-το ρήμα εμφανίζεται ενίοτε στο τέλος της φράσης (τουρκική επίδραση): η Μαρία ωραία είναι...»
==Λεξικό==
Ενδεικτικά παρακάτω θα δοθεί ένα λεξικό με κάποιες λέξεις από την Πολίτικη Διάλεκτο:
σούτ (μη μιλάς) = σούς
βρε = μπρε, μπε
κουμάντο = ζάφτι, ζάπτι
λίγο = ποσούτσικο, λιγούτσικο
ετοιμάζω χαλβά = ψήνω χαλβά
δήθεν – τάχα = ντεμέκ
φανατικοί – άγριοι = Κιζιλμπάσηδες
αγορά = τσαρσί, παζάρι
σιγά-σιγά = γιαβάς-γιαβάς
στενό δρομάκι = σοκάκι
αιθέριο λάδι = πατσουλί
πλούτος, αφθονία = μπερεκέτι
κρέας κοκκινιστό με πουρέ μελιτζάνας = χουνκιάρ μπεγιεντί
συκώτι, σπλάχνο = τζιέρι, τζιγιέρι
πάγκος = τουράκι
στάση λεωφορείου = ντουράκι
καταραμένος = αδικιωρισμένος
τρυφερότητα = τζιλβές
νυχτοφύλακας = μπεχτσής
βοήθεια, πυρκαγιά = γιανγκίνβαρ
ψωμί = εκμέκ
Βόσπορος = Μπογάζ, Μπογάζι
νερουλάς, πυροσβέστης = τουλουμπατζής
αντλία = τουλούμπα
νέο, είδηση = χαμπέρι, χαμπάρια
φιλοδώρημα = μπαχτσίσι
αρχηγός, επικεφαλής = ρεϊζης, ρεϊσης
στην άκρη = βάρντα
νευριάζω = ναλετιάζω
ρόπαλο, ραβδί = σομπανίκα
σφαγή, χαμός = σφαή
ίκτερος = σιριλίκι, σαριλίκι
προγούλι = γκιερντάνι
χαζεύω = σεργιανίζω
τίτλος, συμβόλαιο = χοτζέτι
χοντρό γιλέκο = χυρκάς
περιποιημένος = τιποδεμένος
σαύρα, γουστέρα = κοστερίτσα
πήλινο ή γυάλινο δοχείο για τουρσί = καβανόζι
δωμάτιο = κάμαρη, οντάς, κάμαρα
εσοχή τοίχου εν είδει ντουλάπας = γιούκι
κρέμα με ανθόνερο = μαλεμπί
κάτσε = οτούρ
χρήμα = παράς
ντιβάνι, καναπεδάκι = μιντέρι
φύγε = γκίτ
τσεκούρι = μπαλτάς
ζώο, κατοικίδιο = χαϊβάνι
πανωραία = ντουνιά γκιουζελί
τσόκαρο = γαλότσα, γαλέντζα
χαραμάδα = αραλίκι
καταριέμαι = κακοχρονίζω, αδικιωρίζω
σκίουρος = ζεντζάπι
νερό = σου
νερουλάς = σουτσής, σουτζής
αυγουλάς = γιουμουρτατζής
μακάρι, ο θεός να δώσει = ίνσαλλαχ, μάσαλλαχ
ξαφνικά, αιφνίδια = άναυλα
καλώς όρισες = μπούγιουρουν
σοφίτα = σερβανί
πίστωση = κρέντιτο
φαντασμένος = φανταγμένος
κατσαρόλα = τέντζερης, τεντζερές
παγωτατζής = ντοντουρματζής
μετάξι = ιπέκ
θεία = άμια
γειτονιά = μαχαλάς
έλα εδώ = γκελ μπουρντά, γκελ μπουρ(α)γιά
σάκος = χαράρι
καημένος = ζάβαλης
μη στεναχωριέσαι = μη σικλετίζεσαι
ξέρω = μπιλίριμ
μανούλα μου = άνετζιμ
καρβουναριό, αποθήκη = κιουμουρλούκι
στουρνάρι = οντούν καφαλί
δες = διες
τουρκαλβανός = γκέγκης
τουλάχιστον = μπάρεμ, μπάρι
ψοφίμια = λέσια
σκάσε = κάρναξη
κυδωνόπαστο = πελτές
πλεκτές παντόφλες = τερλίκια
κουβαρίστρα = μακαράς
· δαντέλα = μπιμπίλα
· ξερά, σκέτα = κουρού
· το ένα, το άλλο ή ο τάδε, ο δείνα = μπιλμέμ νε φιλάνφιστίκ
· στραγάλια = λεμπλεμπλιά
· ξετσίπωτος = αρσίζης
· καημός = ντέρτι
· έγινε λάθος = γιαγνίς ολντού
· δηλαδή = ιστέ
· ντιβανοσκεπάσματα = μακάτια
· άρον-άρον = απάλ-ταπάλ, απάρ-τοπάρ
· χωροφύλακας = ζαπτιές
· γρήγορα = μάνι-μάνι
· φωταψία = ντονανμάς
· πέτρινο κάστρο, φρούριο, στρατώνας = τας κισλάς
· κουλούρι = σιμίτι
· να λείπει = εξίκ ολσούν
· άμαξα = αραμπάς
· πολύ ωραίο = τσόκ γκιουζέλ
· καλέ μου = τζάνουμ
· με το καλό = γκιουλέ γκιουλέ
· κολοκύθι σωληνοειδές = ασμά καμπάκι
· συνήθεια, χούϊ = αντέτι
· ερημιά = τζαν τζιν τοπ οϊνάρ, ιν τζιν τοπ οϊνάρ
· ντολμαδάκι με ρύζι = γιαλαντζί ντολμάς
· χαζός = ζεβζέκης
· όχι, δεν = γιοκ
· βιβλίο = κιτάπι
· έμπορος μπαχαρικών = μπαχαρατσής
· φασαρία = πατιρντί
· μεταλλικό κατσαρολάκι = σεφερτάσι
· όμως, αλλά, ωστόσο = άμμα
· χαζός = απτάλης
· ούζο = ντούζικο
· μπράβο = άφεριμ
· χρωματιστή μαντήλα = τσαρτσάφι
· ρουφιάνος = πεζεβέγκης
· μανάβης = ζαρζαβατζής
· ρολά καταστήματος = κεπέγκια
· γλυκάνισο = ανασόνι
· ξεροψημένο = κιτίρικο
· θρασύς = αρσίζης
· χρηματιστής = μπορσατζής
· έμπορος χρυσαφικών = σαράφης
· βελούδινο = καντιφεδένιο
· ταφτάς = μουαρέ
· ανάκλιντρο = ντομέζα
· ξεχνιέμαι = νταλντίζω
· αναίσθητος = καμσίζης, γκαμσίζης
· χρώματος ροζ = πεμπελίδικο
· οικόπεδο, αφημένο χωράφι = βιρανές
· τσαγάρης = κουντουρατζής
· ψιλικατζίδικο = αχτάρικο
· κλωστή ραπτομηχανής = μπρισίμι
· «κούκλα» μαλλιού για πλέξιμο = τσιλές
· ζαχαροπλαστείο = μαλεμπιτζίδικο
· δωρεάν, τσάμπα = μπιρ παρά, μπενταβά
· καλωσορίζω = μπουγιουρντίζω
· ανεπρόκοπος = χαϊρσίζης
· είδοδος = αντρέ
· σχολαστικός = τιτίζης
· θυρωρός = καπουτζής
· ανόητος = σαλόζης
· πρόστυχα πράγματα = εντεψίζικα
· καρίκωμα = σουρφιλέ
· μαντάρω = ρουντίζω
· πετσέτα = πεσκίρι, προσόψι
· εντάξει = ταμάμ
· καλαμπόκι = μισίρι
· έλεος = νισάφι, ινσάφι
· φόρος που επέβαλε ο Ινονού στις μειονότητες το ’42 = βαρλίκι
· κατάσχεση = χατζίζι
· καραμέλα = ακιντές
