Μουσική House: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{σε χρήση}} Η μουσική «house» (χάουζ) είναι είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, που χαρακτηρίζεται από έναν επαναλαμβανόμενο ρυθμό «φορ-ον-δε-φλορ» (όπως στην ντίσκο) και συνήθως τέμπο 120 έως 130 κτύπους ανά λεπτό. Δημιουργήθηκε από DJs και μουσικούς παραγωγούς...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 15:55, 25 Ιουλίου 2021

Η μουσική «house» (χάουζ) είναι είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, που χαρακτηρίζεται από έναν επαναλαμβανόμενο ρυθμό «φορ-ον-δε-φλορ» (όπως στην ντίσκο) και συνήθως τέμπο 120 έως 130 κτύπους ανά λεπτό. Δημιουργήθηκε από DJs και μουσικούς παραγωγούς από την «υπόγεια» κουλτούρα των κλαμπ του Σικάγου τη δεκαετία του 1980, καθώς DJs άρχισαν να τροποποιούν τραγούδια της ντίσκο για να τους προσδώσουν ένα πιο μηχανικό μπητ και βαθύτερα μπάσα.

Το είδος είχε ως πρωτοπόρους DJs και παραγωγούς κυρίως από το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη, όπως τους Φράνκι Νακλς (Frankie Knuckles), Λάρυ Λεβάν (Larry Levan), Ρον Χάρντυ, Τζέσι Σώντερς (Jesse Saunders), Τσιπ Ε. (Chip E.), Στηβ «Σιλκ» Χάρλεϋ (Steve "Silk" Hurley), Μίστερ Λη, Φάρλεϋ «Τζακμάστερ» Φανκ (Farley "Jackmaster" Funk), Μάρσαλ Τζέφερσον, οι Phuture και άλλοι. Από τις απαρχές του στον κόσμο των κλαμπ και τοπικών ραδιοσταθμών του Σικάγου, η μουσική χάουζ διαδόθηκε διεθνώς στο Λονδίνο και μετά σε άλλες αμερικανικές πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη και το Ντιτρόιτ, προτού γίνει ένα παγκόσμιο φαινόμενο.

Η μουσική χάουζ άσκησε μεγάλη επίδραση στην ποπ, ιδίως στη χορευτική μουσική. Ενσωματώθηκε από μείζονες ερμηνευτές και ερμηνεύτριες της ποπ, όπως οι Τζάνετ Τζάκσον, Μαντόνα και Κάιλι Μινόγκ, αλλά έδωσε και μερικές μεγάλες επιτυχίες από μόνη της, όπως τα τραγούδια «French Kiss» του Λιλ Λούις (1989), «Show Me Love» της Ρόμπιν Σ. (Robin S., 1992) και «Push the Feeling On» των Nightcrawlers (1992/1995). Πολλοί παραγωγοί της χάουζ έκαναν επίσης, και συνεχίζουν να κάνουν, ρεμίξ για καλλιτέχνες της ποπ. Μέχρι σήμερα η μουσική χάουζ παραμένει δημοφιλής στο ραδιόφωνο και σε κλαμπ, ενώ διατηρεί ένα προπύργιο στον κόσμο του αντεργκράουντ παγκοσμίως.

Χαρακτηριστικά

Στην τυπικότερη μορφή του, αυτό το είδος μουσικής διακρίνεται από επαναλαμβανόμενους ρυθμούς 4/4, που περιλαμβάνουν μπάσα τύμπανα, πιατίνια, ταμπούρα και/ή ήχους των χεριών, σε τέμπο μεταξύ 120 και 130 κτύπους ανά λεπτό, ρεφρέν του συνθεσάιζερ, χαμηλές νότες στο κράτημα του ρυθμού και συχνά, αλλά όχι απαραιτήτως, φωνητικά που μπορεί να είναι πεζά, τραγουδιστά ή δειγματικά. Στη χάουζ το μπάσο τύμπανο ακούγεται στην πρώτη και την τρίτη νότα του ρυθμικού μέτρου (μπητ), ενώ το ταμπούρο ή άλλα κρουστά σε υψηλότερες οκτάβες ακούγονται στη δεύτερη και την τέταρτη (τελευταία) νότα. Οι ήχοι των τυμπάνων στη μουσική χάουζ προέρχονται σχεδόν πάντοτε από ηλεκτρονικό μηχάνημα, συχνά ένα Roland TR-808, TR-909 ή TR-707. Τα άλλα κρουστά προσθέτουν δευτερεύοντες ρυθμούς syncopation. Ένα από τα χαρακτηριστικά ρεφρέν του ρυθμού, ιδίως στην πρώιμη χάουζ (του Σικάγου), είναι ενσωματωμένο στο ρυθμικό μοτίβο του κλάβε. Στα όργανα μπορούν να προστεθούν κόνγκα και μπόνγκο για πιο αφρικανικό ήχο, ή μεταλλικά κρουστά για μια αίσθηση λάτιν.

