OΟ [[Εβραϊκή γλώσσα|εβραϊκός]] όρος "satan" είναι ουσιαστικό, και όχι όνομα, προερχόμενο από ρήμα που σημαίνει "εμποδίζω ή είμαι αντίθετος".<ref>{{Cite web|url=https://en.wikipedia.org/wiki/Satan|title=Satan|last=|first=|date=|website=|publisher=|accessdate=}}</ref> Κυριολεκτικά μεταφράζεται ως "ο κατήγορος" ή "ο αντίπαλος" και στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται τις περισσότερες φορές με το άρθρο του "ha-satan". Στην Παλαιά Διαθήκη πότε χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο (Σαμουήλ 29:4) και πότε για έναν άγγελο του Θεού (π.χ. στο βιβλίο του Ιώβ, 1 και 2).<ref>{{Cite web|url=http://drmsh.com/the-absence-of-satan-in-the-old-testament|title=The Absence of Satan in the Old Testament|last=|first=|date=|website=|publisher=|accessdate=}}</ref>