Συζήτηση:Αλφάβητο/Αρχείο 5: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ελληνική γραφή -7000 έτη ιστορίας
Γραμμή 621:
 
'''Γιάννης,''' 12-11-2007 12.20΄(UTC)<br />
<br />
Ωρείθυια 10:20, 28 Ιανουαρίου 2008 (UTC)
'''"ΩΡΕΙΘΥΙΑ"'''<br />
 
Παρακαλώ επιτρέψτε μου να εκθέσω τις απόψεις μου, αρκετά εκτενώς με το παρακάτω '''άρθρο''':
 
'''ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ - 7000 έτη ιστορίας'''
 
 
'''Εισαγωγή<sup>1</sup>'''
 
To ζήτημα της γενέσεως της γραφής υπήρξε εδώ και πολλά έτη σημείο τριβής και πεδίο αναπτύξεως διαφόρων θεωριών. Από τα τέλη του 18ου αι. όμως, και ιδιαιτέρως από το 1816 και έπειτα, το ζήτημα της γραφής ετέθη επί νέων, «ινδοευρωπαϊκών» βάσεων. Η έκφρασις της ινδοευρωπαϊκής -βλ. ινδογερμανικής- θεωρίας από τον Βορρά, καθαρό προϊόν του αναγεννημένου γερμανικού εθνικισμού, μετά την νικηφόρο λήξιν των Ναπολεόντειων Πολέμων, δεν ήταν δυνατό να αφήση εκτός το ζήτημα της γραφής. Ώφειλε και η γραφή να καταστή εφεύρημα των ανύπαρκτων ινδοευρωπαίων Αρίων. Μητέρα δε όλων των γλωσσών απεκλήθη η σανσκριτική. Από τότε φυσικά έχουν παρέλθει πολλά έτη και '''νέα αρχαιολογικά ευρήματα''' έχουν έλθει στο φως, τα όποια στην πιο καλή για τους ίνδο-ευρωπαϊστάς περίπτωσι, θέτουν εν αμφιβόλω την θεωρία τους. Ωστόσο αυτοί συνεχίζουν ακάθεκτοι να διαβιούν εντός της πλάνης των, λοιδορώντας τα νεώτερα στοιχεία η ακόμη χειρότερα αγνοώντας τα. Κι όμως το ζήτημα της γραφής, χάρις στην αρχαιολογική σκαπάνη, έχει με την σειρά του αρχίσει να ξεκαθαρίζη. Πέρα από κάθε διάθεσιν σωβινισμού ή προγονολατρίας, η ελληνική γη έχει αρχίσει να αναδεικνύεται και πάλι στο μεγάλο βιβλίο της ανθρωπότητας, φανερώνοντας από τα σπλάγχνα της ανεκτίμητους ιστορικούς θησαυρούς, για όσους επιθυμούν να τους αναγνώσουν.
<sup>2</sup>Μέχρι τότε, αρχαιότερη μαρτυρία ελληνικής γραφής εφέρετο η επιγραφή της "ιστορικής" περιόδου (Η' αι.π.Χ.) χαραγμένη επάνω σε πήλινο αγγείο, στην "οινοχόη του Δίπυλου", γραμμένη με το σημερινό γνωστό αλφάβητο" η επιγραφή αναφέρει ότι η οινοχόη δίδεται ως βραβείο σε χορευτικό διαγωνισμό:
"ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ
ΠΑΙΖΕΙ, ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ ΜΙΝ".
Η εκδοχή ότι η συγκεκριμένη επιγραφή είναι η πρώτη ελληνική γραφή, '''σήμερα πλέον δεν ευσταθεί'''. Τα ελληνικά και πρωτοελληνικά φύλα διέθεταν διάφορα συστήματα γραφής. Αυτό έγινε γνωστό από τις πήλινες πινακίδες που τα "αρχεία" της ελληνικής γης διεφύλαξαν επί χιλιετίες και ήρθαν στο φως κατά την διάρκεια του 20ου αιώνος. Τα γραπτά αυτά μνημεία παρουσιάζουν κανονική εξέλιξιν: πρώιμο εικονογραφικό στάδιο (ιερογλυφικό), συλλαβογραφικό, τέλος φθογγογραφικό. Δύο από αυτά τα συστήματα, το κυπριακό συλλαβογραφικό και η Γραμμική Γραφή Β, έχουν ήδη αποκρυπτογραφηθή και εκφράζουν ολοκάθαρα την ελληνική γλώσσα με αδιάσπαστη ενότητα μέχρι σήμερα.
 
 
'''Νεολιθικά Σήματα<sup>1</sup>'''
 
Η χρονολογία ενάρξεως της χρήσεως του προφορικού λόγου παραμένει λοιπόν ένα άλυτο πρόβλημα, οι ρίζες του οποίου αναζητούνται πριν από 50.000 ή ακόμη και πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια. Η παρατήρησις αυτή φαίνεται να δικαιολογή τα λόγια του καθηγητού Χουρμουζιάδη ότι η αρχή της ιστορίας της πρωτογραφής χάνεται πολύ βαθειά στην Νεολιθική περίοδο<sup>3</sup> , ίσως και στο μεταβατικό στάδιο της Μεσολιθικής, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα του Αζιλίου πολιτισμού, από το ομώνυμο σπήλαιο Mas -d' Azii (dip. Ariége) στην Γαλλία.<sup>4</sup> Το Mas -d' Azii τόσο σαν φυσική διαμόρφωσις όσο και σαν αρχαιολογική θέσις είναι από τους πιο εντυπωσιακούς τόπους, όπου ο προϊστορικός άνθρωπος άφησε κατάλοιπα της ζωής και των έργων του. Το ίδιο το σπήλαιο είναι μία τεράστια φυσική σήραγγα σκαμμένη από τον ποταμό Arize, ο οποίος δημιούργησε αυτήν την υπόγεια διάβασιν. Έκτος από την κεντρική φυσική σήραγγα, όπου ρέει ο ποταμός, ανοίγονται στην δεξιά όχθη ένα πλέγμα άλλων στοών και αιθουσών. Πρόκειται για έναν τεράστιο υπόγειο λαβύρινθο, σκαμμένο στον βράχο από τα νερά του ποταμού, μέσα στον όποιο υπάρχει συνεχής και πυκνή διαδοχή αρχαιολογικών στρωμάτων της υστέρας παλαιολιθικής, της μεσολιθικής και της νεολιθικής. Ίσως εδώ να έχη ανακαλυφθή και το νήμα, που θα μας οδήγηση τελικά μέσα στον σκοτεινό λαβύρινθο της πρωτογραφής. Ανάμεσα στα '''μεσολιθικά (9η π.Χ. χιλιετία)''' ευρήματα του σπηλαίου περιλαμβάνονται χαλίκια του ποταμού με εγχάρακτα η γραπτά σχέδια με κόκκινο η μαύρο χρώμα. Ανάμεσα στα σχέδια κάποια χαρακτηρίζονται ως αλφαβητόμορφα από τον Α. Ζώη. Παρατηρώντας προσεκτικά τους συνδυασμούς των γραμμάτων διακρίνουμε πράγματι τον σχηματισμό μιας διφθόγγου (ΕΙ), η ακόμη και ενός μεμονωμένου γράμματος (Ε η Μ). Κάποια άλλα πάλι σχέδια επί των χαλικιών θυμίζουν μονάδες μετρήσεως (III: μονάδες, ...: δεκάδες, ///: εκατοντάδες), '''όπως αυτές που απαντούν στα κρητικά ιερογλυφικά κείμενα και στις πινακίδες της Γραμμικής Α΄'''. Δύο φορές τουλάχιστον παρατηρούμε και το σύμβολο ka, δηλωτικό των σιτηρών. Το σύμβολο αυτό άπαντα τόσο στην Γραμμική Α΄, όσο και στην Γραμμική Β΄, καθώς και σε κάποια κωνικά σφραγίσματα του 17ου π.Χ. αι., που έχουν ανακαλυφθή στην Μαργιανή από τον Βίκτωρα Σαρηγιαννίδη.<sup>5</sup> Μερικά από τα σχέδια αυτά είναι, σύμφωνα με τον Obermaier, έσχατες σχηματοποιήσεις ανθρωπίνων μορφών. Όμοια υπάρχουν στις μεσολιθικές βραχογραφίες του ανατολικού ισπανικού κύκλου, αλλά και σε άλλες θέσεις στην Γαλλία.<sup>6</sup> Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για πρωτογραφή σε αυτούς τους τόσο πρώιμους χρόνους, όπως είναι η 9η χιλιετία π.Χ.; Ή μήπως πρόκειται τελικά για μία ακόμη καλλιτεχνική έκφρασιν του μεσολιθικού ανθρώπου, που απλώς αντιγράφει διακοσμητικές μορφές, οι όποιες ενυπάρχουν στην φύσιν; Θεωρούμε ότι μέχρι να ανακαλυφθούν περισσότερα στοιχεία αναφορικά με αυτήν την περίοδο θα ήταν ίσως πρότιμότερο να υιοθετήσουμε την άποψιν του Α. Ζώη, χαρακτηρίζοντας τα γράμματα επί των ποταμίων κροκαλών, ως αλφαβητόμορφα σχέδια.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο στην Ελλάδα, οι νέες αποκαλύψεις πρωτογραφών, όπως αυτές '''του Δισπηλιού και των Γιαννιτσών''', μοιάζουν να διαφωτίζουν ακόμη και αυτούς τους πλήρως ανεξερεύνητους χρόνους. Σύμφωνα με τον καθηγητή Χουρμουζιάδη, «η παρουσία ενδείξεων πρώιμης γραφής, της οποίας η ενδεχόμενη αποκρυπτογράφησις μπορεί να σημαίνη ιστορικής σημασίας αποκαλύψεις, δείχνουν ότι οι κάτοικοι του προϊστορικού οικισμού δεν ήσαν παγιδευμένοι, χωρίς προοπτικές, στο καθημερινό πάρε-δώσε με την λίμνη και τους μικροεμπόρους, που ανεβοκατέβαιναν στην περιοχή».<sup>7</sup> Ίσως και αυτή η επικοινωνία με τους εμπόρους όμως να τους είχε ωδηγήσει στην ανάπτυξι μιας τέτοιας γραπτής επικοινωνίας μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών σχέσεων. Τα σήματα, που έχουν ανακαλυφθή χαραγμένα όχι μόνον επάνω στην ξύλινη πινακίδα, αλλά και σε κάποια κομμάτια κεραμεικών, «θα πρέπει να συνιστούσαν ένα πρωτογενές «σύστημα» μεταδόσεως μιας πληροφορίας, που η χρήσις τους αφορούσε στις σχέσεις αυτών, οι οποίοι κατασκεύαζαν αυτά τα αντικείμενα με εκείνους, οι οποίοι τα απεδέχοντο και τα αξιοποιούσαν στις δραστηριότητες τους».<sup>8</sup> '''Η πινακίδα του Δισπηλιού''' χαραγμένη επάνω σε ένα ξύλινο εξάρτημα βάρκας,<sup>9</sup> μας θυμίζει ίσως το εύλαλον ξύλον από την μαγική φυγό, που προσέθεσε η Αθηνά Εργάνη επάνω στο ταχύ πλοίο των Αργοναυτών. Η ίδια η πινακίδα ομως εχρονολογήθη με άνθρακα C14 στα '''5.260 π.Χ.!''' Αρκετά δε από τα σύμβολα της είναι κοινά με κάποια από αυτά, τα όποια απεικονίζονται επάνω στις ομήλικες παλαιοευρωπαϊκές πινακίδες, αλλά και στις μεταγενέστερες πινακίδες της Γραμμικής Β΄ και στην Κυπριακή γραφή. To περιοδικό NATIONAL GEOGRAPHIC<sup>10</sup> γράφει για το Δισπηλιό της Καστοριάς:
«''Είναι ο πρώτος λιμναίος οικισμός που ανασκάπτεται στην Ελλάδα..φέρνει στο φως σημαντικότατα ευρήματα, που αποκαλύπτουν ότι εδώ και 7000 χρόνια ο προϊστορικός άνθρωπος της περιοχής κατείχε την τεχνογνωσία να ψαρεύει, να κυνηγάει με πρωτοποριακά για την εποχή όπλα και να καλλιεργεί την γη με εξελιγμένα εργαλεία. Και, το κυριότερο, χάρασσε την πρώιμη γραφή του σε ξύλο για να καλύψει τις επικοινωνιακές του ανάγκες . Αν και δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, η ηλικία της γραφής του 5300π.Χ. συντείνει στο να θεωρείται κατά κάποιο τρόπο προπομπός της Γραμμικής Α΄.''
"''''''Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει κάποια στιγμή να ανατρέψουμε το περίφημο παραμύθι των Ινδοευρωπαίων''''''... ''όταν έχουμε έναν πλήρη πολιτισμό, όπως ο νεολιθικός του Δισπηλιού, με γνώση του χώρου, της αρχιτεκτονικής, της οικονομίας, της ιδεολογίας, αναρωτιέμαι τι τελικά έφεραν οι Ινδοευρωπαίοι. Υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια στον ελληνικό πολιτισμό, χωρίς τομές" υποστηρίζει ο Γ. Χουρμουζιάδης.»''
 
Προσφάτως παρατηρήσαμε ότι στην Συλλογή Σταθάτου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, φυλάσσεται ένα ακόμη πήλινο σφονδύλι της 5ης π.Χ. χιλιετίας, με πρωτογραφή, κάποια από τα σύμβολα του οποίου παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του Δισπηλιού, αλλά και της Γραμμικής Α΄. Ήδη από το 1961 ήσαν γνωστές τρεις πήλινες πινακίδες με ανάλογα του Δισπηλιού σήματα από την '''Ταρταρία-Κλουζ της Ρουμανίας''' (jud. Alba), τα όποια εχρονολογήθησαν επίσης με άνθρακα C14 ανάμεσα στα '''5300-5200 π.Χ.'''<sup>12</sup> Χαρακτηρίσθηκαν τότε από τους Ρουμάνους αρχαιολόγους αυτές οι πρωτογραφές ως Σουμεριακά και Αρχαία Ελληνικά! Έθεωρήθη μάλιστα πως ανήκουν στην ίδια ομάδα πρωτογραφών με αυτά του νεολιθικού πολιτισμού του Turdas, γνωστό σήμερα ως Vinca.<sup>13</sup> Σε αυτά τα ευρήματα έρχεται να προστεθή μία νέα πρωτογραφή, αδημοσίευτη ακόμη, η οποία ανεκαλύφθη το φθινόπωρο του 2001 στην νεολιθική θέσι Ίσάιϊα της Ρουμανίας. Η πρωτογραφή την οποία προσπαθεί να αποκρυπτογράφηση ο καθηγητής Nicolae Ursulescu (Παν/μιον Ιασίου), τοποθετείται χρονολογικά βάσει των συνευρημάτων στα '''6000 π.Χ.'''<sup>17</sup> Ανάλογα προϊστορικά γεωμετρικά σημεία μοιάζουν να έχουν αποτυπωθή και στις δύο πήλινες πινακίδες από τον Πρώιμο Χαλκολιθικό πολιτισμό της Γκραντέσνιτσα, στην περιοχή της Βράτσα. Στην πρώτη μάλιστα διακρίνουμε έναν υποτυπώδη διαχωρισμό του κειμένου σε τέσσερεις ασύμμετρες σειρές, που αναμοχλεύουν την διάρθρωσιν των πήλινων πινακίδων της '''Γραμμικής Β΄'''. Ο προϊστορικός γραφεύς έχει σχεδιάσει τα σήματα επάνω στην ωοειδή επιφάνεια του πήλινου οστράκου, που έχει μήκος 12,5 εκ. και δύο κάθετες γραμμές δημιουργώντας μία νοητά σελιδόσχημη πήλινη πινακίδα, ανάλογη με αυτές που εχρησιμοποιήθησαν στην Ελληνική Γραμμική Β΄.<sup>14</sup> Μολονότι ο πολιτισμός της Γκραντέσνιτσα ανήκει στον κοινό νεολιθικό πολιτισμό της ΝΑ Ευρώπης, εδώ παρουσιάζονται και διαμορφώνονται κάποιες ιδιαιτερότητες, που εμφανίζονται και στην σημερινή περιοχή της Δυτικής Βουλγαρίας. Εξελικτικό στάδιο αυτού του πολιτισμού θα αποτελέση ο χαλκολιθικός πολιτισμός της 4ης χιλιετίας π.Χ., που ακολουθεί και καρπός του οποίου είναι τα πήλινα όστρακα με τις πρωτο-γραφές, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθή από τον Bogdan Nikolov ως η αρχαιοτέρα γραφή της Ευρώπης. Πριν από λίγους μήνες ωστόσο ένα άλλο εύρημα από τον Ελλαδικό χώρο ήλθε να αναστάτωση την ακαδημαϊκή κοινότητα και να διάψευση τρόπον τινά τον Bogdan Nikolov. Αναφερόμεθα φυσικά στην προϊστορική σφραγίδα, η οποία ευρέθη στα '''Γιαννιτσά και χρονολογείται στην 5η χιλιετία π.Χ'''. Η σφραγίδα διαστάσεων 2,5 χ 5,5 εκ. έχει μακρόστενο σχήμα με επίπεδες και λειασμένες επιφάνειες, εκτός από την εσωτερική και την εξωτερική όψιν, οι οποίες είναι εγχάρακτες και έχουν αντίστοιχα κοίλη και κυρτή διαμόρφωσιν. Η λεπτομέρεια αυτή υποδεικνύει ότι η λίθινη σφραγίδα λειτουργούσε ως μήτρα και ως εκ τούτου επρόκειτο να μεταφέρη ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Ένθεν και ένθεν των χαραγμάτων υπάρχουν μικρές οπές, οι όποιες δηλώνουν ότι υπήρχε και ένα δεύτερο -όμοιο- κινητό μέρος, με αντιθετική όμως προσκόλλησι. Τα δύο τμήματα συνενώνονταν με συνδέσμους, που στερεώνονταν στις οπές, ενώ επειδή τα διάχωρα έχουν διαφορετικό σχήμα, αποτρεπόταν οποιαδήποτε περίπτωσις λάθους, δηλαδή ανεστραμμένης τοποθετήσεως των δύο μερών, όταν επρόκειτο να κατασκευασθή ένα σφράγισμα. Επάνω στην επιφάνεια της λίθινης σφραγίδας ήσαν ευδιάκριτα και σε αντιστροφή ανάγλυφα μεμονωμένα γραμμικά αναπτύγματα, άνισα σε μέγεθος και διαφορετικά σε διάταξιν. Τα σύμβολα ή προϊστορικά γεωμετρικά σημεία ήσαν διευθετημένα προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Μορφολογικώς είναι πανομοιότυπα με αυτά της '''Vinca, της Γκραντέσνιτσα και του Δισπηλιού'''. Παρατηρείται μάλιστα και εδώ ο ίδιος διαχωρισμός της επιφάνειας γραφής σε σειρές.. Αναμφισβήτητα λοιπόν υπήρχε ένα σύστημα πρωτογραφής κοινό εν πολλοίς στην Ελλάδα και στην Βορειοανατολική γωνία των Βαλκανίων κατά την Νεολιθική περίοδο.<sup>15</sup> Και όμως τα προαναφερθέντα ευρήματα δεν είναι οι μόνες «προβαθμίδες γραφής», όπως τα έχει χαρακτηρίσει ο Μ.Τσικριτσής..
Τα προαναφερθέντα ευρήματα, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρυσοστόμου, '''μοιάζουν να ανατρέπουν την έως σήμερα ευρέως αποδεκτή θεωρία ότι η αρχαιότερα γραφή είναι η Σουμεριακή'''. '''Ειδικά όσον άφορα στην λίθινη επιγραφή των Γιαννιτσών, η δομή των εγχάρακτων συμβόλων διαφέρει από την δομή των Σουμεριακών, τα όποια χρονολογούνται γύρω στα 3.200 π.Χ'''.<sup>16</sup> Η ιστορία της Ελληνικής πρωτογραφής δεν σταματάει ωστόσο στην 5η η στην 4η χιλιετία π.Χ. Μοιάζει να συνεχίζεται διαρκώς μεταμορφωμένη και εξελισσόμενη. Έτσι δικαιολογείται και η παρουσία 12 διαφορετικών συμβόλων από τον '''νεολιθικό οικισμό στο Διμήνι της Θεσσαλίας''' και τον '''πρωτοελλαδικό οικισμό στην Λέρνη της Αργολίδος'''. Τα ευρήματα αυτά δεν είναι τα μόνα στον Ελλαδικό χώρο. Ήδη η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, που αποτελείται από τους καθηγητές Ελένη Καραντζόλα, Αδ. Σάμψων και Ι. Λυριτζή, εργάζεται πάνω στην καταγραφή και κατηγοριοποίησι αυτών των ευρημάτων. Αναμένουμε εναγωνίως τα πορίσματα τους.<sup>17</sup><br />
Μέχρι τότε όμως θα ήταν πιο καλά, όταν αναφερώμεθα σε αυτά τα μνημεία γραπτού λόγου να χρησιμοποιούμε τον ορό σήματα ή κώδικες επικοινωνίας ή προϊστορικά γεωμετρικά σημεία, εφ’ όσον δεν έχει ακόμη αποδειχθή, εάν πρόκειται για πραγματική γραφή. '''Σε κάθε περίπτωσιν όμως, όπως έχει παρατηρήσει και ο κ. Χρυσοστόμου, που έφερε στο φως την σφραγίδα των Γιαννιτσών, η δομή των εγχάρακτων συμβόλων διαφέρει από την δομή των σουμεριακών συμβόλων, τα όποια είναι νεώτερα και χρονολογούνται γύρω στο έτος 3.200 π.Χ.'''Επιπλέον τεκμήριο αποτελούν οι Ορφικοί Ύμνοι, οι οποίοι χρονολογούνται μέχρι και πριν το 3500π.Χ, από ερευνητές, βασιζομένους σε αστρονομικές παρατηρήσεις που αναφέρονται σε αυτά τα κείμενα.<sup>18</sup>
 
 
'''Από την πρωτογραφή στην ιερογλυφική γραφή'''<sup>1</sup>
 
Πράγματι μέχρι σήμερα εθεωρείτο ότι η Σουμεριακή είναι η αρχαιότερα γραφή του κόσμου, βάσει των πρώτων γραφών της Δυναστείας του Kis (2630-2450 π.Χ.), οι οποίες ευρέθησαν στις περιοχές του Τίγρητος και του Ευφράτου.. Στους καταλόγους της ιστορίας της γραφής έπονται τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου, τα οποία επίσης είχαν χαρακτηρισθή ως μία από τις αρχαιότερες γλώσσες και γραφές του κόσμου. Επηρεασμένος από ανάλογες σκέψεις, το 1890, ο Sir Arthur Evans και αφού είχε αντικρίσει το μεγαλείο των Μυκηνών διηρωτήθη πως ήταν δυνατόν οι υπεύθυνοι του ανακτόρου να κρατούν λογαριασμούς, εάν δεν υπήρχε κάποιο σύστημα γραφής. Υπό συνθήκες, λοιπόν, που θυμίζουν μάλλον ταινία νουάρ, ο Evans άρχισε να αναζητή κάποια ίχνη προϊστορικής γραφής στα αθηναϊκά παλαιοπωλεία. Στα κατώγια των ιστορικών πλέον μαγαζιών ανεκάλυψε κάποιους λίθους, οι όποιοι έφεραν ωρισμένους συνδυασμούς σημείων, τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιπροσωπεύουν ένα είδος γραφής. Ο Άγγλος ερευνητής κατώρθωσε να ανακάλυψη ότι ήσαν κρητικής προελεύσεως και χωρίς δισταγμό πήγε στην Κρήτη, που ήταν ακόμη υποδουλωμένη στους Τούρκους, προς αναζήτησι επί πλέον στοιχείων. Η Ελληνική γλώσσα και γραφή είχε γεννηθή λοιπόν στην Κρήτη; Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μπέρμινχαμ George Thomson, '''η Ελληνική γλώσσα απλώθηκε στο Αιγαίο χάρις σε μια σειρά μεταναστεύσεων από το αρχικό της κέντρο, την Μακεδονία.''' <sup>19</sup> ''Φυσικά οταν o George Thomson αναφέρεται στην Μακεδονική Γη, την θεωρεί ως ενιαία γεωγραφική οντότητα, περιλαμβάνοντας σε αυτήν και την βορειοανατολική Βαλκανική. Η άποψις αυτή του καθηγητού φαίνεται να συνάδη και με τα νεολιθικά ευρήματα της ευρύτερης Βαλκανικής χερσονήσου, τα όποια προαναφέραμε''. Πράγματι, ο Evans διεπίστωσε ότι οι γυναίκες της Κρήτης φορούσαν ανάλογους σφραγιδολίθους με γραπτά σύμβολα, τις περίφημες γαλαζόπετρες, που έμοιαζαν με αυτούς, που είχε αγοράσει από τα παλαιοπωλεία των Αθηνών. Οι Κρητικές θεωρούσαν μάλιστα ότι επρόκειτο για φυλαχτά με αποτροπαϊκά σημεία. Ο Evans εμελέτησε προσεκτικά τους σφραγιδολίθους, που είχε συγκεντρώσει και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συνδυασμοί των σκαλιστών σημείων ήσαν πράγματι τα δείγματα της πρώτης γραφής -με την σημερινή έννοια του όρου- που είχε χρησιμοποιηθή στην Ελλάδα. Όταν άρχισαν να έρχωνται στο φως κατά την διάρκεια της ενάρξεως των ανασκαφών του στο νησί και οι πρώτες πινακίδες της Γραμμικής Α΄ και Β΄, ο Evans σύντομα διέκρινε τρεις φάσεις στην Ιστορία της Μινωικής Γραφής: την πρώτη φάσιν, από το 2000-1650 π.Χ., την δεύτερη φάσιν από το 1750 ως το 1450 π.Χ. και μία τρίτη φάσιν, η οποία ίσως ξεκίνησε γύρω στα 1400 π.Χ. Στην πρώτη φάσιν κατέταξε τα εικονιστικά σημεία (εικόνες-ιδεογράμματα), τα όποια είχαν απεικονισθή επάνω σε σφραγιδολίθους και πήλινες ράβδους και στα όποια εύκολα αναγνωρίζει κανείς διάφορα αντικείμενα, όπως ένα κεφάλι, ένα χέρι, ένα άστρο, ένα βέλος, κ.ο.κ. Την γραφή αυτή, προστάδια της οποίας εμφανίζονται ήδη σε προανακτορικές σφραγίδες του τέλους της '''3ης χιλιετίας π.Χ.'''<sup>20</sup>, την ωνόμασε '''Ιερογλυφική''', επειδή τα σημεία της ήταν του ιδίου τύπου με τα σημεία της πρώτης εικονιστικής γραφής της Αιγύπτου, αν και, σύμφωνα με τον Άγγλο ερευνητή, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι πραγματικά μετεδόθη από αιγυπτιακή πηγή. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η ανακάλυψις των ιερογλυφικών κειμένων από την Ταρταρία της Ρουμανίας. Τα Κρητικά ιερογλυφικά της Τρανσυλβανίας, όπως τα εχαρακτήρισε ο Hood, ήσαν παλαιότερα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Η χρονολογία αυτή θα έδιδε αναμφισβήτητη προτεραιότητα στην βορειοβαλκανική ζώνη, αλλά και πάλι δεν θα έλυνε το πρόβλημα, εφ’ όσον οι δύο γραφές θα έπρεπε να έχουν κοινό πρόδρομο.<sup>21</sup> Τότε πολλοί εστράφησαν στον Μεσοποταμιακό χώρο. Όπως είδαμε, όμως, '''στον Ελλαδικό χώρο πριν από 7000 χρόνια είχε διαμορφωθή ήδη ένα σύστημα πρωτογραφής, που προηγείται κατά δύο χιλιετίες έναντι του Μεσοποταμιακού'''.<br />
 
<sup>2</sup>Ο Έβανς ευθύς εξ αρχής είχε υποστηρίξει ότι τα συλλαβογράμματα της Γραμμικής Β δέν εκφράζουν γλώσσα ανατο¬λικής προελεύσεως (όπως επιστεύετο προ της αποκρυπτογραφήσεως) αλλά μόνον έλληνικά! Ο 'Έβανς ακόμη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του επί της εξελίξεως των διαφόρων συλλαβογραμμάτων, '''ότι οι Φοίνικες παρέλαβαν την γραφή από Κρήτας αποίκους οι οποίοι κατά τόν ΙΓ' π.Χ. αιώνα αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης ως Φιλισταίοι'''. («''Η Γραφή της Κρήτης είναι η μήτηρ της Φοινικικής''» - Αρθ. Έβανς"). Περίπου την ιδίαν εποχήν ο Ρενέ Ντυσσώ διετύπωσε ανάλογη άποψιν: "''''''Οι Φοίνικες είχον παραλάβει πρωϊμώτατα το αλφάβητόν των παρά των Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητομυκηναϊκής γραφής''''''". Ή διαφορά είναι ότι το φοινικικό σύστημα παρέμεινε συλλαβάριο, όπως ακριβώς παρελήφθη, ενώ η ελληνική φυσιολογική εξέλιξις κατέληξε στο σημερινό γνωστό αλφαβητικό σύστημα γραφής, το πρώτο δηλαδή αλφαβητάριο στην ιστορία του κόσμου.
Χαρακτηριστικά η Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ, αναφέρει σχετικά με την προέλευση των Φοινικικών γραμμάτων στο λήμμα ΚΑΔΜΟΣ: "''Εθνικός ήρως των αρχαίων Θηβαίων.. ενυμφεύθη την θυγατέρα του Άρεως και της Αρμονίας. Από τον γάμον αυτόν, εις τον οποίον παρευρέθησαν και οι αθάνατοι θεοί, εγεννήθησαν πέντε τέκνα: ο Πολύδωρος, η Ινώ, η Σεμέλη, η Αγαύη και η Αυτονόη... Ο Κάδμος ήτο υιός του Αγήνορος, βασιλέως της Φοινίκης. Εκεί είχεν άλλοτε εξ Ελλάδος μεταναστεύσει ο Αγήνωρ και νυμφευθείς την Τηλεφάεσσαν εγέννησεν, έκτος του Κάδμου, τον Φοίνικα, τον Κίλικα και την υπό του Διός αρπαγείσαν Ευρώπην..'' "Αλλη παράδοσις θέλει τον Κάδμον υιόν του πανάρχαιου Ωγύγου, υιού του Βοιωτού... και άλλη τον θεωρεί σύγχρονον του Ορφέως.. Κατά την παράδοσιν, '''ο Κάδμος εκόμισεν εκ Φοινίκης εις την Ελλάδα τα γράμματα, κληθέντα εκ τούτου "Καδμεία", τα οποία οι Φοίνικες ειχον παραλάβει από τους Κρήτες'''.."
Εις δε το λήμμα ΦΟΙΝΙΚΕΣ, η ίδια Εγκυκλοπαίδεια διευκρινίζει: "''Οι Φοίνικες ήσαν κλάδος της μεγάλης Σημιτικής ή Αραμαϊκής φυλής. Εξ όλων των αρχαίων πηγών συνάγεται ότι οι Φοίνικες δεν ήσαν ο γηγενής λαός της χώρας, αλλά μετανάσται εγκατασταθέντες εκεί κατ' ακαθόριστον εποχήν.. Ο Ηρόδοτος -VII 89- αναφέρει ότι κατώκουν αρχικώς περί την Ερυθράν θάλασσαν''. Ταύτα λέγει και ό Στράβων -XVI 766-...
Πότε ακριβώς εγκατεστάθησαν οι Φοίνικες εις την Φοινίκην.. εκ διαφόρων τεκμηρίων φαίνεται λίαν πιθανόν ότι τούτο συνετελέσθη μεταξύ 1200 – 1000π.Χ.
Η Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χ. Πάτση συμπληρώνει ότι οι Φοίνικες έλαβαν την ονομασία αυτήν από τον Φοίνικα, τον αδελφό του Κάδμου. Οι ίδιοι απεκαλούντο Χαναανίται: "''Οι Έλληνες ήσαν εκείνοι πού τους έδωσαν αυτό το όνομα.. οι αποικίες πού ίδρυσαν οι Φοίνικες σπάνια είχαν μακρά επιβίωση, δεν κατόρθωσαν δηλαδή να δημιουργήσουν μόνιμο κράτος.. ίδρυαν στην Μεσόγειο πόλεις-εμπορεία, χωρίς να ενδιαφέρονται και πολύ για το εσωτερικό της χώρας στην οποία είχαν αποβιβασθή ή για τον εκπολιτισμό των κατοίκων της περιοχής, πράγμα πού χαρακτήριζε τον αρχαίο ελληνικό αποικισμό... Τα γραπτά κείμενα των Φοινίκων είναι ελάχιστα. Η γραφική ΰλη τους ήταν φθαρτή-πάπυρος."'' <sup>2</sup>Αρα: με το περίφημο "αλφάβητο" τους, '''στην πραγματικότητα "συλλαβάριο" άνευ φωνηέντων, δεν εχάραξαν ξύλινες ή πήλινες πινακίδες, ούτε βότσαλα, ούτε μάρμαρα... Υλικό της γραφής τους, μόνον ο μεταγενέ¬στερος πάπυρος. Παραμένει αδιευκρίνιστο το τί ακριβώς έγραψαν. Ίσως λογαριασμούς. Ένα είναι βέβαιον: δεν "συνέγραψαν" τίποτε.'''<br />
 
<sup>2</sup>Άλλαι εκδοχαί περί των "φοινικηίων γραμμάτων" σύμφωνα με το Λεξικόν του Σουΐδα: Τα "φοινικήια" γράμματα τα επενόησε ο Φοίνιξ του Αγήνορος, αδελφός του Κάδμου. Όμως "''αντιλέγουσι οι Κρητες ως ευρέθη από του γράφειν εν πετάλοις φοινίκων''", πράγμα το οποίο αποτελούσε αρχαιοτάτη συνήθεια ("''γράμματα δ' εν φλοιώ γέγραπται''": Ετυμολογικόν το Μέγα) και εν πετάλοις φυτών και δη φοινίκων. Ο Βάρρων (III 444) αναφέρει ότι η Ιέρεια της Κύμης της Ιταλίας έγραφε επί φύλλων φοίνικος. Ο Δάρης, Ιερεύς του Ηφαίστου εν Τρωάδι, έγραψε επί φύλλων φοινίκων Ίλιάδα αρχαιοτέραν της του Ομήρου, ην ο Αιλιανός (Ποικ. Ιστορ. ΙΑ, 2) λέγει ότι είδε. (Λεξικόν Έλλην. Άρχαιολ. Άλεξ. Ραγκαβή.)<br />
 
<sup>2</sup>Ο Σουίδας συνοψίζει την υπό πολλών συγγραφέων διατυπουμένην άποψιν ότι ο Τρωικός ήρως Παλαμίδης υπήρξε ευρετής των στοιχείων Ζ, Θ, Φ, Χ. Όπως αργότερα ο Σιμωνίδης συμπλήρωσε το αλφάβητο με τα στοιχεία Η, Ξ, Ψ, Ω.: "''Παλαμήδης τε πρότερος τέτταρα και Σιμωνίδης αυθις άλλα τοσαύτα προσέθηκεν''." -Πλουτ. Συμποσ. 738F3. O Aθ. Σταγειρίτης (Ωγυγία Δ' 459) γράφει σχετικώς: -Ο Παλαμήδης- "''Επαιδεύθη και ούτος υπό του Χείρωνος, και εγένετο εποποιός άριστος, και φιλόσοφος ευφυέστατος• '''επενόησε και πολλά των γραμμάτων''': το Π, Φ, Χ. Ή το Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ο, Π, Ρ, Σ, Τ, Υ. Όθεν έλεγεν ο Οδυσσεύς χλευαστικώς προς αυτόν, να μη καυχάται και επαίρεται επειδή ηύρε το Υ, διότι σχηματίζουσιν αυτό και οι Γερανοί ιπτάμενοι• όθεν ωνόμαζον τους Γερανούς όρνεα του Παλαμήδους. Έτι δε '''επενόησε τους αριθμούς''', το στρατιωτικόν σύνθημα, τάς τάξεις των στρατιωτών και διαιρέσεις εις τάγματα και λόχους• τους κύβους προς διατριβήν του στρατού εν τη πολιορκία, τους οποίους έπαιζε συνήθως με τον Θερσίτην. Έτι δε εγίγνωσκε και την ιατρικήν και αστρονομίαν.. πάνσοφος ονομαζόμενος.''"<br />
 
<sup>2</sup>Πολύ συχνά συνέβαινε να έρχωνται στο φως τάφοι, στήλες, αφιερώματα παμπάλαια γράμματα, τα όποια οι αρχαίοι ωνόμαζαν «αρχαία»: "''Φασίν, οικοδομουντων Αθηναίων το της Δήμητρος ιερόν της εν Ελευσινι, περιεχομένην στήλην πέτραις ευρεθήναι χαλκήν, εφ' ης επεγέγραπτο «ΔΗΙΟΠΗΣ ΤΟΔΕ ΣΗΜΑ» ην οι μεν λέγουσιν Μουσαίου είναι γυναίκα, τινές δε Τριπτολέμου μητέρα γενέσθαι...''
''Της καλουμένης Αινιακής χώρας, περί την ονομαζομένην Υπάτην, λέγεται '''παλαιά τις στήλη ευρεθήναι''', ην οι Αινιάνες τίνος ην ειδέναι βουλόμενοι, '''έχουσαν επιγραφήν αρχαίοις γράμμασιν''', απέστειλαν εις Αθήνας τινάς κομίζοντας αυτήν. Πορευομένων δε δια της Βοιωτίας, καί τισι των ξένων υπέρ της αποδημίας ανακοινουμένων, λέγεται αυτούς εισαχθήναι εις το καλούμενον Ισμήνιον εν Θήβαις.. Εκείθεν γαρ μάλιστα αν ευρεθήναι την των γραμμάτων επιγραφήν, λέγοντες ειναί τινα αναθήματα ομοίους '''έχοντα τους ρυθμούς των γραμμάτων αρχαία'''...''"-Άριστοτ. Περί θαυμασίων Ακουσμάτων 843Β. Ο Πλούταρχος στο "Περί Σωκράτους δαιμονίου" μας πληροφορεί ότι ο Αγησίλαος ανεκάλυψε στην Αλίαρτο τον τάφο της Αλκμήνης, της μητέρας του Ηρακλέους, ο οποίος τάφος είχε ως αφιέρωμα "''πίνακα χαλκούν '''έχοντα γράμματα πολλά θαυμαστά, παμπάλαια'''...''". Γράμματα τόσο παλαιά, πού ήσαν ακατανόητα ακόμα και γι' αυτούς τους αρχαίους Έλληνες. Ακόμη και στην Παγχαία, νήσο της Ερυθράς θαλάσσης, υπήρχαν ελληνικαί επιγραφαί από την εποχή του Διός: "καθ' ον καιρόν έτι καθ' ανθρώπους ων –ο Ζεύς- ιδρύσατο ιερόν. "-Διόδ. Σικελιώτης, Ε, 46.<br />
 
Η ιδέα, ότι τα κείμενα της Μινωικής γραφής εξέφραζαν μια πρώιμη Ελληνική γλώσσα, είχε εκφρασθή ακόμη και από Βαλκάνιους επιστήμονες. Έτσι, ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Georgiev στο βιβλίο του «Προβλήματα της Μινωικής Γλώσσης» (ρωσ., Σόφια 1953), επίστευε ότι η μινωική γλώσσα ήταν διάλεκτος μιας ευρύτατα διαδεδομένης προελληνικής γλώσσας, που ωμιλείτο στην Ελλάδα πριν από την Κάθοδο των Ελλήνων, (δηλ. πριν από το 2000 π.Χ.)<sup>22</sup> και η οποία ήταν πιθανώς συγγενής της χεττιτικής και άλλων αρχαίων γλωσσών της Μ. Ασίας. Εάν μελετήσουμε προσεκτικά τους συγκριτικούς πίνακες του W. Wright,<sup>23</sup> όπου παράβαλλονται τα Κρητικά και τα Χιττιτικά Ιερογλυφικά και τα συγκρίνουμε με τα Κρητικά, τα Αιγυπτιακά και τα Σουμεριακά Ιερογλυφικά,<sup>24</sup> φαίνεται ότι η άποψις του Βουλγάρου γλωσσολόγου επιβεβαιώνεται, με την διαφορά ότι '''κοινή μητέρα όλων αυτών των γλωσσών είναι τελικά η Κρητική'''. Μελετώντας τις πινακίδες, που είχε φέρει στο φως η σκαπάνη του Evans, ο Georgiev εθεώρησε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος μια αρχαϊκή Ελληνική, η οποία περιείχε όμως πολλά προελληνικά στοιχεία. Το πιο εντυπωσιακό από αυτά τα προελληνικά στοιχεία είναι αναμφιβόλως η παρουσία ενός κεφαλαίου Α, που ομοιάζει εκπληκτικά με αυτό, το όποιο ευρέθη χαραγμένο επάνω στο όστρακο από τα Γιούρα της Αλοννήσου. Η πιο γραμμική εκδοχή του εμφανίζεται πέντε αιώνες νωρίτερα επάνω στην σφραγίδα από τον Νεολιθικό πολιτισμό των Γιαννιτσών. Το εκπληκτικό αυτό εύρημα της Κρητικής Ιερογλυφικής είχε χαραχθή επάνω σε έναν σφόνδυλο, ο όποιος ευρέθη από τον αείμνηστο γλωσσολόγο Ιωσήφ Χατζηδακι στην Φαιστό. Ο Χατζηδάκις παρέδωσε το εύρημα στον Evans, ο οποίος στην θέα του εθεώρησε ότι πρόκειται για Βυζαντινή γραφή. Τόσο τέλειο εθεώρησε το σχήμα των γραμμάτων: «The characters are so remarkably alphabetic that they might well be taken to belong to much later times -Byzantine for instance».<sup>25</sup> Τα αρχαιολογικά συνευρήματα ωστόσο απεδείκνυαν ότι επρόκειτο για εύρημα των Μινωικών χρόνων. Σύμφωνα με τον Evans, τα γράμματα Η και Α, που έχουν χαραχθή επάνω στους σφονδύλους, εμπεριέχονται ανάμεσα στα πρώιμα σύμβολα πρωτογραφής, τα οποία είχε ήδη παρατηρήσει ο Sir Flienders Petrie επάνω στην κεραμεική, που ευρέθη στο Kahun, την συνοικία των κατασκευαστών των Αιγυπτιακών πυραμίδων!<sup>26</sup> Στον πίνακα μάλιστα του Evans παρατηρούμε εκτός από τα γράμματα Α και Η, τα Ν, Ε, και Δ. Επί πλέον, παρατηρεί ο Evans, εμφανίζονται κάποιες ομοιότητες ακόμη και με την Κυπριακή γραφή, εφ’ οσον δυνάμεθα να διαβάσουμε το Η και ως Ι, δηλαδή το κυπριακό ve.<sup>27</sup> '''Ταυτόχρονα επάνω στην επιφάνεια των σφονδύλων έχει χαραχθή και το κεφάλι ενός βοδιού, σαν ένα πρώιμο άλεφ, γεγονός, που κάνει τον Evans να αναρωτιέται στο Scripta Minoa I, πως είναι δυνατόν να προϋπάρχη το άλεφ, εφ’ οσον το ανεκάλυψαν οι Φοίνικες τον 10ο π.Χ. αιώνα!; ''' <sup>28</sup>Διαβάζοντας τα λόγια του Sir Arthur Evans και βλέποντας τα αρχαιολογικά ευρήματα από την Φαιστό αναρωτιόμαστε κι εμείς με την σειρά μας: Τελικά ήσαν οι Φοίνικες οι πρώτοι, που ανεκάλυψαν το Α και την αλφαβητική γραφή; Από την στιγμή, που δεν έχει ερευνηθή και αποκρυπτογραφηθή πλήρως η Κρητική ιερογλυφική γραφή, δεν δυνάμεθα να ομιλούμε για αλφαβητική γραφή. Υπάρχουν όμως οι ενδείξεις. Μία νέα ωστόσο Μινωική γραφή, η οποία διαφοροποιείται από την Κρητική Ιερογλυφική, εμφανίζεται γύρω στα 1750 π.Χ. και θα διατηρηθή μέχρι το 1450 π.Χ. Ενώ συνεχιζόταν η χρήσις της ιερογλυφικής γραφής κατά την πρώτη Νεοανακτορική φάσι, παράλληλα είχε εγκαινιασθή ήδη από το τέλος των Παλαιοανακτορικών χρόνων ένα γραμμικό συλλαβικό σύστημα, το όποιο στην πρώτη του μορφή εχαρακτηρίσθη ως πρωτογραμμικό.<sup>44</sup> Τα εικονιστικά σημεία έχουν γίνει τώρα άπλα διαγράμματα και '''η φορά της γραφής είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά.'''<br />
 
 
'''Οι Γραμμικές γραφές'''<sup>1</sup>
 
Η Γραμμική ιερογλυφική ευρέθη χαραγμένη επάνω σε επιγραφές (πήλινες ράβδοι, δισκία, δέλτοι, σφαιρίδια), που συνώδευαν προφανώς τα ξύλινα κιβωτίδια, τα όποια περιείχαν τα πραγματικά έγγραφα, γραμμένα σε φθαρτή ύλη (περγαμηνή, πάπυρο, φύλλα φοινίκων).<sup>29</sup> Από αυτήν την Πρωτογραμμική έχει άμεσα εξελιχθή το Γραμμικό σύστημα Α΄,<sup>26</sup> από το όποιο ανεπτύχθη και στην Κύπρο η παλαιοτέρα Κυπρομινωική γραφή, που ακολούθησε κατόπιν ανεξάρτητη πορεία, κυρίως λόγω της διαφορετικής επιλογής του υλικού, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να ξεχωρίση κανείς τα ιδεογράμματα από τα συλλαβογράμματα. Καθώς εχαράσσοντο επάνω στον άψητο πηλό με μυτερό εργαλείο τα σημάδια αυτά έγιναν σταδιακά όλο και πιο επισεσυρμένα και τοιουτοτρόπως διεμορφώθη η πρωτογραμμική γραφή. Αυτή η μεταβολή υποδεικνύει προφανώς ότι ο κύριος τρόπος γραφής ήταν το μελάνι και συγκεκριμένα το μελάνι σουπιάς, όπως αποδεικνύει ένα κύπελλο από το Μουσείο Ηρακλείου, που φέρει σημεία της Γραμμικής Γραφής Α΄.<sup>30</sup> Τα κυριώτερα αρχεία αυτής της γραφής ανεκαλύφθησαν στην έπαυλι της Αγίας Τριάδος και στο ανάκτορο του Ζάκρου. Το περιεχόμενο τους έχει συσχετισθή από αρκετούς ερευνητές με το λογιστικό περιεχόμενο της Γραμμικής Α΄, αλλά χωρίς να έχη καταφέρει κανείς να αποκρυπτογραφήση την γραφή. Πριν από έναν χρόνο ακριβώς, ο κ. Μήνας Δ. Τσικριτσής, καθηγητής πληροφορικής, επορεύθη και αυτός στα βήματα του Ventris, προσεγγίζοντας την αποκρυπτογράφησι της Γραμμικής Α΄ γραφής μέσα από τις θετικές επιστήμες (Η/Υ, στατιστική, αλγόριθμοι). Ο ίδιος ο Ventris, μολονότι είχε φθάσει πολύ κοντά στην απόδειξι ότι και η Γραμμική Α΄ είναι Ελληνική δεν πρόλαβε να συγγράψη τα νέα του πορίσματα. Καθώς επέστρεφε σπίτι του αργά την νύκτα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1956, το αυτοκίνητο του συνεκρούσθη με ένα φορτηγό κοντά στο Hatfield, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του!<sup>31</sup> Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα βάσει αυτής της νεωτέρας μελέτης του Έλληνος επιστήμονος επιβεβαιώνεται ότι και η Γραμμική Α΄ είναι Ελληνική γραφή, η οποία περιέχει λογιστικά αρχεία. Ο καθηγητής Μηνάς Τσικριτσής με μαθηματικές αποδείξεις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι '''η γλώσσα, την οποία καταγράφει η Γραμμική Α΄, είναι μία πρώιμη αιολική διάλεκτος, που διατηρούσε κάποιον αρχαϊσμό. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, εφ’ όσον οι γραφείς της έγραφαν με τον ίδιο τρόπο, που προέφεραν τις λέξεις.'''<sup>32</sup> <br />
..Ο Arthur Evans φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως τις πινακίδες και επιχειρώντας την τελική αποκρυπτογράφησι της γραφής, είχε την πεποίθησι πως είχε ανακαλύψει τις ρίζες της Ελληνικής γραφής. Αναφέρει στην πρώτη του μελέτη το 1901: «''Από την συχνότητα των σημείων των πινακίδων αυτών φαίνεται καθαρά ότι πολλές από αυτές αναφέρονται σε λογαριασμούς της βασιλικής αποθήκης και του οπλοστασίου. Το δε γενικό θέμα πολλών πινακίδων φαίνεται από την εισαγωγή ενός η περισσοτέρων εικονιστικών σημείων.. Προς το παρόν το διαθέσιμο υλικό δεν είναι αρκετό, ώστε να επιτρέψη μία πλήρη συγκριτική ανάλυσι. Δυνάμεθα όμως να κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις. '''Από τα εβδομήκοντα περίπου γραμμικά σημεία η γράμματα, που χρησιμοποιούνται, δέκα είναι σχεδόν όμοια με σημεία του Κυπριακού συλλαβαρίου και άλλα τόσα παρουσιάζουν ομοιότητες με μεταγενέστερα Ελληνικά γράμματα'''. Οι λέξεις των πινακιδίων μερικές φορές χωρίζονται με κάθετες γραμμές και από τον μέσο αριθμό γραμμάτων, που περιέχουν, συμπεραίνουμε ότι τα σημεία έχουν πιθανώς συλλαβική αξία. '''Η φορά της γραφής όλων ανεξαιρέτως των επιγραφών είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά'''''.»<sup>50</sup><br />
 
.. Επάνω στον προβληματισμό της αρχαιολόγου Alice Kober, την οποία ελάχιστοι επιστήμονες σήμερα θυμούνται, όταν αναφέρωνται στην αποκρυπτογράφησι της Γραμμικής Β΄, κατέστρωσε και ο Ventris την εσχάρα του. Η εσχάρα απετελείτο από συλλαβογράμματα, που αντιπροσώπευαν συλλαβές με ένα φωνήεν η με σύμφωνο και φωνήεν, ταξινομημένες σε στήλες κάθετες όσες είχαν το ίδιο φωνήεν, οριζόντιες όσες είχαν το ίδιο σύμφωνο αλλά διαφορετικό φωνήεν. '''Βασική προϋπόθεσις, η οποία και ελήφθη υπ’ όψιν, ήταν ότι η γλώσσα των κειμένων ήταν η Ελληνική'''. Έτσι έγιναν οι πρώτες παρατηρήσεις αναφορικά με τις πτώσεις και τα γένη. Πολύτιμο στοιχείο για την επαλήθευσιν των παρατηρήσεων ήσαν τα ίδια τα ιδεογράμματα, που συνώδευαν ενίοτε τις λέξεις προσδιορίζοντας τις. Κατάφερε έτσι ο Ventris τον σχηματισμό συλλαβών, που είχαν φωνητική αξία. Έπειτα από την αντικατάστασί τους στα κείμενα, ωδήγησαν με ένα είδος αλυσιδωτών αντιδράσεων σε άλλες συλλαβές. Η τοποθέτησίς τους στην εσχάρα προσδιώρισε αυτομάτως πολλές άλλες συλλαβές, στην αρχή υποθετικά, έπειτα όμως με μεγαλύτερη βεβαιότητα.<sup>33</sup> Μία βεβαιότητα, που επισφραγίσθηκε με την επιστολή του Biegen προς τον Ventris, αναφορικά με την πινακίδα ΡΥ Τα 641, και έκανε τον Chadwick να πη επτά χρόνια (1961) αργότερα: «''Όλοι οι Έλληνες πρέπει να σέβωνται το κομμάτι αυτό του μαυρισμένου πηλού, διότι αυτό κατ’ εξοχήν έπεισε τον κόσμο ότι οι δημιουργήσαντες τον Μυκηναϊκό πολιτισμό ήσαν Έλληνες! Οι σημερινοί Έλληνες μπορούν να αισθάνωνται υπερήφανοι για τον αρχαιότατο προγονό τους που επενόησε με την βοήθεια της Κρητικής γραφής την πρώτη Ελληνική Γραφή..''».<br />
 
Ο Chadwick θεωρούσε λοιπόν πως η Γραμμική Β΄ αποτελούσε εξέλιξι της Κρητικής γραφής. Αν και η άποψις αυτή δεν εθεωρείτο κάποτε ικανοποιητική, τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα έχει επαναπροσδιορίσει τις θέσεις της. Το 1996 ó καθηγητής Χρ. Ντούμας ανέφερε σε Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και γραφής, που έγινε στο Ohlstadt της Γερμανίας: ''«..με εντυπωσιάζει ότι στα κείμενα των '''μέσων περίπου της 2ας χιλιετίας π.Χ'''. στις πινακίδες ή λίγο μετά, '''έχουμε λέξεις, ονόματα, που παρουσιάζουν μεγάλη πλαστικότητα: κλίνονται, έχουν πάρα πολλές πτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι έχουν περάσει μια διαδικασία αρκετών αιώνων, ώσπου να φθάσουν σε αυτήν την πλαστικότητα'''''». Και σε άλλο σημείο τονίζει σχετικά με τις λέξεις, οι όποιες αναφέρονται στον τομέα της εργασίας και της ναυπηγικής και έχουν καταγραφή στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄: «''Από τα αρχαιολογικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι η διαδικασία για τον καταμερισμό της εργασίας άρχισε ακόμη προς το τέλος της Νεολιθικής, αλλά πλέον με πολύ γοργούς ρυθμούς, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, δηλ. στην 3η χιλιετία. Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως όλη αυτή η εξέλιξις, που προδίδουν στην γλώσσα οι πινακίδες και ο καταμερισμός της εργασίας, η οποία έχει προηγηθή πάρα πολλούς αιώνες πριν, μπορούν να συσχετισθούν''». Και αναφορικά με τα μέρη του πλοίου λέει: «''Η δραστηριότητα, η ενασχόλησις με την θάλασσα από τους κατοίκους του Αιγαίου ανάγεται στην 7η η στην 8η χιλιετία π.Χ. Ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ. ξέρουμε πάρα πολύ καλά καί το είδος των πλοίων, που την διέσχιζαν. Συνεπώς θα πρέπει να σκεφθή κανείς μήπως και η ορολογία των μερών του πλοίου έχει κι αυτή κάποιες παλαιές ρίζες. Είναι περίεργο ότι, '''ενώ η Ελληνική γλώσσα θεωρείται ινδογερμανική/ινδοευρωπαϊκή, δεν έχει καθόλου την ινδογερμανική ρίζα για την θάλασσα, mar, ενώ ο πολιτισμός των λαών, που έζησαν εκεί είναι κατ’ εξοχήν θαλασσινός. Αντίθετα, από την λέξι αλς, η οποία επίσης σημαίνει θάλασσα, έχουμε εκατοντάδες λέξεων, επιθέτων, παραγώγων η συνθέτων, ακόμη και στην μυκηναϊκή γραφή'''. Και μια τελευταία παρατήρησις: μου έχει κάνει εντύπωσι όλα τα χρόνια, που προσπαθώ να βρω, να ερμηνεύσω τον ελληνικό πολιτισμό μέσα από την γλώσσα, το μεγάλο πλήθος των υποθετικών ριζών της ινδοευρωπαϊκής. '''Περίπου το 80% η 90% έχουν αστερίσκο, που σημαίνει δεν υπάρχουν'''''».<sup>34</sup><br />
..Ίσως από την άλλη η χρονολογική επίλυσις της ενάρξεως της Γραμμικής Β΄ και ο τόπος όπου αυτή εγεννήθη να έλυνε το πρόβλημα της εξελίξεως της από την Γραμμική Α΄. Μία πρότασις είναι να στραφούμε στην περιοχή της Κύπρου. Την εποχή του χαλκού μια συγγενής γραφή, η Κυπρομινωϊκή, ήταν επίσης γνωστή στο νησί της Αφροδίτης. Το πιο σπουδαίο κέντρο αυτής της περιόδου είναι η πόλις Έγκωμη στην ανατολική ακτή της νήσου. Εδώ ευρέθη ένα μικρό τμήμα μιας πινακίδας, που ανάγεται στις αρχές του 16ου π.Χ. αι. Εάν ο υπολογισμός είναι σωστός, τότε η Κυπρομινωϊκή είναι παλαιοτέρα της Γραμμικής Β΄. Τα σημεία της διαφέρουν από τα σημεία των άλλων Μινωικών γραφών, αλλά παρουσιάζουν μερικές ομοιότητες με σημεία της Γραμμικής Α΄. Σύμφωνα με τους Evans, Sundwall, Daniel, και Furumark, η Κυπρομινωϊκή γραφή προήλθε από την Γραμμική Α΄. Ένα είδος γραφής, που μοιάζει με την Κυπρομινωϊκή, αλλά και που εύκολα διακρίνεται από αυτήν, ανεκαλύφθη το 1960 στην αρχαία πόλιν Ουγκαρίτ, στην σημερινή Ras-Samra, στις ακτές της Συρίας. Δίπλα στην κοινωνία της Ουγκαρίτ, η οποία σύμφωνα με ωρισμένους μελετητές εχρησιμοποιούσε ένα ιδιότυπο σφηνοειδές αλφάβητο για να γράφη την δική της σημιτική (;) γλώσσα, υπήρχε μία Κυπριακή αποικία, που εχρησιμοποιούσε την γραφή της Μητροπόλεως της, ήδη από το 1600-1100 η 1050 π.Χ.<sup>35</sup> '''Φαίνεται ότι η γένεσις της Ελληνικής γραφής ζυμώθηκε σε αυτά τα εδάφη.''' ..Αγνοώντας τα νεώτερα στοιχεία, η παλαιότερη έρευνα διετύπωσε το επιχείρημα ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β΄ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθή Ελληνική, εφ’ όσον προφανώς είχε δεχθή μέσω της Κύπρου επιδράσεις από τα παράλια της Φοινίκης, και άρα της σημιτικής γλώσσας. Το αυτό υπέστηρίχθη και για την Κυπριακή. Βασικό επιχείρημα στην ανάπτυξι αυτής της θεωρίας ήταν ότι στην Κύπρο οι πινακίδες ήσαν ψημένες, όπως οι Βαβυλωνιακές και όχι άψητες όπως οι μυκηναϊκές. Το υλικό της γραφής ωδήγησε προφανώς καί τους Κυπρίους στην διαμόρφωσιν μιας σφηνοειδούς γραφής. Αν σε μία κοινωνία χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά πηλό για την γραφή αυτή, δεν θα την διατηρούσαν στην μορφή αυτή επί πολύ καιρό. Η γραφή διετήρησε την μορφή της στην Ελλάδα, επειδή στα μέρη αυτά χρησιμοποιούσαν ίσως και κάποιο άλλο υλικό στην θέσιν του πηλού, επάνω στο οποίο έγραφαν με πέννα η πινέλλο, χρησιμοποιώντας την μελάνη της σουπιάς. Η θεωρία αυτή επιβεβαιώθηκε πριν από λίγα χρόνια με την άνακάλυψιν του αρχαιοτέρου τετραδίου του κόσμου. Οι έρευνες, οι όποιες επραγματοποιήθησαν από το Ινστιτούτο Ναυτικής Αρχαιολογίας κατά τα έτη 1984-1994, στο μυκηναϊκό ναυάγιο του Ουλουμπουρούν, στην αρχαία Αντίφελλο απέναντι από το Καστελλόριζο (σημ. Κάς Τουρκίας) '''έφεραν στο φως ανάμεσα σε άλλα πολύτιμα ευρήματα το αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου''', όπως εχαρακτηρίσθη τότε. Το βιβλίο η τετράδιο απετελείτο από δύο ξύλινα πτυσσόμενα φύλλα ενωμένα με ελεφαντοστέινους αρμούς. Οι εσωτερικές επιφάνειες των φύλλων δημιουργούν κοιλότητες με ορθογώνιο περιχείλωμα, γεγονός που υποδεικνύει ότι εγεμίζοντο με κάποιο άλλο υλικό, προφανώς κερί, επάνω στο όποιο θα εσκάλιζαν ή θα εχάρασσαν τα γράμματα. Άλλωστε και ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης ερμηνεύει την ομηρική φράσιν «''γράψας εν πινάκι πτυκτώ... σήματα λυγρά''» τοιουτοτρόπως. Ο πίνακας θα ήταν αλειμμένος με κερί η άλλο υλικό, επάνω στο όποιο θα μπορούσε ένα οξύ εργαλείο να χάραξη σημάδια.<sup>36</sup> ..Η ανακάλυψις αλειμμένων με κερί ξύλινων πινακίδων γραφής, αποδεικνύει ότι η σχετική αναφορά από τον Όμηρο δεν ήταν αναχρονισμός».<sup>37</sup> Σύμφωνα μάλιστα με τότε δημοσίευμα της εφημερίδος Ελευθεροτυπίας, που επεμελήθησαν οι Ν. Βαρδιάμπασης, Χρ. Ι. Πιττερός, Γ. Σακελλαράκης, Δ. Θεοφανοπούλου-Κόντου, Ι. Κ. Προμπονάς και Α. Μαζαράκης-Αίνιάν, '''στο ένα άκρο του «βιβλίου» σώζονται τρία σημεία της Γραμμικής Α΄'''.<sup>38</sup> ..Φθάνουμε έτσι στον '''14ο π.Χ. αι. να έχουμε διαμορφώσει οχι μόνο γραμματική (κλίσεις, γένη, αριθμοί), αλλά και συντακτικό'''.<br />
 
 
'''Ο μύθος περί φοινικικού αλφαβήτου<sup>1</sup><br />'''
 
Πράγματι, για τρεις τουλάχιστον αιώνες (Σκοτεινοί χρόνοι), από την Ύπομυκηναϊκή έως και την πρώιμη γεωμετρική εποχή (1100-850 π.Χ.), δεν έχουμε γραπτά κείμενα. Θεωρείται λοιπόν ότι γύρω στον 10ο π.Χ. αι. οι Έλληνες παίρνουν από τους Φοίνικες την συμφωνογραφική γραφή. Οι περισσότεροι λοιπόν ερευνητές θεωρούν ότι ως πρώτη ύλη του ελληνικού αλφαβήτου εχρησίμευσε το βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό αλφάβητο. Όπως διαπιστώνει όμως ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, «''το θέμα επί του οποίου υπάρχει πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών είναι η προέλευσις και η δημιουργία του ίδιου του φοινικικού συμφωνογραφικού συστήματος, το οποίο ανάγεται στο πρωτοχαναανικό αλφάβητο του 1700 π.Χ. Άλλοι το ανάγουν στην αιγυπτιακή και σιναϊτική γραφή, άλλοι στην σουμεριακή, την βαβυλωνιακή ή την ασσυριακή γραφή, άλλοι το συνδέουν με το κυπριακό συλλαβάριο, άλλοι με την χεττιτική ιερογλυφική, την ιδεογραφική θεωρία ή με την ουγκαριτική σφηνοειδή γραφή, ο Evans το συνδέει με τις μινωικές γραφές (Ιερογλυφικά και Γραμμική Α΄), άλλοι με την «ψευδοϊερογλυφική» της Βίβλου, άλλοι με την θεωρία των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων και άλλοι με άλλες αρχαιότερες γραφές».<sup>39</sup> Εμείς θα προσθέσουμε ακόμη έναν προβληματισμό σχετικά και με την ίδια την ύπαρξιν των Φοινίκων, οι όποιοι, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρησιν του καθηγητού Χρ. Ντούμα «είναι απλώς ένας μύθος η φαντάσματα''».<sup>40</sup> Εάν ομως θελήσουμε να ερευνήσουμε τις ρίζες της «φοινικικής» θεωρίας, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω περίπου 2.000 έτη, στον 1ο αι. μ.Χ. Τότε έζησε ο Ιώσηπος, ο Ιουδαίος επαναστάτης στρατηγός, ο οποίος παρεδόθη στους Ρωμαίους και εισήλθε στο στενό περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Ιώσηπος, για να εξιλεωθή ίσως απέναντι στους συμπατριώτες του για την προσχώρησί του στους Ρωμαίους, συνέγραψε το έργο «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» - μία παραποιημένη απόδοσις της Παλαιάς Διαθήκης ουσιαστικά - με το οποίο όμως κατηγορούσε και υπεβίβαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Σε απάντησιν ο Έλλην εξ Αλεξανδρείας ιστορικός Απίων συνέγραψε μία πραγματεία με την οποία απέκρουε τις συκοφαντίες του Ιωσήπου. Δυστυχώς η πραγματεία του Απίωνος, σε αντίθεσιν με το πλήρες έργο του Ιωσήπου, δεν διεσώθη! Ο δε Ιώσηπος εφρόντισε μάλιστα να συγγράψη μία νέα πραγματεία με τίτλο «Κατά Απίωνος». Από το έργο αυτό προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα:
«''Οι Έλληνες είναι από τους λαούς, που έμαθαν πολύ αργά και μετά δυσκολίας να γράφουν. Ακόμη κι εκείνοι, που ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούσαν την γραφή από παλιά, υπερηφανεύονται ότι την έμαθαν από τους Φοίνικες και τον Κάδμο. Αλλά ούτε από εκείνη την εποχή έχει κανείς να παρουσίαση επιγραφές, που να έχουν σωθή σε ναούς ή άλλα δημόσια μνημεία, ώστε να αμφισβητήται ακόμη και το κατά πόσο εκείνοι, που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, χρησιμοποιούσαν, μολονότι πολύ αργότερα, τα γράμματα, ενώ η αληθινή και επικρατούσα άποψις είναι ότι μάλλον αγνοούσαν την σύγχρονη χρήσιν των γραμμάτων. Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως θεωρούν ότι δεν υπάρχει αρχαιότερο συγγραφικό έργο από τα ποιήματα του Όμηρου. Αυτός όμως φαίνεται πως έζησε πολύ αργότερα από την εποχή των Τρωικών, ενώ ταυτόχρονα λέγεται γι’ αυτόν ότι δεν άφησε την ποίησίν του γραπτώς, αλλά αυτή διεσώθη στα άσματα και κατεγράφη αργότερα. Αυτός είναι και ο λόγος, που υπάρχουν τόσες αντιφάσεις στο έργο του''». Να λοιπόν που ευρίσκονται οι ρίζες της περί φοινικικών γραμμάτων θεωρίας, αλλά ακόμα και οι απαρχές του ομηρικού ζητήματος. Ευτυχώς στις ήμερες μας, και παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, επιχειρείται μία προσπάθεια ανατροπής αυτής της θεωρίας, της εχούσης ήδη ηλικίας 2.000 ετών, με βάσι τα νεώτερα αρχαιολογικά τεκμήρια.<br />
 
<sup>2</sup>Ο λατίνος ιστορικός Τάκιτος δίνει κι αυτός την δική του μαρτυρία περί υπάρξεως αρχαιότατης ελληνικής γραφής: «ARCADE AB EVANDRO DEDICERUN LITTERAS ET FORMA LITTERIS LATINIS». Από αυτό το χωρίον συνάγεται ότι μαθήματα γραφής είχαν πάρει οι Λατίνοι από τους Έλληνας και πριν από την μεταφορά του Χαλκιδικού αλφαβήτου στην Δύσι, όταν ο Αρκάς Εύανδρος, '''κατά τα μέσα της Β' χιλιετίας π.Χ.''' έθεσε τις βάσεις του πρώτου πολίσματος της Ρώμης. Το αυτό καταθέτει και ο Ιωάννης ο Λυδός (Περί μέτρων 1,9): «''Εύανδρος πρώτος γράμματα από της Ελλάδος, τα λεγόμενα Κάδμου, εις την Ιταλίαν εκόμισεν''». Εξ άλλου ο Βιργίλιος, εις το Γ' - 288 της "Αινειάδος", εμφανίζει τον Τρώα (όθεν Έλληνα) Αινείαν να αφιερώνη εις τον ναόν την Αβαντίαν ασπίδα χαράσσοντας στίχον αναθηματικόν: «''Ασπίδα κοίλου χαλκού, φόρημα του μεγάλου Άβαντος εμπήγω εις τας έναντι παραστάδας και σημειώ εμμέτρως''.» Ας μην παραβλέπουμε και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στον δίσκο της Φαιστού υπάρχουν "τυπωμένα" ολοκάθαρα τα γράμματα Β Γ Λ Υ, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε την τότε σημασία τους, μια και ο δίσκος δεν έχει ακόμη αναγνωσθή. Μαρτυρία αρχαιότατης γραφής παρέχεται και οπό τον ίδιον τον Όμηρο. Είναι η αναφορά στην περίφημη επιστολή του Προίτου: (Ζ 169) ''"...γράψας εν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά..."''. Όχι μόνον έγραψε αλλά και περιέγραψε ψυχικές καταστάσεις, θυμοφθόρα πολλά. Ψυχικές όμως έντονες καταστάσεις δεν διεγείρονται με πικτογραφίες και Ιερογλυφικά. Απαιτούν εξελιγμένη γραφή. Τα έργα του Ορφέως, του Μουσαίου, του Ομήρου προϋποθέτουν '''λογοτεχνία τελοιοποιημένη και ποίησιν η οποία υπακούει σε κανόνες'''. Ο Απολλόδωρος μας γνωρίζει ότι ο Οίαξ, κατά τον Τρωικό πόλεμο, έγραψε την είδησιν του θανάτου του αδελφού του, του Παλαμήδους, επάνω σε πηδάλιο, το οποίον τα θαλάσσια ρεύματα μετέφεραν στον πατέρα τους, τον Ναύπλιο. Ο Ευριπίδης στην ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ παρουσιάζει τον Αγαμέμνονα να γράφη, να σβήνη και να ξαναγράφη μέχρι που να μπορέση να συντάξη με εύσχημο τρόπο την επιστολή με την οποία θα καλούσε την κόρη του Ιφιγένεια στην Αυλίδα, για τα περαιτέρω, -στίχος 33-. Συγκεκριμένα, του παρατηρεί ο Γέροντας υπηρέτης του: "...''Εσύ ύψωσες το φως του λυχναριού και γράφεις αυτό το γράμμα που το κρατείς ακόμα στα χέρια σου, και σβήνεις πάλι τα γραμμένα και το σφραγίζεις και πάλι το ανοίγεις και το πετάς κατά γης χύνοντας δάκρυα''..." Είναι προφανές ότι ούτε καν με ατελή ή πρώιμη ιδεογράμματη γραφή δεν ταιριάζει η σκηνή ούτε "δένουν" οι παρατηρήσεις. Όλοι οι έλληνες δραματουργοί παρουσιάζουν τους μυθικούς ήρωας να γράφουν και να αποστέλλουν μηνύματα με φυσικότητα και ευκολία, σαν να κάνουν αναφορές σε παμπάλαιες μορφές γραφής. Στήν Βιένη, σε ξύλινες πινακίδες, σώζεται ένα χωρίο της "Εκάλης" του Καλλιμάχου, ενώ στο απόσπασμα "144-Pear." του Σοφοκλέους, o Αγαμέμνων παρι¬στάνεται να διατάζει να διαβάσουν από μία πινακίδα τον κατάλογο των Ελλήνων αρχηγών, (βλ. Eίσαγ. στην Ελληνική Παλαιoγραφία" του Elpidio Mioni, Eκδ. Μορφ. Iδρύμ. Eθν. Τραπέζης).<br />
 
<sup>2</sup>Ο Διονύσιος ο Θράξ, μαθητής του διάσημου Αριστάρχου (Β' αι. π.Χ αναφέρει ότι η γραμματική ήτο εν χρήσει στην Ελλάδα προ του Τρωικού πολέμου, γεγονός το όποιον παραδέχεται και ο σχολιαστής της "Γραμματικής" του σημειώνοντας: "''Διττή δέ εστιν η γραμματική. Η μεν γαρ περί τους χαρακτήρας και τας των στοιχείων εκφωνήσεις καταγίνεται, ήτις και '''γραμματική λέγεται παλαιά, ούσα και προ των τρωικών''', η δε περί τον Ελληνισμόν, ήτις και νεωτέρα εστίν, αρξαμένη μεν από Θεαγένους, τελεσθείσα δε παρά των περιπατητικών, παρ' Εξιφάνους τε και Αριστοτέλους''." Ένας άλλος σχολιαστής του Διονυσίου του Θρακός, στηριζόμενος στην γνώμη του Σμυρναίου ιστορικού Ασκληπιάδου, άλλα και του Διόδωρου, και του Απίωνος, γράφει:".... ''ουκ άλλοις χαρακτήρσι χρώμεθα των στοιχείων, αλλά τοις Ιωνικοίς, ως μεν Ασκληπιάδης ο σμυρναίος λέγει, δια το κάλλος, και ότι πλείστα των συγγραμμάτων τούτοις εγέγραπτο τοις χαρακτήρσιν. Ως δε Διόδωρος και Απίων εν τω περί των στοιχείων, ότι πλείστοι συγγραφείς και ποιηταί από της Ιωνίας τούτοις τοις τύποις εχρήσαντο''." Άλλος σχολιαστής του Διονυσίου αναφέρει ότι τα γράμματα ωνομάζοντο: "γράμματα ιωνικά" επειδή τα εσχεδίασαν οι Ίωνες: "''Οις δε νυν χρώμεθα ημείς, εισίν ιωνικά, δια το αρχαιοτάτην είναι την Ιάδα των άλλων διαλέκτων, και αυτήν πρώτην των άλλων τους ελληνικούς ευρείν τύπους''." Οι αρχαίοι γραμματικοί αναφέρουν ότι εν συνεχεία ο Πυθαγόρας έδωσε στα γράμματα την μορφή την οποία διατηρούν σήμερα, ενώ παλαιότερα ήταν κακοφτιαγμένα· και ότι ο αθηναίος Προναπίδης (ο διδάσκαλος του Ομήρου) υπήρξε ο πρώτος ο οποίος ετακτοποίησε τον τρόπο γραφής παρόμοιο με αυτόν πού χρησιμοποιούμε σήμερα.<br />
 
..Ας εξετάσουμε όμως λεπτομερώς τα επιχειρήματα περί φοινικικής προελεύσεως του αλφαβήτου. Η παλαιότερη αλφαβητική γραφή θεωρείται αυτή, που ευρέθη χαραγμένη επάνω στην σαρκοφάγο του βασιλέως Άχιράμ, ο οποίος έζησε ανάμεσα στα 975-950 π.Χ. Σύμφωνα με τον J.-N.Coldstream, στο τέλος του 8ου π.Χ. αι., οι Φοίνικες είχαν ήδη δημιουργήσει μόνιμες εγκαταστάσεις στην Σαρδηνία.<sup>41</sup> Στην γειτονική νήσο Νόρα, ανεκαλύφθη μια φοινικική επιγραφή σε λίθο, με τον χαρακτηριστικό τύπο των φοινικικών (;) γραμμάτων του 9ου π.Χ. αιώνος. Επειδή όμως η επιγραφή εθεωρήθη επαρχιακή, εχαρακτηρίσθη και ο τύπος των γραμμάτων μεταγενέστερος και ξεπερασμένος. Στην επιγραφή της Νόρα, αναφέρεται το τοπωνύμιο Tarshish, ένα μακρινό λιμάνι, από όπου ο βασιλεύς Άχιράμ επρομηθεύθη, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Α΄ Βασιλειών, Χ, 22) κάποτε χρυσό, ασήμι, ελεφαντοστό, πιθήκους και παγώνια. Η Tarshish εταυτίσθη από ωρισμένους μελετητές με την Ταρτησσό, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, καθώς και με το λιμάνι των Γαδείρων.<sup>42</sup> Βάσει αυτών των στοιχείων ο J.-N.Coldstream θεωρεί οτι θα πρέπει κάποτε να αναζητήσουμε έναν πρωιμώτερο του 9ου π.Χ. αι. εμπορικό σταθμό στην περιοχή. Σε αυτήν την ιστορική-αρχαιολογική πλάνη, φαίνεται να μας οδηγή μια σειρά συγκυριών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης<sup>43</sup> περιγράφοντας το ταξείδι του Ηρακλέους στην χώρα του Γηρυόνη, αναφέρει ότι κατευθυνόμενος ο Ηρακλής προς την νήσο Ερύθεια, αφού διέπλευσε πρώτα μεγάλο μέρος των βορειοαφρικανικών ακτών, έφθασε κοντά στα Γάδειρα. Την γνώσι αυτή των Ελλήνων εκαπηλεύθησαν αργότερα οι Φοίνικες, όπως τονίζει ο Στράβων: «''τον ιβηρικόν πλούτον, εφ’ ον Ηρακλής εστράτευσε και οι Φοίνικες ύστερον, οιπερ και κατέσχον την πλείστην αρχήν''».<sup>44</sup> Αργότερα βάσει των αρχαίων πηγών, oι Tύριοι ίδρυσαν εκεί έναν ναό αφιερωμένο στον Ηρακλή, τον όποιον απεκάλεσαν Μέλκαρτ. Η μετάλλαξις του ονόματος του θρυλικού Έλληνας ήρωος, οφείλεται στην άγνοια της Ελληνικής γλώσσης από την πλευρά των Φοινίκων. Εάν διαβάσουμε το όνομα του Μέλκαρτ από τα δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή επί τα λαιά, βλέπουμε να σχηματίζεται το όνομα του Ηρακλέους. Σύμφωνα με τον αείμνηστο επιγραφολόγο Α.-Σ.Άρβανιτόπουλο, '''η γραφή επί τα λαιά, είναι ο αρχαιότερος τρόπος γραφής'''. Τον τρόπο αυτόν της γραφής, συνεχίζει ο καθηγητής, είχαν ανέκαθεν και μονίμως οι Έλληνες της Κύπρου στο επιχώριο συλλαβικό αλφάβητο, καθώς και οι Φοίνικες, που τον εκληροδότησαν στους διαδόχους και στους συγγενικούς προς αυτούς λαούς. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο παρατηρείται και αυτή η ομοιότης στην φορά των γραμμάτων στις αρχαιότερες Ελληνικές και Φοινικικές επιγραφές<sup>46</sup>. Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, οι Έλληνες εγκατέλειψαν πολύ νωρίς αυτόν τον τρόπο γραφής, διότι παρετήρησαν ότι ήταν δυσχερής και επίπονος τόσο για τα χέρια όσο και για την όρασιν. Σε αυτό τους καθωδήγησε ακόμη μία φορά η ατέρμονη παρατήρησις της φύσεως. Καθώς έγραφαν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες, παρετήρησαν ότι η εξ αριστερών προς τα δεξιά γραφή διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό και την όρασιν και το χέρι. Γι’ αυτό έμειναν σταθεροί σε αυτόν τον τρόπο γραφής από τα 550 π.Χ. Αυτόν τον τρόπο έδιδάχθησαν από τους Έλληνες και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί. Αυτήν την νέα, αλλά τόσο παλαιά μέθοδο με την οποία γράφουμε εμείς μέχρι σήμερα, οι αρχαίοι Έλληνες την ωνόμαζαν «ες ευθύ».<sup>47</sup><br />
Η δημιουργία του αλφαβήτου και η προέλευσις των ονομάτων ήταν προφανώς ένα πρόβλημα, που είχε απασχολήσει και τους Αρχαίους Έλληνες. Θα λέγαμε ότι '''οι ρίζες της γενέσεως της επιστήμης της γλωσσολογίας θα πρέπει ήδη να αναζητηθούν στην εποχή, κατά την οποία έζησε ο Πλάτων'''. Με το έργο του «Κρατύλος η Περί Ονοματων Όρθότητος», ο μέγας φιλόσοφος θέτει τον προβληματισμό σχετικά με το εάν η γλώσσα είναι «φύσει» η «έθει», δηλαδή εάν είναι φυσικό δημιούργημα, οπότε η γνώσις των πραγμάτων καθίσταται αντικειμενική η δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος, οπότε μόνον υποκειμενική γνώσις είναι δυνατή.<sup>48</sup> Εάν φθάσουμε στην ουσία των ονομάτων, που τα έχει πλάσει η ίδια η φύσις, τότε θα έχουμε την αντικειμενική γνώσι. Διότι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, για να είναι ένα όνομα ορθό, πρέπει να είναι τέτοιο, που να φανερώνη την ουσία του πράγματος. Τα ονόματα είναι μία πράξις μιμήσεως με την βοήθεια της φωνής. Αλλά η μίμησις αυτή δεν πρέπει να είναι μίμησις της φωνής ή του ήχου ή του χρώματος του πράγματος, αλλά μίμησις με γράμματα και συλλαβές της ουσίας του πράγματος. Τα δε ονόματα τα χρησιμοποιούμε ως όργανα με τα οποία καθορίζουμε την φυσική υπόστασιν των πραγμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στοιχεία του αλφαβήτου: τα εκφωνούμε με ονόματα και δεν τα προφέρουμε αυτά τα ίδια σαν φθόγγους εκτός από τέσσερα δηλαδή το Ε και το Ι και το Ο και το Ω. Στα άλλα όμως φωνήεντα και τα άφωνα, γνωρίζεις ότι αφού προσθέσουμε κι άλλα γράμματα τα προφέρουμε κάνοντας τα έτσι ονόματα. Αλλά, έως ότου εκφράσωμε την δύναμιν, που φανερώνει αυτό, δηλαδή κάθε στοιχείο, είναι ανάγκη να προσθέτωμε γράμματα, ώστε να σχηματισθή το όνομα, που θα μας φανερώνη την ουσία του καθαρά. Παραδείγματος χάριν το «βήτα». Βλέπεις ότι ενώ προσετέθησαν σε αυτό τα γράμματα Η, Τ, Α, καθόλου δεν έβλαψαν ώστε να μη φανέρωση με ολόκληρο όνομα την φύσι του στοιχείου αυτού την οποίαν ήθελεν ο νομοθέτης να εκφράση. Έτσι κατωρθώθη με επιτηδειότητα να δοθούν στα γράμματα ονόματα.<sup>49</sup><br />
<sup>2</sup>Παρόμοιο θέμα έχει θέσει προς συζήτησιν και ο Λουκιανός στην «Δίκη φωνηέντων», όπου επισημαίνει ότι πρέπει το κάθε γράμμα «''μένειν εφ’ ής τάξεως τετύχηκε''». Διότι ο «'''πρώτος τους νόμους διατυπώσας'''» καθώρισε την ποιότητα και την δύναμι του κάθε ενός καθώς και ποιο θα είναι πρώτο και ποιο δεύτερο: «''...ου τη τάξει μόνον, διώρισαν τί πρώτον έσται ή δεύτερον, αλλά και ποιότητας, ας έκαστον έχει, και δυνάμεις συνείδον''.» Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας από το Ετυμολογικόν το Μέγα, από όπου και συμπεραίνουμε ότι τόσο τα σχήματα όσο και οι ονομασίες των γραμμάτων έχουν βαθειά οργανική συνάφεια με την ετυμολογία αρχαιοτάτων ελληνικών λέξεων [Ετυμολογικόν το Μέγα, Άννης Νοταρά, Βενετία 1499μ.Χ.). Αυτό προφανώς δεν θα συνέβαινε εάν τα γράμματα ήταν επείσακτα.<br />
Γράφοντας σήμερα εις την Ελληνικήν γλώσσα σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, μεταχειριζόμεθα τα εκ μακραίωνος παραδόσεως γνωστά 24 γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες ωνόμαζαν ως εξής: άλφα, βήτα, γάμμα, δέλτα, ει, ζήτα, ήτα, θήτα, ιώτα, κάππα, λάμβδα, μυ, νυ, ξει, ου, πει, ρω, σίγμα, ταυ, υ, φει, χει, ψει, ω. Τέσσερα από αυτά τα γράμματα, μετωνομάσθησαν αργότερα από τους αρχαίους γραμματικούς, προκειμένου να γίνουν σαφέστερα. Το ει έγινε ε ψιλον, το ου, ο μικρόν, το υ, υ ψιλόν, και το ω, ω μέγα. Οι ονομασίες αυτές ευρίσκονται ήδη στα Σχόλια εις την Γραμματικήν Τέχνην του Διονυσίου του Θρακός και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους Νεοέλληνες αναλλοίωτες.<sup>50</sup> Γράφοντας λοιπόν σήμερα εις την Έλληνικήν Γλώσσαν, διατηρούμε ζωντανή μία γραμματική 2.406 ετών (2003 + 403/2), επειδή το 403/2 π.Χ. -όταν επώνυμος άρχοντας των Αθηναίων ήταν ο Ευκλείδης - ο ρήτωρ, πολιτικός, συγγραφεύς και στρατηγός Αρχίνος υπέβαλε πρότασιν με την οποία καθωρίζοντο τα 24 γράμματα του αλφαβήτου για την συγγραφή των επισήμων κειμένων και την διδασκαλία των παιδιών. Η πρότασις έγινε τότε αποδεκτή στην Εκκλησία του Δήμου και καθιερώθηκε ως νόμος. Όταν λοιπόν γράφουμε σήμερα με κεφαλαία γράμματα Ελληνικά, είναι σαν να χρησιμοποιούμε την κεφαλαιογράμματη γραφή του Αρχίνου, ηλικίας 2.406 ετών.<sup>51</sup><br />
Βάσει λοιπόν της μεταρρυθμίσεως του Αρχίνου, οι Ελληνικές επιγραφές διαιρούνται σε Προευκλειδείους (δηλ. προ του 403 π.Χ.), και σε Μετευκλειδείους (δηλ. μετά το 403 π.Χ.). Η ομάδα των προευκλειδείων επιγραφών διακρίνεται σε τοπικά αλφάβητα, το Αττικονησιωτικόν ή Αττικόν, το Ιωνικόν, το Κορινθιακόν και το Χαλκιδικόν η Δυτικόν λόγω της εκτεταμένης διαδόσεως του στην Δύσι<sup>52</sup> μέσω των εκεί Ελληνικών αποικιών.<sup>53</sup> Ιδιαιτέρως σπουδαία θέσι για την εξέλιξιν της Ελληνικής γλώσσης στην σύγχρονη γεωπολιτική κατάστασιν έχει η διάδοσις του Χαλκιδικού αλφαβήτου κατά την διάρκεια των υστέρων γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, η γραφή του χαλκιδικού αλφαβήτου, μετεδόθη πρωϊμώτατα στους ντόπιους Ιταλικούς λαούς και δη στους Τυρρηνούς (Έτρούσκους), Λατίνους, Οϋμβρίους, Όσκους, Φαλίσκους και κυρίως στους Ρωμαίους. '''Έτσι ανεπτύχθη από το χαλκιδικό αλφάβητο το Λατινικό'''. Αυτό μετέδωσαν αργότερα οι Ρωμαίοι στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και έτσι και αυτοί οι άποικοι τους το μεταχειρίζονται μέχρι σήμερα. Προς επίρρωσιν των λεγομένων μας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα δοκίμιο του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου του Σικάγου κ. Ι. Καλαρά: Mathematic and geometric theorems and axioms, both practical and theoretic were analyzed by mathematicians. Alphanumeric systems with cryptic or mnemonic coding have been developed. Geometric schemes like the prism, the pyramid, the circle, the parallelogram and other isometric schemes like the pentagon, hexagon, octagon, are analyzed periodically. With diagrams, the periphery, the perimeter, the diameter and the dichotomy are studied.<sup>54</sup><br />
Εμείς οι Νεοέλληνες δε, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε ένα αλφάβητο, το οποίο ιστορικά μαρτυρείται (προς το παρόν) από τον 8ο π.Χ. αί. Η καταγωγή δε της γραμματικής και του συντακτικού της Ελληνικής γλώσσης χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως αναδύεται μέσα από τις κλιτές λέξεις και τους επιθετικούς προσδιορισμούς των πινακίδων της Γραμμικής Β΄.<br />
 
Η Ελληνική γλώσσα έγινε ωστόσο για πρώτη φορά παγκόσμια, ένα είδος lingua franca της εποχής, μέσα από τα μεγάλα εξερευνητικά ταξείδια και τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς (Κ. Π. Καβάφης). Οι Ρωμαίοι κατακτητές των Ελλήνων, μαγεμένοι από το υψηλό επίπεδο του Ελληνικού πολιτισμού, θα υποταχθούν με την σειρά τους σε αυτόν αντί να τον υποτάξουν, όπως είπε ένας Γάλλος ιστορικός του προηγουμένου αιώνος. Έτσι θα επιβιώση η Ελληνική γλώσσα μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους στους Έλληνες-Βυζαντινούς, όπως μας αποκαλεί το ίδιο το Κοράνι. Χάρι σε αυτούς θα διασωθή η Ελληνική γραφή και μέσω της αντιγραφής των κειμένων πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Εάν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτοί, θα ήταν δυσχερέστατη η μεταγραφή των Ελληνικών γραμμάτων, τα όποια την περίοδο του Μεσαίωνος εθεωρούντο ακατανόητα, όπως τα ιερογλυφικά.
Άλλωστε την συμβολή όλων των Ελλήνων διαχρονικά για την σωτηρία της γλώσσης έχει υμνήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο Οδ. Ελύτης:
 
''Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
 
''Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα Δόξα Σοι!''
 
''Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου''!<br />
 
<references /><br />
1.Περιοδικό «Ελλήνων Ιστορία»/No25/2006
2.Μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης / Γ’ Έτος Σπουδών / Mάθημα 17ον - Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου
3.σ. 260, πρβλ. Winn M., The Signs of the Vinca culture: an internal
4.Α.Α.Ζώη, Προϊστορική καί Πρωτοϊστορική Αρχαιολογία, Γιάννενα, 1982, σ. 184-5, είκ. 32, 33, σημ. 120-123. πρβλ. Leroi-Gourn, Prihistoire de l'art, 310-311; Kuehn, Erwachen und Aufstieg, 211-213; Narr, Handbuch, l, 324-326; Mueller-Karpe, Handbuch, l, 276, no. 74; Bordes, Le Pateolithique, 166; Sonneville-Bordes, L'ßge de la pierre, 107-108; Hawkes-Wooley, History, 175-6.
5.Μηνάς Δ. Τσικριτσής, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Α΄, Ηράκλειο, 2001, σ. 230, σημ. 8. πρβλ. Sarianidis V., Margiana and Protozoroastrism, Αθήναι, 1999, σ. 88.
6.Ο.π., πρβλ. Kühn, Erwachen und Aufstieg, 212, όπου και βιβλιογραφία.
7.Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Το Δισπηλιό Καστοριάς. Ένας λιμναίος προϊστο¬ρικός οικισμός, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 46.
8.Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 260, 254.
9.Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25.
10.NATIONAL GEOGRAPHIC Έκδ. Ελλην. Τ.6, Δεκ.1999
11.Την κάλυψι των επικοινωνιακών αναγκών δια της γραφής, επισημαίνει και ο Ευριπίδης στον "Παλαμήδη", απόσπ. 578Ν: "Ώστε ου παρόντα, ποντίας υπέρ πλακός, τακεί κατά οίκους, πάντα επίστασθαι καλώς".
12.Renfrew Κ., Προβλήματα της Ευρωπαϊκής Προϊστορίας, Αθήνα, 1979. πρβλ. Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαι¬ακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25, σημ. 3.
13.Winn M., The signs of the Vinca Culture: an internal analysis: their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
14.Bogdan Nikolov, Αρχαίοι Πολιτισμοί του Κριβοντόλ, (ρωσσικά) 1984, σ. 46, 88.
Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002. βλ. Πρακτικά 15ης 'Επιστημονικής Συναντή-σεως για το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία καί την Θράκη, 16 Φεβρουαρίου 2002.
15.Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002.
16.Dr. Eleni Karantzola, Prof. Dr. Ad. Sampson, Prof. Dr. I. Liritzis, Some recorded sgns of early writing in Greek Prehistory : theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, ΡΟΔΟΣ, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. Περιλή¬ψεις Συνεδρίου, σ. 30.
17.Μαθήματα Αρχαίας ελληνικής Γλώσσης / Α’ Έτος Σπουδών / Mάθημα 1ον - Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου
19.George Thomson, Ή 'Ελληνική Γλώσσα. Αρχαία καί Νέα, Αθήνα, 1989, β', έκδ., σ. 69.
20.Ι.Έ.Ε., τ.Α', σ. 147. 30Ι.Ε.Ε..Τ. Α',σ. 151.
21.A.Evans, Primitive Pictographs and Script, J.H.S., 1894, σ. 284
22.Βάσει της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας
23.W.Wright, The Empire of the Hittites, London, 1884; πρβλ. Ι.Ε.Ε., τ.Α', σ. 151.
24.S.N.Kramer, The Sumerians, London, 1963, fig.3.
25.A.Evans, Primitive Pictographs and Script, J.H.S., 1894, σ. 284.
26.Ο.π.
27.Ο.π.
28.Scripta Minoa, I.
29.I.E.E., τ. Α', σ. 150.
30.I.E.E., τ.Α', σ. 150, 209, βλ. είκ
31.John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 3.
32.Μηνάς Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001
33.Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 296. περισσότερες λεπτομέρειες για την μέθοδο αποκρυπτογραφήσεως βλ. εις John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 43 κ.έξ.
34.Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10. 1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 27-38 (αντίλογος στην άνακοίνωσι του G.Neumann, Zur Vor-und Frueh-geschichte der griechischen Sprache: Neuerungen in Morphologie und Wortschatz).
35.Μηνάς Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α', Ηράκλειο, 2001, σ. 56.
36."Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113. Γραφείς ξύλινων πινακίδων αναφέρονται καί σε μια χεττιτική πινακίδα με σφηνοειδή γραφή πού άνεκαλύφθή στο ιερό των Χετταίων του 14ου π.Χ. αιώνος στην Γιαζιλικάγια (Μ.Άσία), όπου έλατρεύετο ο «ίνδοευρωπαίος» Δίας, ο θεός του κεραυνού.
37.Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ής Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26. πρβλ. την άποψη της Κ.Δήμακοπούλου, ή οποία αμφισβητεί την μυκη¬ναϊκή καταγωγή του ναυαγίου, στον κατάλογο Θεοί καί Ήρωες της 'Εποχής του Χαλκοϋ. Ή Ευρώπη στίς ρίζες του 'Οδυσσέως, Αθήνα, 2000, σ. 36.
38.Γλώσσα. Ή Ελληνική Γραφή έγινε 4000 ετών, "Ενθετο αφιέρωμα εφ. 'Ελευθεροτυπίας, φ. 24ης Ιουλίου 1999, σ. 23.
39.βλ. οδηγό Εκθέσεως Ιστορίας της Γραφής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002
40.Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10.1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 300 (αντίλογος στην άνακοίνωσι της Δρ. I. S.Lemos, What is not dark in the so called Greek DarkAge).
41.J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-322.
42.Ό.π., σ. 322, σημ. 86, 87.
43.Δ΄, 18,2-3.
44.Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής. Ό εξερευνητής του Αρχαίου Κό¬σμου, Αθήνα (υπό έκδοσιν)
45.Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Ά?, σ. 70-71.
46.Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phénicien aux Grecs, 15 Μαΐου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 231. πρβλ. J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-32, οπού αναφέρει την άνακάλυψι κυπροφοινικικών αγγείων στην περιοχή.
47.Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 70, 76
48.Β.-ΧΡ.Κριτσέλη, Πλάτωνος. Κρατύλος, Αθήναι, σ. 14.
49.Κρατύλος, 3930.
50.Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 41-44.
51.Ό.π., σ. 44.
52.Μ.Ελλάς, Ιταλία, Σικελία, Κάτω Ιταλία
53.Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 45.
54.Βλ. Έφ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, φ. 12.11.2000, πρβλ. Εφ. Ελληνική Αγω¬γή, αρ.φυλ. 47, Ιανουάριος 2001, σ. 18-19, και το θεμελιώδες έργο της "Α.Τζιροπούλου-Εύσταθίου, Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον Ευρωπαϊκό Λόγο, έκδ. Νέα Θέσις και της ιδίας ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Αθήναι, 2002.
Επιστροφή στη σελίδα "Αλφάβητο/Αρχείο 5".