· είδος χυλοπίτας = γιουφκάς
· παλιατζής = εσκιτζής
· ορίστε, να = ιστέ
· γανωματής = καλαϊτζής
· ξυλέμπορος = κερεστετζής
· κόριζα = κοριός
· μολύβι, βαρύ = κουρσούμι
· πλατεία = μεϊντάνι
· Καθαρή Δευτέρα = Μπακλαχωράνι
· Δημαρχείο = Μπελεντιές
· αχάριστος = ναμκιώρης, νανκιώρης
· ρυάκι, ρέμα = ντερές
· μάστορας = ουστάς
· άμαξα με άλογα = παϊτόνι
· ασταμάτητη ροή νερού = σακίρ σακίρ
· άπταιστα = φαρσί
· κοκάρι, μικρό κρεμμυδάκι = αρμπατζίκι
· καπνός = ντουμάνι
· τρίφτης = ρεντές
· απόγευμα = κεντί
· ταψί = τεψί
· καθαρισμός και περιποίηση του σπιτιού = κοσμέτι
· ψυγείο (πάγου) = μπουζιέρα
· φασολάκια πράσινα = ανσέ καντίνια
γαλοπούλα = Κουρκος
αιχμηρός = πουντερος
μεγάλη πέτρα = κασκαβαλα
πάμε κάπου = παμε πουπετα
μετέωρος = σύξυλος
ζαβολιές = μπουτσουκτσουλιες
απόγευμα = κεντι
απογευματινό = κεντιανο
παρατέταρτο = παρακαρτο
άτακτος = σερπετος
κοτόπουλο = ορνιθα
αγγούρι = δροσερο
ζηλεύω = ζουλευω
ανηφόρα = ανηφουρα
κατηφόρα = κατηφουρα
προβλήματα = τραβαλα
παντόφλα = πασουνι
πλαγιάζω τα λεφτά = κανω καταθεση χρηματων
πίνω τσιγάρο = καπνιζω
άναυλα = αρον-αρον
στρεετε κατι = υπολογιζετε κατι
χολοσκαω = στεναχωριεμε
ίσιος δρόμος = λεωφορος
Ελλάδα = κατω
αλλαη = παραθερισμος
αντίκρυ = απεναντι
καλη βραδυα = παραμονη πρωτοχρονιας.
αμια = θεια
αχλάδι = απιδι
αστική σχολή = δημοτικο σχολειο
βέρα = βεργιετα
κατσαβίδι = βιδολογος
μεγάλο σπυρί = βιζουνι
σκόρος = βοτρυδα
μπουκιά = βουκα
τσόκαρο = γαλεντζα
δαγκώνω = δαγκανω
δασκάλα = δασκαλισσα
υπηρέτρια = δουλα
κληματαριά = δρανα
χρυσόμυγα = ζηνα
δωμάτιο = καμαρη
συνάχι = κατεβασια
ρόδα = κατρακυλι
γύφτισσα = κατσιβαλα
κούρος = τουρκος χωριατης
τρακάρω = κουτραω
άκρη, γωνία = κόχη
μαγιό = μπανικο
ποδιά = μπροστελα
ψυγείο = μπουζιερα
μεγάλο δέμα = ντενκι
ενοικιαστής = νοικατορας
ταρακουνιέμαι = νταρντανιζομαι
επίθετο = παρανομα
μικρό σοκάκι = παρασόκακο
όροφος = πάτωμα
πιατόπανο = πινακοπλυτης
δίχτυ = πλεματι
κοιτάζω αδιάκριτα = ρονευω
μαντάρω = ρουντιζω
καθίκι = τσουκαλι
αδύνατος άνθρωπος = τσουνι
σπίθα = τσιμπλιδα
εμβόλιο = φελί
χούφτα = φούχτα
φτυάρι = φυκυάρι
κουτάλι = χουλιάρι
ψώνια = ψούνια
έμεινα άναυδος = έπεσα σέκος
{{Ελληνική γλώσσα}}
|