεροχή του Σέιμ στο σύστημα των κρατικών θεσμών σε βάρος των εκτελεστικών εξουσιών, δημιουργώντας έτσι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία από το πολωνικό κράτος. Μια προσπάθεια ενίσχυσης των εκτελεστικών εξουσιών το 1926 (μέσω της Τροποποίησης του Αυγούστου) αποδείχθηκε πολύ περιορισμένη και σε μεγάλο βαθμό απέτυχε να βοηθήσει στην αποφυγή της νομοθετικής κλειδαριάς που είχε προκύψει ως αποτέλεσμα της υπερβολικής κοινοβουλευτικής εξουσίας σε ένα κράτος που είχε πολλά διαμετρικά αντίθετα πολιτικά κόμματα στο νομοθετικό του σώμα. Το 1935, η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, με το Πραξικόπημα του Μαΐου του Γιούζεφ Πιουσούτσκι, ο πρόεδρος αναγκάστηκε να υπογράψει το Σύνταγμα του Απριλίου του 1935, μια πράξη μέσω της οποίας ο αρχηγός του κράτους ανέλαβε την κυρίαρχη θέση στη νομοθεσία για το πολιτεία και η Γερουσία αύξησε την εξουσία της εις βάρος του Σέιμ.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1939, το Σέιμ πραγματοποίησε την τελική του προπολεμική σύνοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας δήλωσε την προθυμία της Πολωνίας να αμυνθεί έναντι των εισβολών των γερμανικών δυνάμεων. Στις 2 Νοεμβρίου 1939, ο Πρόεδρος διέλυσε το Σέιμ και τη Γερουσία, τα οποία στη συνέχεια, σύμφωνα με το σχέδιο, θα συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους εντός δύο μηνών μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδρύθηκε το Εθνικό Συμβούλιο (1939-1945) για να εκπροσωπήσει το νομοθετικό σώμα ως μέρος της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης. Εν τω μεταξύ, στη γερμανοκρατούμενη Πολωνία, ιδρύθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Ενότητας. Αυτό το σώμα λειτούργησε από το 1944 έως το 1945 ως κοινοβούλιο του Πολωνικού Υπόγειου Κράτους. Με την παύση των εχθροπραξιών το 1945 και την επακόλουθη άνοδο στην εξουσία της Κομμουνιστικής Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία έπαψε νόμιμα να υπάρχει.[1]

Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας

Το Σέιμ στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας είχε 460 βουλευτές στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του. Αρχικά, αυτός ο αριθμός δηλώθηκε ότι αντιπροσωπεύει έναν βουλευτή ανά 60.000 πολίτες (425 εκλέχθηκαν το 1952), αλλά, το 1960, καθώς ο πληθυσμός μεγάλωνε, η δήλωση άλλαξε: Το Σύνταγμα στη συνέχεια ανέφερε ότι οι βουλευτές ήταν εκπρόσωποι του λαού και θα μπορούσε να ανακληθούν από τους πολίτες, αλλά αυτό το άρθρο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ και, αντί του «εκλογικού νόμου πέντε σημείων», χρησιμοποιήθηκε μια μη αναλογική έκδοση «τεσσάρων σημείων». Η νομοθεσία ψηφίστηκε με πλειοψηφία.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1952, το Σέιμ ορίστηκε ως «το υψηλότερο όργανο κρατικής αρχής» στην Πολωνία, καθώς και «ο υψηλότερος εκπρόσωπος της βούλησης των ανθρώπων στις πόλεις και στην επαρχία». Στα χαρτιά, ήταν εξουσιοδοτημένο με μεγάλες νομοθετικές και εποπτικές εξουσίες. Για παράδειγμα, εξουσιοδοτήθηκε με έλεγχο επί της «λειτουργίας άλλων οργάνων της κρατικής αρχής και διοίκησης» και οι υπουργοί υποχρεώθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που έθεταν οι βουλευτές εντός επτά ημερών.[4] Στην πράξη, έκανε πολύ περισσότερα από τις αποφάσεις για σφραγίδες που είχαν ήδη ληφθεί από το Κομμουνιστικό Πολωνικού Κόμματος Ενωμένων Εργατών και τα εκτελεστικά του όργανα.[5] Αυτή ήταν η συνήθης πρακτική σε σχεδόν όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα λόγω της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.

Το Σέιμ ψήφιζε τον προϋπολογισμό και τα περιοδικά εθνικά σχέδια που ήταν ένα προσάρτημα των κομμουνιστικών οικονομιών. Το Σέιμ συζητούσε σε συνεδριάσεις που διατάχθηκαν για σύγκληση από το Κρατικό Συμβούλιο.

