καμία σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
47 GC (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
||
{{Μορφοποίηση}}
Η πρώτη περίοδος, 1945-1947, χαρακτηρίζεται κυρίως από τη βία των παρακρατικών ομάδων της Δεξιάς, που αναφέρονται συνήθως με διαφορετικές ταμπέλες ανάλογα με την περιοχή: «χίτες», «μαυροσκούφηδες», «Εβενίτες», «Σούρληδες», κλπ. Η βία αυτή αναφέρεται συνήθως ως ''λευκή τρομοκρατία''.
Η κρατική βία, που στην πιο ακραία της μορφή εκφράζεται στις θανατικές καταδίκες που εκδίδουν τα Στρατοδικεία, γνωρίζει μια έξαρση στην τελευταία φάση του Εμφυλίου (1947-1949), την περίοδο δηλαδή που η δράση των παρακρατικών οργανώσεων (και της βίας τους) περιορίζεται σημαντικά. Η κρατική βία
είναι εξ ορισμού απρόσωπη και γραφειοκρατική. Υπήρξε μαζική και είναι στενά συνδεδεμένη με τη
στρατιωτικοποίηση της εμφύλιας αντιπαράθεσης το 1947-1949. Τα θύματα των εκτελέσεων από τον
Ιούλιο του 1946 ώς τον Οκτώβριο του 1951 κυμαίνονται μεταξύ 4.00ο και 5.Ο00. Η κρατική βία, αν και
εξαιρετικά εκτεταμένη ως καταστολή (φυλακίσεις, εκτοπίσεις, κλπ), υπήρξε πάντως λιγότερο φονική
σε σύγκριση τόσο με τη μαύρη όσο και με την κατοχική κόκκινη βία.
Οι εκτελέσεις ουσιαστικά σταματούν με τη λήξη του πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό πως ο αριθμός των φόνων είναι μικρότερος από αυτόν της μαύρης βίας στην Πελοπόννησο μόνο. Απ' αυτή την άποψη, η «πρωτοκαθεδρία» που αποδίδεται στην κρατική βία από την πρόσφατη ιστοριογραφική βιβλιογραφία δεν τεκμηριώνεται με βάση τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία. Η εισαγωγή μιας συγκριτικής οπτικής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: η κρατική καταστολή είναι απόλυτα συγκρίσιμη με την κρατική καταστολή σε χώρες των Βαλκανίων που δε γνώρισαν εμφύλιο πόλεμο, ενώ υστερεί σε σχέση με την κρατική βία άλλων ευρωπαϊκών χωρών που γνώρισαν Εμφυλίους. Το γεγονός αυτό θέτει ένα ενδιαφέρον θεωρητικό ερώτημα για τη φύση του ελληνικού εμφυλίου.
==Παρακρατική και κρατική βία==
Η παρακρατική βία της περιόδου 1945-1947 διακρίνεται από την κρατική βία όχι τόσο σε σχέση με τις
διαστάσεις της όσο σε σχέση με την πρακτική της. Τα μεγέθη είναι αντίστοιχα. Σύμφωνα με στοιχεία
του ΚΚΕ, οι φόνοι της περιόδου 1945-1947 πρέπει να έφθασαν τους 2.000. πιθανόν και 3.000.
Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, η παρακρατική βία υπήρξε και αυτή πολύ λιγότερο φονική σε σύγκριση
τόσο με τη μαύρη όσο και με την κόκκινη βία της κατοχικής περιόδου. Η βία αυτή διαφοροποιείται από
την κρατική καταστολή ως προς ένα βασικό σημείο: είχε ως στόχο αποκλειστικά αμάχους. Πέρα από
τους φόνους, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι, ξυλοκοπήθηκαν ή υπέστησαν άλλου είδους
βασανισμούς. Ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που εξωθήθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους αναζητώντας την ασφάλεια που πρόσφερε η ανωνυμία των αστικών κέντρων. Όπως γράφει ο
στρατηγός Ζαφειρόπουλος. ''Αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις ήσαν πρόσκαιροι στρατιωτικοί
μονάδες ασύνταχτοι, χωρίς πειθαρχίαν και συνοχήν. Απέφευγον τον αγώνα κατά των συμμοριακών
μονάδων και κυρίως η δράσις τους εστράφη κατά των οπαδών του ΕΑΜ. Ο απολογισμός του έργου
των κατά πλειονότητα είναι αυθαιρεσίαι εις βάρος της τάξεως και αντιποίησις της εξουσίας των
οργάνων της τάξεως [...| Τα τμήματα της Χωροφυλακής έναντι των μη νομίμων τούτων ενόπλων
οργανώσεων ετήρουν στάσιν ανοχής ή συνειργάζοντο''.
Στην Πελοπόννησο η λευκή βία πήρε μεγάλη έκταση, κυρίως στη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Όπως αναφέρει μια έκθεση του στρατού: ''Δυστυχώς η Πελοπόννησος, και δη η Λακωνία, είχε το ατύχημα να διατηρή μίαν σοβαρωτάτην ταιαύτην παρακρατική οργάνωσιν η οποία ενώ μέχρι σήμερον ουδέν απολύτως συνεισέφερεν εις τον αγώναν (από τον Μάϊον ε.ε. ουδεμίαν σύγκρουσιν είχεν μετά των συμμοριτών), τουναντίον παρενέβαλε
πλείστα όσα εμπόδια και απέβη κυριολεκτικώς μάστιξ της Λακωνίας διά των λεηλασιών, βιαιοπραγιών, του αναίτιου φόνου γερόντων και γυναικών και του εύκολου πλουτισμού των αρχηγών της''. Στην Αργολίδα όμως, οι φόνοι που συνδέονται με τη λευκή βία δεν ξεπέρασαν τους 20.
Μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο τύπους ομάδων της Δεξιάς. Ορισμένες ήταν «ημιεπαγγελματικές» ομάδες με ευρεία ακτίνα δράσης. Τέτοιες ήταν ομάδες όπως του Παυλάκου στη Λακωνία, του Μαγγανά στη Μεσσηνία (η οποία για ένα διάστημα «κλήθηκε» και στην Αργολίδα) ή του Σούρλα στη Θεσσαλία. Οι ομάδες αυτές από ένα σημείο και έπειτα φαίνεται πως λειτούργησαν ως καθαρά εγκληματικές οργανώσεις που αναλάμβαναν δολοφονίες για λογαριασμό τρίτων και προέβαιναν σε εκβιασμούς. Στη Μεσσηνία μάλιστα, φαίνεται πως ορισμένες από τις ομάδες αυτές επιδόθηκαν μέχρι και σε λαθρεμπόριο χασίς. Ορισμένα από τα χειρότερα εγκλήματα της περιόδου οφείλονται στις ομάδες αυτές. Μια τέτοια περίπτωση είναι η περίπτωση της Βαμβακούς στη Λακωνία, όπου στις 9 Οκτωβρίου 1946 ομάδα Χιτών του περιβόητου Παυλάκου εκτέλεσε στην πλατεία του χωριού 28 άτομα ηλικίας 16 με 75 ετών, ανάμεσα στα οποία και τέσσερις γυναίκες, σε αντίποινα για το φόνο 6 χιτών από αντάρτες.
Αντίθετα από τις ομάδες αυτές, ο μεγάλος όγκος των ομάδων της Δεξιάς συγκροτείται σε ερασιτεχνικό
και στενά τοπικό επίπεδο. Εκατοντάδες, κυριολεκτικά, συμμορίες σχηματίζονται σε ολόκληρη τη χώρα
με βάση συγκεκριμένα χωριά, αποτελώντας ένα μαζικό φαινόμενο που δεν έχει ακόμα μελετηθεί
συστηματικά. Οι πρακτικές της βίας των ομάδων αυτών πήραν μια μορφή τελείως διαφορετική.
Πρόκειται για έναν τύπο βίας που δεν είναι ούτε γραφειοκρατικός ούτε απρόσωπος ούτε ψυχρός,
αλλά έντονα τοπικός, διαπροσωπικός και συγκινησιακά φορτισμένος, θύματα και θύτες συχνά
γνωρίζονται μεταξύ τους, ο φόνος γίνεται μέσα ή κοντά στο χωριό (συνήθως νύχτα), και ο πιο
συνηθισμένος τρόπος δολοφονίας είναι ο ξυλοδαρμός. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, πως ενώ η βία
αυτή είναι τοπική, η μορφή που παίρνει (π.χ, ο ξυλοδαρμός) συναντάται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το
κυρίαρχο κίνητρο φαίνεται πως είναι η εκδίκηση, γι΄ αυτό και η ανάλυση της λευκής βίας δεν μπορεί
να αποδεσμευτεί απ' αυτήν της κόκκινης βίας.
Η εκδικητική φυση των φόνων αυτών δεν τους δικαιολογεί βέβαια ούτε και εξηγεί την εξάπλωση τους, η οποία βασίζεται στην ανοχή ή και στη συνεργασία των κρατικών αρχών. Επιτρέπει όμως την κατανόηση της συγκεκριμένης μορφής που παίρνουν.
==Συμπεράσματα==
Αν για ορισμένους Έλληνες ο Εμφύλιος του 1947-1949 αποτελεί το αποκορύφωμα της αδελφοκτόνος σύρραξης για άλλους το αποκορύφωμα αυτό έχει έρθει αρκετα χρόνια πριν, το 1943-1944΄ κι αν κάποιες περιοχές βρίσκονται μέσα οτην «καρδιά του κοκλώνα» και καταθέτουν τεράστιο φόρο αίματος, άλλες καταφέρνουν να ξεπεράσουν την περίοδο αυτή με σχετικά περιορισμένες πληγές. Με άλλα λόγια, ο βίαιος διχασμός της τοπικής κοινωνίας είναι γεωγραφικά και χρονικά προσδιορισμένος. Η ανάλυση αυτής της πολυμορφίας αποτελεί επομένως το κεντρικό ερμηνευτικό ερώτημα για τη βία στον ελληνικό εμφύλιο (και τους εμφύλιους γενικότερα).
Από την άλλη πλευρά, η πολυμορφία αυτή συμβαδίζει με μια ομοιομορφία μορφών και πρακτικών,
τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η βία των παρακρατικών
οργανώσεων της Δεξιάς το 1945-1947 αν και αποκεντρωμένη παρουσιάζει έντονες ομοιότητες σε
ολόκληρη την Ελλάδα, ομοιότητες που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκλίνουν στην πρακτική του
ξυλοδαρμού, δείχνει την ύπαρξη μιας ενιαίας λογικής.<ref>https://stathiskalyvas.files.wordpress.com/2017/03/morfes.pdf</ref>
▲== Παραπομπές ==
▲<references />
==Πηγές==
{{Refbegin|}}
|