Αρθούρος Ρεμπώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ λατινικοί -> ελληνικοί χαρακτήρες, αντικατέστησε: O → Ο (3), o → ο , Tο → Το (2)
Γραμμή 1:
{{Προβεβλημένο λήμμα}}{{Πληροφορίες προσώπου|ημερομηνία θανάτου ={{ηθηλ|1891|11|10|1854|10|19}} }}OΟ '''Αρθούρος Ρεμπώ''' (''Arthur Rimbaud'', {{IPA|aʁ.tyʁ ʁɛ̃.bo}}, πλήρες όνομα '''Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ''', [[20 Οκτωβρίου]] [[1854]] - [[10 Νοεμβρίου]] [[1891]]) ήταν [[Γάλλοι|Γάλλος]] [[ποιητής]]. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του [[συμβολισμός|συμβολισμού]], με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα [[ποίηση]], παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη [[λογοτεχνία]] στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές ''Εκλάμψεις'' και ''Μια Εποχή στην Κόλαση''. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
 
Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη [[Σαρλβίλ-Μεζιέρ|Σαρλβίλ]] των [[Αρδεννών]], όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της [[Ευρώπη]]ς. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική [[Αφρική]] όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του [[Παρίσι|Παρισιού]].
Γραμμή 13:
Χάρη σε ένα γράμμα που απέστειλε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας τη βοήθειά του, οι αρχές τον έστειλαν σε εκείνον και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του στο [[Ντουαί]]. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας ''Liberal du Nord'', της οποίας ο Ιζαμπάρ ήταν εκδότης. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, στις [[27 Σεπτεμβρίου]], με συνοδό τον Ιζαμπάρ. Τα καινούργια του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες εμπειρίες του και επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του [[Πωλ Ντεμενύ]], τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί και ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο [[Παρίσι]]. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη [[Βέλγιο|βελγική]] πόλη [[Σαρλερουά]], όπου αναζήτησε εργασία στην εφημερίδα ''Journal de Charleroi'', χωρίς όμως επιτυχία. Επόμενοι σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξαν το [[Φυμέ]], το [[Βιρέ]], οι [[Βρυξέλλες]] και τέλος το Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.
 
OΟ Ρεμπώ επέστρεψε στο [[Παρίσι]] και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της [[Παρισινή Κομμούνα|Κομμούνας]], στα τέλη Απριλίου του [[1871]]. Η σχέση του με την παρισινή Κομμούνα είναι εν γένει αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκόταν στην πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο φαίνεται να βεβαιώνεται από ισχυρισμούς του [[Πολ Βερλαίν|Βερλαίν]], καθώς και από μία αστυνομική έκθεση του [[1873]], σύμφωνα με την οποία ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας».<ref name="robb">ό.π. σελ. 101.</ref> Τρία ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από την Κομμούνα και πρόκειται για τα ''L’Orgie parisienne'', ''Les Mains de Jeanne-Marie'' και ''Chant de guerre parisien''. Πιθανώς απογοητευμένος από τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε στις [[13 Μαΐου]] του [[1871]], από τη Σαρλβίλ, μία επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα ''Le Cœur volé'' («Κλεμμένη καρδιά»).<ref>Αρχικός τίτλος ''Le Cœur supplicié'' («Βασανισμένη καρδιά»)</ref> Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το χαρακτήριζε αργότερα ως «κακόηθες» στα απομνημονεύματά του. Δύο ημέρες αργότερα, έγραψε μία δεύτερη σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πωλ Ντεμενύ, γνωστή ως η «Επιστολή του προφήτη» (''Lettre du voyant''), μέσα στην οποία εξέθετε το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στο ρόλο του ποιητή ως «προφήτη» και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλά θα την ξεπερνούσε.
 
Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, ο Ρεμπώ προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με το λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στην βοήθεια των [[παρνασσισμός|παρνασσιστών]]. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον [[Σαρλ Μπρετάν]], ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον [[Πολ Βερλαίν|Πωλ Βερλαίν]] και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο και αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.
Γραμμή 29:
Το επόμενο διάστημα, ο Ρεμπώ επέστρεψε στο [[Λονδίνο]] και στην κοινή ζωή με τον Βερλαίν. Η προβληματική συμβίωση των δύο ποιητών οδήγησε σύντομα στη φυγή του Βερλαίν, για να συναντηθούν ξανά στις [[Βρυξέλλες]], όπου μετά από έντονη διαφωνία, ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπώ στο αριστερό του χέρι, πάνω από τον καρπό. Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε για λίγες ημέρες στο νοσοκομείο Σαιν Ζαν των Βρυξελλών και αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το ''Μια εποχή στην κόλαση'', έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν και ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου δέκα αντίτυπα, από τα συνολικά 500 που είχε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα και άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα. Μέχρι το [[1884]], έτος δημοσίευσης του ''Les Poètes maudits'' (''Οι καταραμένοι ποιητές'') του Βερλαίν, δεν είχαν καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε στην αφάνεια.
 
TουςΤους μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του ''Μια Εποχή στην Κόλαση'' oο Ρεμπώ έζησε στο [[Λονδίνο]], όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή [[Ζερμαίν Νουβώ]], ενώ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του [[1874]], δέχθηκε την επίσκεψη της μητέρας του και της αδελφής του, Βιταλί. TηνΤην ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα εργασία ως δάσκαλος [[γαλλική γλώσσα|γαλλικών]]. Σύμφωνα με μία αγγελία στους ''Times'', βεβαιώνεται πως ο Ρεμπώ εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του [[Ρήντιγκ]], όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των ''Εκλάμψεων''. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του, στις [[29 Δεκεμβρίου]] [[1874]].
 
Ο Ρεμπώ αναζητούσε να ασχοληθεί με μία πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη μηχανολογία. Παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν ένα επιπλέον εφόδιο και για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στη [[Στουτγκάρδη]], προκειμένου να εξοικειωθεί με τη [[γερμανική γλώσσα]]. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ' οίκον. Στη Στουτγκάρδη, ο Ρεμπώ συνάντησε για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν αργότερα τις ''Εκλάμψεις''. Στα τέλη Απριλίου, εγκατέλειψε τη [[Γερμανία]] και ξεκίνησε μία νέα περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε στο [[Μιλάνο]], στο [[Λιβόρνο]] (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη [[Μασσαλία]], όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος, έλαβε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών και οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί στον [[ανταρτοπόλεμος|αντάρτικο]] ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά στο [[Παρίσι]] και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.
Γραμμή 43:
== Θάνατος ==
[[Αρχείο:Rimbaud - tombe à Charleville.jpg|right|thumb|200px|Ο τάφος του Ρεμπώ στο κοιμητήριο της [[Σαρλβίλ-Μεζιέρ|Σαρλβίλ]].]]
Στις [[7 Απριλίου]] του [[1891]] ο Ρεμπώ εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και την δεξιά κνήμη του πρησμένη. Στο νοσοκομείο του Άντεν διαγνώστηκε λανθασμένα αρθροορογονίτιδα σε προχωρημένο στάδιο. Στις [[20 Μαΐου]] μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της [[Μασσαλία]]ς όπου η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για «νεόπλασμα στο γοφό», ενώ οι επόμενες ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος [[καρκίνος|καρκίνου]] στα οστά. Μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. OΟ Ρεμπώ παρέμεινε στο νοσοκομείο για τους επόμενους δύο μήνες και στη συνέχεια επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου λάμβανε τη φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ. Στις [[23 Αυγούστου]] αναχώρησε ξανά για τη Μασσαλία, καθώς μία δεύτερη επέμβαση ήταν επιβεβλημένη. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και σύντομα παρέλυσε το αριστερό χέρι του κατά τα τρία τέταρτα.
 
Πέθανε στις [[10 Νοεμβρίου]] του [[1891]] σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο [[Παρίσι]] και στη συνέχεια στη [[Σαρλβίλ-Μεζιέρ|Σαρλβίλ]]. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν» (γαλλ. «Priez pour lui»). Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία ''de la Gare'' της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο [[Παρίσι]], στην Πλας Ντε λ' Αρσενάλ. Στην πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το [[Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ]], το οποίο φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα.