Λένα Πλάτωνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11:
 
==Βιογραφία==
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1951<ref>{{cite web|title=ΟΤΑΝ Η ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ|url=http://e-tetradio.gr/article/5814/|publisher=e-tetradio.gr}}</ref> στο [[Ηράκλειο Κρήτης]], κόρη του Γεώργιου Πλάτωνος και της Αντιγόνης Αστρινάκη, μεγάλωσε όμως στην [[Αθήνα]]. Ο πατέρας της, [[Γεώργιος Πλάτων]], ήταν γνωστός μουσικοπαιδαγωγός, συνθέτης και πρώτος πιανίστας στην [[Εθνική Λυρική Σκηνή]]. Η Λένα ξεκίνησε να παίζει [[πιάνο]] περίπου δυο ετών<ref>Φύλλο εφημερίδας "Έθνος" της [[2 Ιουλίου]] [[1955]], σελ. 3 (Γ.Κ.): "''Ένα κοριτσάκι 3 1/2 χρόνων παίζει στο πιάνο κλασική μουσική''" Ανακτήθηκε στις 2/7/2018</ref>, και στη συνέχεια πήρε μαθήματα από τον πατέρα της. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με την καθοδήγηση της Φοίβης Βάλληνδα και της Μαρίκας Παπαϊωάννου, και έγινε επαγγελματίας πιανίστα πριν κλείσει τα δεκαοκτώ, ενώ κέρδισε το 1963 το Α' Βραβείο του Διαγωνισμού Καίτης Παπαϊωάννου. Έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, πρώτα στην Ακαδημία της [[Βιέννη|Βιέννης]] και έπειτα στο [[Βερολίνο]], όπου ήρθε σε επαφή με τη [[ροκ]], τη [[τζαζ]] και την ανατολική μουσική. Δεν ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές. Γύρισε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και συνεργάστηκε με τον [[Ηρακλής Τριανταφυλλίδης|Ηρακλή Τριανταφυλλίδη]] και το συγκρότημά του ''[[Ηρακλής & DNA|DNA]]'', για να ξαναφύγει το 1975 στο Βερολίνο και να επιστρέψει οριστικά το 1978. Μαζί με τον τότε σύζυγό της, τον συνθέτη [[Δημήτρης Μαραγκόπουλος|Δημήτρη Μαραγκόπουλο]], άρχισε να συνεργάζεται με το [[Τρίτο Πρόγραμμα]] της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου και γνωρίστηκε με το [[Μάνος Χατζιδάκις|Μάνο Χατζιδάκι]], που ήταν τότε διευθυντής στο Τρίτο. Με τον Χατζιδάκι ανέπτυξε μια πολύχρονη επαγγελματική αλλά και φιλική σχέση. Συμμετείχε ως συνθέτρια στην εκπομπή ''[[Εδώ Λιλιπούπολη]]'' · δικές της συνθέσεις είναι ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της εκπομπής, όπως τα ''Ρόζα-Ροζαλία'' και ''Ο Χορός των Μπιζελιών''.
 
Το ντεμπούτοπροσωπικό της ντεμπούτο στη δισκογραφία έγινε με το δίσκο ''Σαμποτάζ'' του 1981, που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τη [[Μαριανίνα Κριεζή]], τη [[Σαβίνα Γιαννάτου]] -με τις οποίες είχε συνεργαστεί και στη ''Λιλιπούπολη''- και τον τραγουδιστή [[Γιάννης Παλαμίδας|Γιάννη Παλαμίδα]]. Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακός για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο για τη σύνθεση και τη στιχουργία όσο και για την έντονη χρήση του [[συνθεσάιζερ]] -με το οποίο η Πλάτωνος είχε αρχίσει να πειραματίζεται λίγο καιρό πριν- για πρώτη φορά τόσο έντονα στην ελληνική δισκογραφία.<ref>{{cite web|title=Λένα Πλάτωνος | Σαμποτάζ (Lyra)|url=http://www.mic.gr/cds.asp?id=10586|work=Μαρία Παπαδήμα|publisher=mic.gr|accessdate=22 Απριλίου 2015}}</ref> Ακολούθησε η κυκλοφορία 13 μελοποιημένων ποιημάτων του [[Κώστας Καρυωτάκης|Κώστα Καρυωτάκη]], έργο που είχε ολοκληρωθεί πριν το ''Σαμποτάζ'' αλλά κυκλοφόρησε δεύτερο μετά από επιμονή του διευθυντή της ''Lyra'', Αλέκου Πατσιφά. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε ''Το '62 του Μάνου Χατζιδάκι'', με μινίμαλ ηλεκτρονικές διασκευές 12 τραγουδιών του συνθέτη.
 
Ακολούθησαν τρεις προσωπικοί δίσκοι, που καθόρισαν το στίγμα της στην ελληνική ηλεκτρονική μουσική και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για μελλοντικές προσπάθειες: ''Μάσκες Ηλίου'' (1984), ''Γκάλοπ'' (1985), ''Λεπιδόπτερα'' (1986). Στους δίσκους αυτούς η Πλάτωνος στρέφεται ολοκληρωτικά στην ηλεκτρονική μουσική και σε πειραματικές κατευθύνσεις στη φόρμα, την ενορχήστρωση και το στίχο. Οι συνθέσεις της ακολουθούν [[μινιμαλισμός|μινιμαλιστικά]] μοτίβα με έντονη τη χρήση των πλήκτρων, σχηματοποιώντας προσεκτικά σκηνοθετημένα ηχοτοπία. Η φωνή, συχνά περασμένη από ηλεκτρονικά φίλτρα, άλλοτε παίζει κεντρικό ρόλο -έως και το μοναδικό σε συνθέσεις [[απαγγελία|απαγγελίας]]- αλλά μπορεί και να χρησιμοποιείται και σαν απλό όργανο συνοδείας. Οι στίχοι της, συνήθως [[σουρεαλισμός|σουρεαλιστικοί]] στην εκφορά τους, είναι ωστόσο άμεσοι και θίγουν θέματα της καθημερινότητας και των προσωπικών σχέσεων, ειδικά του έρωτα και της αποξένωσης, και διακρίνονται για την τρυφερότητα και άλλες φορές την παιδική αθωότητά τους.