Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 189:
Ο Ορλάνδος και ο γίγαντας Αριδάνος φτάνοντας σφιχταγκαλιασμένοι στον κατασκότεινο βυθό της μαγεμένης λίμνης βρέθηκαν ξάφνου σε ένα ολοφώτεινο και χαρωπό λιβάδι, μέρος ενός ολόκληρου νέου κόσμου που υπήρχε κρυμμένος εντός ενός τεράστιου απαστράπτοντος μαρμάρινου σπηλαίου. Αυτό ήταν το θαυμαστό βασίλειο της μάγισσας Μοργκάνας. Εκεί ξαναρχίζουν να μάχονται ώσπου εν τέλει ο Ορλάνδος σκοτώνει τον γίγαντα. Ο Ορλάνδος κατευθύνθηκε προς μια πύλη που ήταν κοντά και ξάφνου βρέθηκε μέσα σε έναν λίθινο λαβύρινθο, γεμάτο πέτρινους διαδρόμους, σπηλιές, γέφυρες πάνω από ποταμάκια και αναρίθμητες εισόδους και κάμαρες, στολισμένες με πολύτιμα πετράδια και διακοσμημένες με εικόνες ιπποτών και κυριών που είχαν περιπλανηθεί και χάθηκαν εκεί μέσα. Περνά μια γέφυρα που την φρουρούσαν κάποια μαγεμένα αγάλματα σαν ροπαλοφόροι οπλισμένοι άνδρες που εμπόδιζαν την είσοδο και φτάνει σε ένα μέρος όπου η μάγισσα Μοργκάνα φύλαγε τον θησαυρό της. Εκεί βλέπει άλλα αγάλματα: ενός βασιλιά, σκεπτικού και ανήσυχου, με όλους τους συμβούλους του καθισμένους τριγύρω και στη μέση ένα τραπέζι με πλούσια φαγητά. Τα πάντα ήταν από χρυσό, ρουμπίνια και άλλους πολύτιμους λίθους. Πάνω απ' το κεφάλι του Ορλάνδου αιωρείτο απειλητικό ένα ξίφος και ένα άλλο άγαλμα σημάδευε με ένα τόξο. Μια επιγραφή υποδήλωνε ότι τα πλούτη δεν αξίζουν τίποτε, αν κάποιος είναι υπό την επήρρεια του φόβου. Ακριβώς μπροστά στο άγαλμα του βασιλιά επάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια πολύτιμη λίθος που φώτιζε όλη την τεράστια σάλα. Ο Ορλάνδος αψηφά την λίθο και ανοίγει μία - μία κάθε πόρτα που υπήρχε εκεί. Όλες οδηγούσαν σε κατασκότεινα μέρη. Δοκιμάζει να πάρει τη φωτεινή λίθο, αλλά τότε το άγαλμα του τοξότη της ρίχνει ένα βέλος, πράγμα που προκαλεί μεγάλο σεισμό. Μόλις ηρεμούν τα πράγματα, ο Ορλάνδος προσπαθεί να πάρει ξανά τη λίθο, το ίδιο επεισόδιο επαναλαμβάνεται.
 
Την τρίτη φορά ο Ορλάνδος βάζει μπροστά την ασπίδα του και το βέλος πέφτει σε αυτή και όχι στη λίθο. Παίρνοντας στα χέρια τη λίθο συνέχισε σε ένα διασταυρούμενο διάδρομο, διαλέγοντας την καθοδική οδό, που τον οδήγησε εκεί που κρατούνταν φυλακισμένοι ο Ρανάλδος και άλλοι ιππότες, όπως ο ''ΔούδωνΔουδών'' (Dudone), αλλά και ο Βρανδιμάρτης που η μάγισσα Μοργκάνα τον είχε δελεάσει με υποσχέσεις ερωτικές εκεί πέρα. Μία επιγραφή σε μιαν αρχαία πέτρα έλεγε ότι "Όποιος ιππότης ή κυρά εδώ μπει δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβγεί, παρά αφού πιάσει απ' το μαλλί την λυγερή αυτή μάγισσα που είναι από πίσω καραφλή". Ο Ορλάνδος δε δίνει σημασία και προχωρά. Βρίσκεται σε μια θαυμάσια τοποθεσία, ολοφώτεινη και κάτω από καταγάλανο ουρανό, γεμάτη με ωραία δέντρα και καταπράσινη χλόη. Στο λιβάδι κοιμόταν πλάι σε μια μαργαριταρένια κρήνη μια όμορφη γυναίκα: ήταν η μάγισσα Μοργκάνα. Ο Ορλάνδος προσέχει να μην την ξυπνήσει, ενώ ακούει μια φωνή που τον συμβουλεύει να την πιάσει αμέσως από το μαλλί. Ο Ορλάνδος πλησίαζε για να δει ποιος μίλησε και είδε ένα διαφανές πλην αδιαπέραστο τείχος πίσω από το οποίο ήταν οι φυλακισμένοι. Αυτός που του μίλησε ήταν ο Δουδών και μετά είδε και τον Ρανάλδο και τον Βρανδιμάρτη, που του είπαν να μην προσπαθήσει να θραύσει με το σπαθί το τείχος γιατί όλοι θα έπεφταν σε μια σκοτεινή παγίδα. Τον συμβούλεψαν να πιάσει τη Μοργκάνα από το μαλλί. Ο Ορλάνδος επέστρεψε στο σημείο που την είχε δει και την βρήκε να χορεύει. Μόλις αυτή τον είδε άρχισε να τρέχει προς ένα βουνό. Ο Ορλάνδος την ακολούθησε μέσα από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, ενώ ένας δυνατός άνεμος φυσούσε και ο ουρανός σκοτείνιαζε και έπεφτε βροχή και αστραπόβροντα. Ο Ορλάνδος ωστόσο επέμενε να την κυνηγά δίχως να καμφθεί απο καμία αντιξοότητα.
 
'''Ένατο άσμα'''
Γραμμή 197:
 
'''Δέκατο άσμα'''
Ο Βαλισάρδος καταβάλλει διαδοχικά και αιχμαλωτίζει τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο, αλλά δεν μπορεί να νικήσει τον ΔούδωναΔουδώνα, που του αντιστέκεται αποτελεσματικά. Μεταμορφώνεται λοιπόν ο γίγαντας σε δράκοντα, αλλά και πάλι ο ΔούδωνΔουδών τον ξαπλώνει καταγής. Τότε ο γίγαντας παίρνει τη μορφή μιας [[Χίμαιρα|χίμαιρας]] με κεφαλή αγριόχοιρου, χαυλιόδοντες, σώμα αρκούδας με νύχια, κέρατα, φτερά και ουρά φιδιού. Αρπάζει τον Δουδώνα και τον πάει σε ένα πλοίο, όπου οι ναύτες τον αιχμαλωτίζουν στο αμπάρι. Έπειτα ο Βαλισάρδος παίρνει τη μορφή του Δούδωνα για να ξεγελάσει τον Ρανάλδο. Αρχίζει να τον χτυπά, αλλά ο Ρανάλδος διστάζει να ανταποδώσει τα χτυπήματα. Σύντομα γίνεται τόσο εξω φρενών που ορμά καταπάνω στον γίγαντα κραδαίνοντας τη Φουσμπέρτα (το σπαθί του). Ο Βαλισάρδος παίρνει συνεχώς διάφορες μορφές σαν τον [[Πρωτέας (μυθολογία)|Πρωτέα]], ακόμα και τη μορφή φωτιάς. Ο Ρανάλδος ατρόμητος καταδιώκει τον γίγαντα μέχρι το πλοίο, όπου ο Ραλάνδος πιάνεται στην ίδια θηλιά με την οποία είχαν παγιδέψει πιο πριν οι ναύτες και τον Δουδώνα, οπότε αιχμαλωτίζεται κι αυτός στο αμπάρι του πλοίου, όπου μεταφέρονται κι άλλοι δύο. Όλοι μένουν φυλακισμένοι μέχρι ότου φτάνει το πλοίο μετά από δύο εβδομάδες στις Μακρινές Νήσους, το βασίλειο του Μανοδάντη. Στη φυλακή του βασιλιά βρίσκουν τον Αστόλφο, που ο Βαλισάρδος τον είχε ήδη αιχμαλωτίσει παίρνοντας τη μορφή γυναίκας. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος και ο Βρανδιμάρτης φτάνουν στην Αλμπράκα και τίθενται στην υπηρεσία της Αγγελικής. Μάχονται με την Μαρφίζα που κυνηγούσε ακόμα για έκτη μέρα τον Μπρουνέλλο για να πάρει πίσω το σπαθί της, που της το είχε κλέψει. Ο Μπρουνέλλος θα μπορούσε να της είχε ξεφύγει πολύ εύκολα, αλλά προτιμούσε να την ξεγελά και να την περιπαίζει.
 
===Άσματα 11-15===