Η δομή των τραγουδιών της χάουζ — των «τρακς» ή «κομματιών», όπως αποκαλούνται συνήθως — περιλαμβάνει τυπικά μια εισαγωγή, ένα χορωδιακό τμήμα, διάφορα μέρη με στίχους, ένα μέσο τμήμα και σύντομο επίλογο. Μερικά κομμάτια δεν έχουν στίχους, ή παίρνουν το χορωδιακό τμήμα και το επαναλαμβάνουν. Συχνά βασίζονται σε επαναλαμβανόμενα τμήματα eight-bar. Συχνά επίσης δομούνται γύρω από μπάσους κύκλους ή ρυθμούς που παράγονται από συνθεσάιζερ, ή/και με βάση δείγματα ντίσκο, σόουλ, τζαζ-φανκ ή φανκ τραγουδιών. Οι DJs και παραγωγοί που δημιουργούν ένα τρακ της χάουζ για παίξιμο σε κλαμπ μοντάρουν μια μίξη επτά ή οκτώ λεπτών, ενώ για μετάδοση από το ραδιόφωνο μια εκδοχή τριάμισυ λεπτών. Αντίθετα με τη μουσική Trance, που είναι σχεδιασμένη να αυξάνει σταδιακά την ένταση, τα κομμάτια της χάουζ αναφέρονται ως «πιο σταθερά» και βασιζόμενα περισσότερο στο «παιχνίδισμα με τα τμήματά τους και τη μεταφορά τους από το προσκήνιο στο παρασκήνιο και αντιστρόφως» με υποδόριο τρόπο. Κτίζονται αργά, με την προσθήκη στρωμάτων ήχου και δομής και με την αύξηση της εντάσεως του ήχου.

Κάποιες φορές οι ήχοι των τυμπάνων ρυθμίζονται να είναι «κορεσμένοι» με μείωση των τάσεων, προκειμένου να δημιουργείται μια πιο «επιθετική» χροιά. Μια κλασική ποικιλία ή υποείδος της χάουζ, η acid house, χαρακτηρίζεται από τους ήχους «πλατσουρίσματος» που δημιουργεί το μοντέλο συνθεσάιζερ Roland TB-303. Η χάουζ μπορούσε να παραχθεί με «φθηνό και φιλικό προς τον χρήστη ηλεκτρονικό εξοπλισμό» και μεταχειρισμένα όργανα, πράγμα που καθιστούσε ευκολότερη τη δημιουργία κομματιών από ανεξάρτητους παραγωγούς και DJs. Τα ηλεκτρονικά μηχανήματα που παράγουν τους ήχους των τυμπάνων, όπως και άλλος εξοπλισμός που χρησιμοποιούν οι παραγωγοί και DJs της χάουζ θεωρούνταν παλαιότερα ότι «ακούγονταν υπερβολικά φτηνά» από τους «καθαυτό» μουσικούς. Οι παραγωγοί της χάουζ χρησιμοποιούν συνήθως όργανα από διάφορες πηγές, αντί να πηγαίνουν τους μουσικούς σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων. Παρά το ότι ένα στοιχείο-κλειδί της παραγωγής της χάουζ είναι οι περισσότερες «στρώσεις» ήχων, όπως αυτές των ηλεκτρονικών τυμπάνων, των μπάσων των συνθεσάιζερ, κλπ, η συνολική υφή είναι σχετικώς λιτή. Αντίθετα με τα τραγούδια της ποπ, που δίνουν έμφαση στους υψηλότερης συχνότητας ήχους, αυτούς της μελωδίας, στη μουσική χάουζ οι χαμηλότερες συχνότητες είναι οι πιο σημαντικές.