Φόσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Λάθη
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Μικρές βελτιώσεις.-
Γραμμή 34:
[[File:Cryptoprocta ferox.jpg|thumb|upright|left|Η Φόσα έχει φελιδόμορφη εμφάνιση και μοιάζει με μικρό [[κούγκαρ]].<ref name="1986Köhncke"/>]]
 
Το 1993 η ''Géraldine Veron'' και ο ''François Catzeflis'' δημοσίευσαν μία μελέτη [[υβριδοποίηση DNA|υβριδοποίησης DNA]] που υποδείκνυε ότι η Φόσα έχει πιο στενή σχέση με τις μαγκούστες (οικογένεια Ερπηστίδες) παρά με τις Φελίδες και τις μοσχογαλές.<ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2003NatHist-13a"/> Ωστόσο το 1995 μια [[μορφολογία (βιολογία)|μορφολογική]] μελέτη της Veron τοποθέτησε για άλλη μια φορά την Φόσα στις Φελίδες.<ref name="2003NatHist-13a"/> Το 2003, μελέτες [[μοριακή φυλογενετική|μοριακής φυλογενετικής]] της [[Αν Γιόντερ]] (''Anne Yoder'') και συναδέλφων της, που χρησιμοποίησαν νουκλεϊκά και μιτοχονδριακά γονίδια, έδειξαν ότι όλα τα ιθαγενή σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης έχουν κοινή καταγωγή που αποκλείει τα υπόλοιπα σαρκοφάγα (σημαίνοντας ότι σχηματίζουν [[κλαδιστική|κλάδο]], κάνοντάς τα [[μονοφυλία|μονοφυλετικά]]) και έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με της Ερπηστίδες της Ασίας και της Αφρικής.<ref name="2003Yoder"/><ref name="2004Veron">{{cite journal | last1 = Veron | first1 = G. | last2 = Colyn | first2 = M. | last3 = Dunham | first3 = A.E. | last4 = Taylor | first4 = P. | last5 = Gaubert | first5 = P. | title = Molecular systematics and origin of sociality in mongooses (Herpestidae, Carnivora) | journal = Molecular Phylogenetics and Evolution | volume = 30 | issue = 3 | year = 2004 | pmid = 15012940 | pages = 582–598 | doi = 10.1016/S1055-7903(03)00229-X | url = http://www.durban.gov.za/durban/discover/museums/nsm/pubs/recent-publications/Veron%20et%20al%202004%20MPEV.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010 | archiveurl = https://web.archive.org/web/20110726130232/http://www.durban.gov.za/durban/discover/museums/nsm/pubs/recent-publications/Veron%20et%20al%202004%20MPEV.pdf | archivedate = 2011-07-26 | date = | url-status = dead }}</ref><ref name="2007Barycka"/> Μετά από αυτό, όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης τοποθετήθηκαν σε μία οικογένεια, τις [[Ευπλερίδες]].<ref name="MSW3"/> Εντός της οικογένειας των Επλερίδων, η Φόσα τοποθετήθηκε στην υποοικογένεια των Ευπλερίνων (''Euplerinae'') μαζί με το [[Φαλανούκ]] (''Eupleres goudoti'') και την Μαλαγασιανή μοσχογαλή, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις δεν έχουν μελετηθεί ακόμα αρκετά.<ref name="MSW3"/><ref name="2003Yoder"/><ref name="2007Barycka"/>
 
Ένας εξαφανισμένος συγγενής της Φόσας περιγράφηκε το 1902 από υποαπολιθωμένα κατάλοιπα και αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος, ''[[Cryptoprocta spelea]]'', το 1935. Το είδος ήταν πολύ μεγαλύτερο από την Φόσα, αλλά κατά τα άλλα παρόμοιο.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2004Goodman">{{cite journal | last1 = Goodman | first1 = S.M. | last2 = Rasoloarison | first2 = R.M. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | year = 2004 | url = http://www.mnhn.fr/museum/front/medias/publication/1334_z04n1a9.pdf | format = PDF | title = On the specific identification of subfossil ''Cryptoprocta'' (Mammalia, Carnivora) from Madagascar | journal = Zoosystema | volume = 26 | issue = 1 | pages = 129–143 | archiveurl = https://web.archive.org/web/20050121202907/http://www.mnhn.fr/museum/front/medias/publication/1334_z04n1a9.pdf | archivedate = 2005-01-21 | date = | accessdate = 2010-05-31 | url-status = dead }}</ref> Κατά μήκος της Μαδαγασκάρης, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν δύο είδη φόσας, ένα μεγάλο ''fosa mainty'' (μαύρη φόσα) και ένα μικρότερο ''fosa mena'' (κοκκινωπή φόσα), ενώ έχει αναφερθεί και μία λευκή στα νοτιοδυτικά. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται απλώς για λαϊκή παράδοση ή υπάρχει ποικιλία στο είδος που να έχει να κάνει με το φύλο, την ηλικία ή περιπτώσεις [[μελανισμός|μελανισμού]] και [[λευκισμός|λευκισμού]] ή αν όντως υπάρχουν παραπάνω από ένα είδη φόσας.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2004Goodman"/><ref name="2009HMWv1">{{Harvnb|Goodman|2009|loc=Family Eupleridae (Madagascar Carnivores)}}</ref>
Γραμμή 117:
[[Αρχείο:Fossa 085.jpg|thumb|right|Η φόσα είναι δραστήρια και την ημέρα και την νύχτα.]]
 
Η φόσα δραστηριοποιείται και την ημέρα και την νύχτα· η αιχμή της δραστηριότητάς της μπορεί να συμβεί νωρίς το πρωί, αργά το απόγευμα, και αργά την νύχτα.<ref name="2009HMWv1"/> Εν γένει το ζώο δεν ξανακοιμάται στα ίδια μέρη, ωστόσο τα θηλυκά με μικρά επιστρέφουν στην ίδια φωλιά.<ref name="2009HMWv1"/> Το εύρος κατοικίας για τις αρσενικές φόσες στο Δάσος ''Kirindy'' φτάνει μέχρι τα 26 [[Τετραγωνικό χιλιόμετρο|τ.χλμ.]], ενώ των θηλυκών τα 13 τ.χλμ. Αυτές οι περιοχές αλληλεπικαλύπτονται σε ποσοστό περίπου 30% σύμφωνα με δεδομένα από τα ανατολικά δάση, αν και οι περιοχές των θηλυκών είναι συνήθως ξεχωριστές. Το εύρος των περιοχών μεγαλώνει κατά την ξηρή περίοδο, ίσως εξαιτίας της μικρότερης διαθεσιμότητας νερού και φαγητού. Εν γένει, ζώα στα οποία έχουν τοποθετηθεί κολάρα εντοπισμού, ταξιδεύουν καθημερινά 2 έως 5 χλμ.,<ref name="1999Dollar">{{cite journal | last1 = Dollar | first1 = L. | title = Preliminary report on the status, activity cycle, and ranging of ''Cryptoprocta ferox'' in the Malagasy rainforest, implications for conservation | journal = Small Carnivore Conservation | year = 1999 | volume = 20 | pages = 7–10 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | format = PDF | date = | accessdate = 2010-05-31 | archiveurl = https://web.archive.org/web/20110728031602/http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | archivedate = 2011-07-28 | url-status = dead }}</ref> αν και έχει καταγραφεί ένα ζώο το οποίο σε μία μέρα μετακινήθηκε 7 χλμ. σε 16 ώρες.<ref name="2009HMWv1"/> Η πυκνότητα του πληθυσμού φαίνεται να είναι χαμηλή: στο Δάσος ''Kirindy'', όπου πιστεύεται ότι είναι κοινό, η πυκνότητά του εκτιμήθηκε σε ένα ζώο ανά 4 τ.χλμ. το 1998.<ref name="2003NatHist-13b"/> Μια άλλη μελέτη στο ίδιο δάσος μεταξύ 1994 και 1996 έδειξε ότι η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν ένα ζώο ανά 3,8 τ.χλμ. και ένα ενήλικο ανά 5,6 τ.χλμ.<ref name="2005Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Low population density of a tropical forest carnivore, ''Cryptoprocta ferox'': implications for protected area management | journal = Oryx | volume = 39 | issue = 1 | pages = 35–43 | year = 2005 | doi = 10.1017/S0030605305000074}}</ref>
<ref name="1999Dollar">{{cite journal | last1 = Dollar | first1 = L. | title = Preliminary report on the status, activity cycle, and ranging of ''Cryptoprocta ferox'' in the Malagasy rainforest, implications for conservation | journal = Small Carnivore Conservation | year = 1999 | volume = 20 | pages = 7–10 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | format = PDF | date = | accessdate = 2010-05-31 | archiveurl = https://web.archive.org/web/20110728031602/http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | archivedate = 2011-07-28 | url-status = dead }}</ref> αν και έχει καταγραφεί ένα ζώο το οποίο σε μία μέρα μετακινήθηκε 7 χλμ. σε 16 ώρες.<ref name="2009HMWv1"/> Η πυκνότητα του πληθυσμού φαίνεται να είναι χαμηλή: στο Δάσος ''Kirindy'', όπου πιστεύεται ότι είναι κοινό, η πυκνότητά του εκτιμήθηκε σε ένα ζώο ανά 4 τ.χλμ. το 1998.<ref name="2003NatHist-13b"/> Μια άλλη μελέτη στο ίδιο δάσος μεταξύ 1994 και 1996 έδειξε ότι η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν ένα ζώο ανά 3,8 τ.χλμ. και ένα ενήλικο ανά 5,6 τ.χλμ.<ref name="2005Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Low population density of a tropical forest carnivore, ''Cryptoprocta ferox'': implications for protected area management | journal = Oryx | volume = 39 | issue = 1 | pages = 35–43 | year = 2005 | doi = 10.1017/S0030605305000074}}</ref>
 
Εκτός από μητέρες με μικρά και περιστασιακές παρατηρήσεις ζευγαριών αρσενικών, τα ζώα βρίσκονται συνήθως μόνα τους, έτσι το είδος θεωρείται μοναχικό.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2005Hawkins"/> Εντούτοις, μία δημοσίευση του 2009, ανέφερε μία λεπτομερή παρατήρηση συνεργατικού κυνηγιού, όπου τρεις αρσενικές φόσες κυνηγούσαν έναν σίφακα 3 κιλών (''[[Propithecus verreauxi]]'') για 45 λεπτά, και εν συνεχεία μοιράστηκαν την λεία. Αυτή η συμπεριφορά ενδεχομένως αποτελεί κατάλοιπο του συνεργατικού κυνηγιού που θα απαιτούνταν ώστε να κυνηγήσουν τους μεγαλύτερους [[υποαπολιθωμένοι λεμούριου|προσφάτως εξαφανισμένους λεμούριους]].<ref name="2009Luhrs">{{cite journal | last1 = Lührs | first1 = M.-L. | last2 = Dammhahn | first2 = M. | title = An unusual case of cooperative hunting in a solitary carnivore | journal = Journal of Ethology | volume = 28 | issue = 2 | year = 2009 | pages = 379–383 | doi = 10.1007/s10164-009-0190-8}}</ref>
Γραμμή 128 ⟶ 127 :
 
Η δίαιτα της φόσας σε άγρια κατάσταση έχει μελετηθεί από την ανάλυση των ξεχωριστών [[κόπρανα|κοπράνων]] της, τα οποία μοιάζουν με γκρι κυλίνδρους με περιελιγμένες άκρες και έχουν μήκος 10–14 cm και πάχος 1.5–2.5 cm.
<ref name="2008Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Food habits of an endangered carnivore, ''Cryptoprocta ferox'', in the dry deciduous forests of western Madagascar | journal = Journal of Mammalogy | year = 2008 | volume = 89 | issue = 1 | pages = 64–74 | doi = 10.1644/06-MAMM-A-366.1}}</ref> Κόπρανα που συλλέχθηκαν στα εθνικά πάρκα ''Andohahela'' και ''Andringitra'' περιείχαν υλικό από λεμούριους και τρωκτικά. Οι ανατολικοί πληθυσμοί στην ''Andringitra'' έχουν την μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ποικιλία θηραμάτων, θηρεύοντας και [[Σπονδυλωτό|σπονδυλωτά]] και [[ασπόνδυλα]]. Στα σπονδυλωτά περιλαμβάνονται από ερπετά ως μεγάλη ποικιλία [[Πτηνά|πτηνών]] και [[Θηλαστικό|θηλαστικών]], στα οποία περιλαμβάνονται εντομοφάγα, [[τρωκτικά]] και λεμούριοι. Στα ασπόνδυλα περιλαμβάνονται [[έντομα]] και [[Κάβουρας|κάβουρες]].<ref name="1996Goodman"/><ref name="1999Goodman"/> Μία μελέτη έδειξε ότι τα σπονδυλωτά αποτελούσαν το 94% της δίαιτας της φόσας, με τους λεμούριους να αποτελούν πάνω από το 50%, ακολουθούμενοι από [[τενρέκ]] (9%), σαύρες (9%), και πτηνά (2%). Οι σπόροι οι οποίοι αποτελούν το 5% της δίαταςδίαιτας, ενδέχεται να βρίσκονταν απλώς στα στομάχια των καταβροχθισμένων λεμούριων, ή να καταναλώθηκαν μέσω φρούτων για νερό, καθώς οι σπόροι ήταν πιο συνηθισμένοι κατά την ξηρή περίοδο. Το μέσο μέγεθος των θηραμάτων ποικίλει γεωγραφικώς, είναι μόλις 40 g στα ψηλά βουνά του ''Andringitra'', εν αντιθέσει με τα 480 g στα υγρά δάση και πάνω από 1000 g στα ξηρά δάση φυλλοβόλων.<ref name="2009HMWv1"/> Μία μελέτη στη δίαιτα της φόσας στα ξηρά δάση φυλλοβόλων της δυτικής Μαδαγασκάρης, έδειξε ότι πάνω από το 90% των θηραμάτων της ήταν σπονδυλωτά, και πάνω από το 50% λεμούριοι. Η κύρια δίαιτα αποτελούνταν από περίπου έξι είδη λεμούριων και δύο ή τρία είδη ακανθωδών τενρέκ, μαζί με [[Φίδι|φίδια]] και μικρά θηλαστικά.<ref name="2008Hawkins"/> Εν γένει η φόσα προτιμά να κυνηγάει μεγαλύτερους λεμούριους και τρωκτικά.<ref name="1995Rasoloarison">{{cite journal | last1 = Rasoloarison | first1 = R.M. |last2 = Rasolonandrasana | first2 = B.P.N. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | last4 = Goodman | first4 = S.M. | title = Predation on vertebrates in the Kirindy Forest, western Madagascar | journal = Ecotropica | year = 1995 | volume = 1 | pages = 59–65 | url = http://www.gtoe.de/public_html/publications/pdf/1-1/Rasoloarison%20et%20al.%201995,%201_59-65.pdf | format = PDF | accessdate = 2010-05-21}}</ref>
 
Τα θηράματα πιάνονται με κυνήγι είτε στο έδαφος είτε στα δέντρα. Κατά την περίοδο μη-αναπαραγωγής η φόσα κυνηγάει ατομικά, αλλά κατά την περίοδο αναπαραγωγής ενδέχεται να κυνηγούν σε ομάδες, ανά ζεύγη ή αργότερα η μητέρα με τα μικρά της. Σε αυτεςαυτές τις περίπτωςειςπεριπτώσεις εναένα μέλος της ομάδας σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο, και κυνηγά τους λεμούριους από δέντρο σε δέντρο, αναγκάζοντάς τους να κατέβουν στο έδαφος όπου μπορούν τα υπόλοιπα μέλη να τους πιάσουν εύκολα.<ref name="2009HMWv1"/> Η φόσα είναι γνωστό ότι ξεκοιλιάζει τους μεγαλύτερους λεμούριους, χαρακτηριστικό το οποίο, μαζί με τα ξεχωριστά κόπρανά της, βοηθάει στην αναγνώριση των θηραμάτων της.<ref name="2005Patel"/> Μακράς διάρκειας παρατηρήσεις των μοτίβων θήρευσης της φόσας σε [[σίφακας|σίφακες]] των βροχοδασών, υποδεικνύουν ότι κυνηγά μόνο σε μία υποπεριοχή του εύρους της μέχρι να αυξηθεί η πυκνότητα των θηραμάτων οπότε μετακινείται.<ref name="2009Irwin">{{cite journal | last1 = Irwin | first1 = M.T. | last2 = Raharison | first2 = J.L. | last3 = Wright | first3 = P.C. | title = Spatial and temporal variability in predation on rainforest primates: do forest fragmentation and predation act synergistically? | journal = Animal Conservation | year = 2009 | volume = 12 | issue = 3 | pages = 220–230 | doi=10.1111/j.1469-1795.2009.00243.x}}</ref> Έχει αναφερθεί ότι κυνηγάει και κατοικίδια ζώα, όπως κατσίκες και μικρά μοσχάρια, και ειδικά κοτόπουλα. Στην αιχμαλωσία καταναλώνει 800 με 1000 g κρέατος την ημέρα, το οποίο περιλαμβάνει αμφίβια, πτηνά, έντομα, ερπετά και μικρά προς μεσαίου μεγέθους θηλαστικά.<ref name="1986Köhncke"/>
 
Αυτή η μεγάλη ποικιλία θηραμάτων σε διάφορες φυσικές κατοικίες βροχοδασών είναι παρόμοια με την ποικιλία που παρατηρήθηκε<ref name="1996Goodman"/><ref name="1999Goodman"/> και στα ξηρά δάση της δυτικής Μαδαγασκάρης. Καθώς είναι ο μεγαλύτερος ενδημικός θηρευτής της Μαδαγασκάρης, αυτή η ευελιξία της δίατάς της σε συνδυασμό με το ευέλικτο μοτίβο συμπεριφοράς,<ref name="1999Dollar"/> μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων οικολογικών θώκων σε όλο το νησί, όντας έτσι εν δυνάμει [[θεμελιώδες είδος]] για τα μαλαγασικά οικοσυστήματα.<ref name="2007Dollar"/>
Γραμμή 137 ⟶ 136 :
[[File:Fossa-drawing.jpg|thumb|250px|Εικονογράφηση φόσας (περίπου 1927)]]
 
Οι περισσότερες λεπτομέρειες για την αναπαραγωγή σε άγρια κατάσταση είναι γνωστές από τα δυτικά ξηρά φυλλοβόλα δάση, για το αν κάποιες από αυτές ισχύουν και για τους ανατολικούς πληθυσμούς απαιτείται επιπλέον έρευνα πεδίου.<ref name="2009HMWv1"/> Το ζευγάρωμα τυπικά λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου,<ref name="1986Köhncke"/> αν και υπάρχουν αναφορές για ζευγαρώματα έως και μέσα στον Δεκέμβριο,<ref name="2009HMWv1"/> ενώ μπορεί να είναι άκρως επιδεικτικό.<ref name="2003NatHist-13b"/> Στην αιχμαλωσία στο [[Βόρειο Ημισφαίριο]], οι φόσες αναπαράγονται κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι, από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο.<ref name="2003Winkler"/> Η [[συνουσία]] γίνεται συνήθως πάνω σε δέντρα, σε οριζόντια κλαδιά περίπου 20 μ. πάνω από το έδαφος. Συχνά το ίδιο δέντρο χρησιμοποιείται κάθε χρόνο, με αξιοσημείωτη ακρίβεια ώςως προς την ημερομηνία που αρχίζει το ζευγάρωμα. Τα δέντρα είναι συχνά κοντά σε μία πηγή νερού και έχουν ισχυρά και αρκετά πλατιά κλαδιά, περίπου 20 cmεκ., ώστε να μπορούν να συγκρατήσουν ένα ζευγάρι. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις ζευγαρώματος στο έδαφος.<ref name="2009HMWv1"/>
 
Σε ένα τόπο ζευγαρώματος μπορεί να βρεθούν έως και οκτώ αρσενικά, κοντά στο δεκτικό θηλυκό. Το θηλυκό φαίνεται να είναι αυτό που διαλέγει το αρσενικό με το οποίο θα ζευγαρώσει, ενώ τα αρσενικά ανταγωνίζονται για την προσοχή του με κραυγές και άλλες ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις. Το θηλυκό μπορεί να επιλέξει να ζευγαρώσει με αρκετά από τα αρσενικά ενώ η επιλογή του δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την εμφάνιση των αρσενικών.<ref name="2009HMWv1"/> Για να προκαλέσει την επίβαση του αρσενικού βγάζει μια σειρά από κλαυθμιρίζουσες κραυγές. Το αρσενικό επιβαίνει από πίσω, τοποθετώντας το σώμα του ελαφρώς έκκεντρα,<ref name="2009HMWv1"/> στάση που απαιτεί λεπτή ισορροπία. Τοποθετεί τις πατούσες του στους ώμους του θηλυκού<ref name="2003NatHist-13b"/> ή το αρπάζει από την μέση και συχνά του γλείφει τον λαιμό.<ref name="2009HMWv1"/> Το ζευγάρωμα διαρκεί σχεδόν τρεις ώρες.<ref name="2009PEoM"/> Η αφύσικη διάρκεια του ζευγαρώματος οφείλεται στην φυσιολογία του πέους του αρσενικού, το οποίο έχει ακίδες με κατεύθυνση προς τα πίσω στο μεγαλύτερο μέρος του.<ref name="2009PEoM"/> Κατά το ζευγάρωμα τα ζώα κολλάνε,<ref name="2009HMWv1"/> εξαιτίας του ακανθώδους πέους των αρσενικών.<ref name="2009PEoM"/> Ο δεσμός δύσκολα σπάει αν η συνουσία διακοπεί, ενώ μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές, φτάνοντας συνολικά έως και δεκατέσσερις ώρες, ενώ το αρσενικό μπορεί να παραμείνει με το θηλυκό μετά έως και μία ώρα. Ένα θηλυκό μπορεί να καταλάβει το δέντρο έως και για μία εβδομάδα, ζευγαρώνοντας με πολλά αρσενικά για αυτό το διάστημα. Επίσης, άλλα θηλυκά μπορεί να καταλάβουν την θέση του, ζευγαρώνοντας με τα ίδια αρσενικά, καθώς και με άλλα.<ref name="2009HMWv1"/> Αυτή η στρατηγική ζευγαρώματος, όπου τα θηλυκά μονοπωλούν μία τοποθεσία, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν τα διαθέσιμα αρσενικά, φαίνεται να είναι μοναδική στα σαρκοφάγα. Πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι αυτό το σύστημα βοηθά στο να ξεπεραστούν παράγοντες που συνήθων εμποδίζουν την εύρεση συντρόφου, όπως η μικρή πυκνότητα πληθυσμού και η μη χρήση φωλιάς.<ref name="2009Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = A novel mating system in a solitary carnivore: the fossa | journal = Journal of Zoology | volume = 277 | issue = | year = 2009 | pages = 196–204 | doi = 10.1111/j.1469-7998.2008.00517.x}}</ref>
 
Η γέννα από ένα έως έξι μικρών<ref name="2007Mueller"/> (αλλά συνηθέστερα δύο έως τέσσερα)<ref name="1986Köhncke"/> γίνεται σε προστατευμένο μέρος, όπως σε υπόγειες φωλιές , λοφίσκους τερμιτών, σε σχισμεςσχισμές βράχων ή σε κουφάλες μεγάλων δέντρων<ref name="2009HMWv1"/> (ειδικά εκείνων του γένους ''[[Κομμιφόρος η μύρρα|Commiphora]]'').<ref name="2003NatHist-13b"/> Αντίθετα με τα πορίσματα παλαιότερων ερευνών, οι γέννες αποτελούνται από νεογνά μικτού φύλου.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Τα μικρά γεννιούνται τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, μετά από κύηση διάρκειας 90 ημερών,<ref name="1986Köhncke"/> ή σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές μετά από περίοδο έξι με επτά εβδομάδων.<ref name="2009HMWv1"/> Τα νεογέννητα είναι τυφλά και δεν έχουν δόντια, και ζυγίζουν το πολύ 100 γραμμάρια.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Η γούνα τους είναι λεπτή και έχει περιγραφεί ως καφέ-γκρι><ref name="2003Winkler"/> ή σχεδόν άσπρη.><ref name="2009HMWv1"/> Μετά από περίπου δύο εβδομάδες τα μάτια των μικρών ανοίγουν,<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003Winkler"/> γίνονται πιο δραστήρια, και η γούνα τους σκουραίνει προς το γκρι.<ref name="2009HMWv1"/> Δεν καταναλώνουν στερεά τροφή παρά μόνο όταν φτάσουν τους τρεις μήνες,<ref name="2009PEoM"/> και δεν αφήνουν την φωλιά μέχρι να γίνουν 4,5 μηνών, ενώ απογαλακτίζονται λίγο μετά.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Μετά τον πρώτο χρόνο γίνονται ανεξάρτητα από την μητέρα τους.<ref name="2009HMWv1"/> Τα μόνιμα δόντια εμφανίζονται στους 18 με 20 μήνες.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Στη φυσική ωριμότητα φτάνουν σε ηλικία δύο ετών,<ref name="2009PEoM"/> η [[σεξουαλική ωριμότητα|σεξουαλική]] όμως παρατηρείται ένα με δύο χρόνια αργότερα,<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> και τέλος τα νεαρά άτομα μπορεί να μείνουν με την μητέρα τους μέχρι την πλήρη ωριμότητα. Η διάρκεια ζωής στην αιχμαλωσία φτάνει ή και ξεπερνά τα 20 χρόνια, πιθανώς λόγω της αργής ανάπτυξης.<ref name="2007Mueller"/>
 
== Αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο ==
Η φόσα έχει καταχωρηθεί ως [[Εκτεθειμένο είδος]] στην [[Κόκκινη Λίστα της IUCN]] από το 2008, καθώς πληθυσμός της έχει πιθανώς φθίνει κατά 30% τα τελευταία 21 χρόνια. Παλαιότερα έχει καταχωρηθεί ως «Κινδυνεύον» (2000) και «Ανεπαρκώς γνωστό» (1988, 1990, 1994).<ref name=IUCN/> Το είδος εξαρτάται από τα δάση και συνεπώς απειλείται από την ευρεία καταστροφή των δασών της Μαδαγασκάρης, είναι όμως ικανό να επιβιώσει και σε διαταραγμένες περιοχές.<ref name=2003NatHist-13b/><ref name=2009HMWv1/> Έχει αναπτυχθεί μία συλλογή [[μικροδορυφορικό DNA|μικροδορυφορικών]] δεικτών (μικρά τμήματα DNA που έχουν επαναλαμβανόμενες ακολουθίες) ώστε να συμβάλει στη μελέτη γενετικής υγείας και δυναμικής των πληθυσμών και της υπο αιχμαλωσία και της άγριας φόσας.<ref name="2009Vogler">{{cite journal | last1 = Vogler | first1 = B.R. | last2 = Bailey | first2 = C.A. | last3 = Shore | first3 = G.D. | last4 = McGuire | first4 = S.M. | last5 = Engberg | first5 = S.E. | last6 = Fickel | first6 = J. | last7 = Louis Jr. | first7 = E.E. | last8 = Brenneman | first8 = R.A. | year = 2009 | title = Characterization of 26 microsatellite marker loci in the fossa (''Cryptoprocta ferox'') | journal = Conservation Genetics | volume = 10 | issue = 5 | pages = 1449–1453 | doi = 10.1007/s10592-008-9758-z}}</ref> Αρκετοί παθογόνοι μικροοργανισμοί έχουν απομονωθεί από φόσες, κάποιοι από τους οποίους όπως ο [[άνθρακας (βακτήριο)|άνθρακας]] και στον ιό ''[[CDV]]'' (''Canine Distemper Virus''), πιστεύεται ότι έχουν μεταδοθεί από άγρια σκυλιά ή γάτες.<ref name=2009HMWv1/>
 
Παρόλο που το είδος έχει ευρεία κατανομή, τοπικά σπανίζει, όντας έτσι ιδιαίτερα εκτεθειμένο στην [[εξαφάνιση (βιολογία)|εξαφάνιση]]. Τα αποτελέσματα του [[κερματισμός ενδιαιτήματος|κερματισμού του ενδιαιτήματός]] του αυξάνουν την επικινδυνότητα. Για το μέγεθός της, έχει μικρότερη από την αναμενόμενη πυκνότητα πληθυσμού, πράγμα που επιδεινώνεται από τα συρρικνούμενα δάση και την μειούμενο πληθυσμό των λεμούριων, οι οποίοι αποτελούν το κύριο μέρος της δίαιτάς της. Η απώλεια της φόσας, είτε τοπικά είτε καθολικά, θα είχε σημαντική επίδραση στη δυναμική του οικοσυστήματος, έχοντας πιθανώς ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση πανίδας από κάποια από τα θηράματά της. Ο συνολικός πληθυσμός φόσας που ζει σε προστατευμένες περιοχές εκτιμάται σε λιγότερα από 2.500 ενήλικα άτομα, αλλά και αυτό ενδέχεται να είναι υπερεκτίμηση. Μόνο δύο προστατευμένες περιοχές πιστεύεται ότι περιέχουν 500 ή παραπάνω ενήλικες φόσες: το [[Εθνικό Πάρκο Μασοαλά]] και το [[Εθνικό Πάρκο Midongy-Sud]], αν και αυτό επίσης μπορεί να αποτελεί υπερεκτίμηση. Από μία επίσημη [[ανάλυση βιωσιμότητας πληθυσμού]] συγκεντρώθηκαν πολύ λίγες πληροφορίες για τον πληθυσμό, όμως οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι καμία από τις προστατευμένες περιοχές δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα βιώσιμο πληθυσμό. Αν αυτό αληθεύει, η εξαφάνιση της φόσας μπορεί να είναι συμβεί στα επόμενα 100 χρόνια καθώς ο πληθυσμός μειώνεται σταδιακά. Προκειμένου να επιβιώσει το είδος, υπολογίζεται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 555 τετραγωνικά χιλιόμετρα ώστε να διατηρηθούν μικρότεροι, βραχυπρόθεσμα βιώσιμοι πληθυσμοί, και τουλάχιστον 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα για πληθυσμούς 500 ενηλίκων.<ref name =2005Hawkins/>
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Φόσα"