Το Σέιμ επέλεγε επίσης ένα Prezydium («προεδρεύον σώμα») μεταξύ των μελών του. Του Prezydium ηγούταν ο ομιλών, ο οποίος ήταν πάντα ένα μέλος του Ενωμένου Λαϊκού Κόμματος. Στην προκαταρκτική του σύνοδο, το Σέιμ όρισε επίσης τον Πρωθυπουργό, το Συμβούλιο Υπουργών της Πολωνίας και τα μέλη του Κρατικού Συμβουλίου. Επέλεξε επίσης πολλούς άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής του Ανώτατου Ελεγκτικού Επιμελητηρίου και μελών του Κρατικού Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και του Διαμεσολαβητή (τα τρία τελευταία όργανα του οποίου δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1980).

Όταν το Σέιμ δεν ήταν σε σύνοδο, το Κρατικό Συμβούλιο είχε την εξουσία να εκδίδει διατάγματα που είχαν ισχύ νόμου. Ωστόσο, αυτά τα διατάγματα έπρεπε να εγκριθούν από το Σέιμ στην επόμενη σύνοδό του.[4] Στην πράξη, οι αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού σήμαιναν ότι μια τέτοια έγκριση ήταν μόνο τυπική.

Η Γερουσία καταργήθηκε με το δημοψήφισμα το 1946, μετά το οποίο το Σέιμ έγινε το μοναδικό νομοθετικό σώμα στην Πολωνία.[1] Παρόλο που το Σέιμ ήταν σε μεγάλο βαθμό υποτακτικό στο κομμουνιστικό κόμμα, ένας αναπληρωτής, ο Ρόμουαλντ Μπουκόφσκι (ανεξάρτητος) ψήφισε κατά της επιβολής του στρατιωτικού νόμου το 1982. [6]

Τρίτη Πολωνική Δημοκρατία

Μετά το τέλος του κομμουνισμού το 1989, η Γερουσία επανεντάχτηκε ως η κάτω βουλή μιας διμερούς εθνικής συνέλευσης, ενώ το Σέιμ παρέμεινε η άνω βουλή. Το Σέιμ αποτελείται πλέον από 460 βουλευτές που εκλέγονται με αναλογική εκπροσώπηση κάθε τέσσερα χρόνια.

Μεταξύ 7 και 19 βουλευτών εκλέγονται από κάθε εκλογική περιφέρεια χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Ντ'Οντ (με μία εξαίρεση, το 2001, όταν χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Ουέμπστερ/Σαιντ-Λαγκού), με τον αριθμό τους να είναι ανάλογος με τον πληθυσμό της εκλογικής τους περιφέρειας. Επιπλέον, χρησιμοποιείται ένα κατώτατο όριο, έτσι ώστε οι υποψήφιοι να επιλέγονται μόνο από κόμματα που κέρδισαν τουλάχιστον το 5% της εθνικής ψήφου (οι υποψήφιοι από κόμματα εθνοτικών μειονοτήτων εξαιρούνται από αυτό το όριο).[1]

Μόνιμες επιτροπές

  • Administration and Internal Affairs
  • Agriculture and Rural Development
  • Liaison with Poles Abroad
  • Constitutional Accountability
  • Culture and Media
  • Deputies' Ethics
  • Economic Committee
  • Education, Science and Youth
  • Enterprise Development
  • Environment Protection, Natural Resources and Forestry
  • European Union Affairs
  • Family and Women Rights
  • Foreign Affairs
  • Health
  • Infrastructure
  • Justice and Human Rights
  • Legislative
  • Local Self-Government and Regional Policy
  • National and Ethnic Minorities
  • National Defence
  • Physical Education and Sport
  • Public Finances
  • Rules and Deputies' Affairs
  • Social Policy
  • Special Services
  • State Control
  • State Treasury
  • Work

Δείτε επίσης

Τύποι Σέιμ

Αξιοσημείωτα σέιμ

Σημειώσεις

 

Παραπομπές

 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 «Poznaj Sejm». opis.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2013. 
  2. Davies, Norman (1982). God's Playground: A History of Poland. Columbia University Press. σελ. 302. 
  3. Strauss, Herbert Arthur (1993). Hostages of Modernization: Studies on Modern Antisemitism, 1870-1933/39. Walter de Gruyter. σελ. 985. 
  4. 4,0 4,1 Chapter 3 of 1952 Constitution
  5. Poland: a country study. Library of Congress Federal Research Division, December 1989.
  6. The Associated Press (22 Οκτωβρίου 1992). «Romuald Bukowski; Polish Legislator, 64». The New York Times.