Κακούργημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Ρομπότ: λατινικοί -> ελληνικοί χαρακτήρες, αντικατέστησε: Tα → Τα
Γραμμή 3:
Ως '''κακούργημα''' χαρακτηρίζεται το [[έγκλημα]] εκείνο που τιμωρείται από το νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον πέντε ετών. Στα κακουργήματα η φυλάκιση ονομάζεται κάθειρξη. Τα κακουργήματα δικάζονται από το [[Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο]] ή από το [[Τριμελές Εφετείο]]. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποτελείται από έναν (ή μία) Πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο, δύο Πρωτοδίκες και τέσσερις [[ένορκος|ενόρκους]] ως μέλη. Κατ' έφεση (σε δεύτερο βαθμό) τα κακουργήματα που υπάγονται στο ΜΟΔ δικάζονται από το [[Μικτό Ορκωτό Εφετείο]], που αποτελείται από έναν Πρόεδρο Εφετών, δύο Εφέτες και τέσσερις [[ένορκος|ενόρκους]]. Τα κακουργήματα που υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο δικάζονται κατ' έφεση από το Πενταμελές Εφετείο, αποτελούμενο από έναν (ή μία) Πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και τέσσερις Εφέτες ως μέλη.
 
Η [[Δωσιδικία]] των αμιγών [[Εφετείο (Ελλάδα)|Εφετείων]] για την εκδίκαση κακουργημάτων είναι ιδιαιτέρως αμφισβητούμενη. Το [[Σύνταγμα]] ορίζει στο άρθρο 97 παρ. 1: ''"Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει."'' Η παράγραφος 2 επιτρέπει κατ' εξαίρεση την υπαγωγή των κακουργημάτων στη δικαιοδοσία των [[Εφετείο (Ελλάδα)|Εφετείων]], χωρίς από την άλλη να θέτει όρια στην εξαίρεση. Στην πράξη κακουργήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας δικάζονται από ΜΟΔ, ενώ κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας δικάζονται από τα Τριμελή Εφετεία. Ιδιαίτερη συζήτηση προκάλεσε η υπαγωγή του [[οργανωμένο έγκλημα|οργανωμένου εγκλήματος]] και της [[τρομοκρατία|τρομοκρατίας]] στη δικαιοδοσία του Τριμελούς Εφετείου. Για πολλούς η αφαίρεση κακουργημάτων από τα ΜΟΔ και η υπαγωγή τους στα Τριμελή Εφετεία εκφράζει τη δυσπιστία του νομοθέτη στο θεσμό των [[ένορκος|ενόρκων]], θεσμό όμως κατοχυρωμένο από το [[Σύνταγμα]]. Οι λαϊκοί δικαστές θεωρούνται από κάποιους πιο κατάλληλοι για την εκδίκαση κακουργημάτων, επειδή δεν κινδυνεύουν από επαγγελματική πώρωση, έχουν κατά τεκμήριο το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και δεν είναι επιρρεπείς σε πολιτικές πιέσεις. Από άλλους οι [[ένορκος|ένορκοι]] θεωρούνται ακατάλληλοι για την εκδίκαση κακουργημάτων, επειδή δεν έχουν νομική κατάρτιση, είναι πιο επιρρεπείς σε συγκινησιακά επιχειρήματα και ενδέχεται να ενδώσουν πιο εύκολα σε απειλές των κατηγορουμένων (π.χ. σε [[έγκλημα|εγκλήματα]] [[τρομοκρατία|τρομοκρατίας]]).
 
Στα κακουργήματα δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του Αυτοφώρου (βλ. [[πλημμέλημα]]). Της εισαγωγής της υπόθεσης στο Ακροατήριο προηγείται συνήθως [[προδικασία]], προανάκριση ή ανάκριση.