Δίγλωσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αντικατάσταση παρωχημένου προτύπου με references tag
μ λατινικοί -> ελληνικοί χαρακτήρες, αντικατέστησε: O → Ο
 
Γραμμή 2:
'''Δίγλωσσος''' είναι κάποιος ομιλητής που ομιλεί δυο ή περισσότερες γλώσσες. Στα αγγλικά αναφέρεται ως bilingual.
 
Κατά τον [[Λέοναρντ Μπλούμφιλντ|Bloomfield]] (1933:56)<ref> '''Language''' Bloomfield, New York: Holt 1933 </ref> δίγλωσσος είναι ο χρήστης δυο γλωσσών σε επίπεδο φυσικού ομιλητή. OΟ [[Έιναρ Χάουγκεν|Haugen]] (1953:7)<ref>'''The Norwegian Language in America''' Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Haugen 1953 </ref> υποστήριζε οτι δίγλώσσος είναι αυτός που είναι ικανός να σχηματίσει -εν γνώσει του- εκφωνήματα με συγκεκριμένο νόημα σε μια άλλη γλώσσα πέραν της [[μητρική γλώσσα|μητρικής]] του.
 
Σύμφωνα με την Skutnabb-Kangas (1984,1988)<ref>'''Bilingualism or not? The education of minorities.''' Clevedon, Multilingual Matters 1984 <br /> '''Multilingualism and the education of minority children''':Tove Skutnabb-Kangas και J. Cummins. Clevedon, Multilingual Matters 1988 </ref> μπορούμε να αξιολογήσουμε έαν κάποιος είναι δίγλωσσος μέσω τεσσάρων κριτηρίων: