Σύνδεσμος μόρσου - εγκοπής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dr DJ Wood (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 9:
Ετυμολογικά, το μόρσο είναι [[Ιταλική γλώσσα|ιταλική]] λέξη, βλ. ''morso'' που ουσιαστικά σημαίνει ''"δάγκωμα"''.
 
== Περιγραφή συνδέσμου ==
Το μόρσο είναι το ''«στένεμα»'' του άκρου ενός μακρόστενου τμήματος μιας ξύλινης κατασκευής. Αυτό το στένεμα γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να βοηθήσει το τμήμα αυτό να εισχωρήσει μέσα σ' ένα αντίστοιχο άνοιγμα (βλ. ''εγκοπή'') ενός άλλου τμήματος της κατασκευής. Το άνοιγμα αυτό πρέπει να έχει την αρνητική διατομή με το μόρσο και πρωτίστως να έχει τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις με αυτό. Οι ελάχιστα μικρότερες διαστάσεις του είναι επίσης επιθυμητές, κατά περίπτωση της κατασκευής. Ποτέ όμως μεγαλύτερες, διότι το μόρσο πρέπει να σφηνώνει κατά το μοντάρισμα (=συναρμολόγηση) των δύο ξύλινων τμημάτων. Στην αρχαία Ελλάδα, ο τρόπος αυτός σύνδεσης ήταν πάρα πολύ συχνός (λ.χ., η καρέκλα του επιτύμβιου ανάγλυφου της Ηγησώς που βρέθηκε στον [[Κεραμεικός|Κεραμικό]]).<ref>{{Cite book|title=Γλωσσάρι της Μαστοράντζας|last=Σιμωνέτης|first=Γιάννης Θ.|publisher=Εκδόσεις Ξύλο-Έπιπλο|year=2001|location=Αθήνα|page=280}}</ref>