Φυσικό πρόσωπο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Δεν είναι υποχρεωτικό η γυνεκα είτε άντρας να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως φυσικό πρόσωπο
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 62.1.101.37 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό Sotkil
Ετικέτα: Επαναφορά
 
Γραμμή 2:
'''Φυσικό πρόσωπο''' καλείται από το [[Δίκαιο]] κάθε άνθρωπος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο [[δικαίωμα|δικαιωμάτων]] και υποχρεώσεων, ανεξάρτητα γένους, ηλικίας, εθνικότητας και θρησκείας.
Μόνο ο άνθρωπος θεωρείται "φυσικό πρόσωπο", σε αντιδιαστολή με το [[Νομικό πρόσωπο]].
==Έναρξη ε==
Το "φυσικό πρόσωπο" αρχίζει να υπάρχει από την γέννησή του και παύει με τον θάνατό του( όταν η γυναίκα ειται άντρας να δηλώνουν τον εαυτό τους ως " φυσικό πρόσωπο"). Δυνατόν όμως είναι καίτοι να μην έχει αποδεδειγμένα επέλθει ο θάνατος, κάποιο φυσικό πρόσωπο να θεωρηθεί από το Δίκαιο ως «μή υπάρχον». Τέτοια περίπτωση είναι η [[αφάνεια]]. Δηλαδή σε περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος εξαφανισθεί υπό συνθήκες κινδύνου (π.χ. [[ναυτικό ατύχημα]]) με μεγάλη πιθανότητα του θανάτου του ή αν από μακρού χρόνου απουσιάζει χωρίς είδηση, μπορεί με δικαστική απόφαση να κηρυχθεί άφαντος, οπότε και ο νόμος τον θεωρεί κατά πλάσμα αποθανόντα.
==Ικανότητα δικαίου==
Ο κάθε άνθρωπος από τη γέννησή του και ως το θάνατό του έχει ικανότητα Δικαίου, την ικανότητα δηλαδή να είναι υποκείμενο [[δικαίωμα|δικαιωμάτων]] και υποχρεώσεων. Προς την ικανότητα Δικαίου αντιδιαστέλλεται η ικανότητα προς [[δικαιοπραξία]], η ικανότητα δηλαδή να διαθέτει αυτοβούλως τα δικαιώματά του και να αναλαμβάνει αυτοβούλως υποχρεώσεις. Η πλήρης ικανότητα προς δικαιοπραξία αναγνωρίζεται στους ανθρώπους με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. Μέχρι το 18ο έτος ο άνθρωπος είναι είτε ανίκανος για δικαιοπραξία είτε περιορισμένα ικανός (μπορεί να διαθέσει ορισμένα δικαιώματα και να αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις). Οι ανίκανοι για δικαιοπραξία μπορούν να εκποιούν δικαιώματα και να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις μόνο μέσω του νομίμου αντιπροσώπου τους (συνήθως των γονέων, εκτός αν έχει οριστεί άλλος). Ο περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας στοχεύει στην προστασία των ανηλίκων από την ανάληψη υποχρεώσεων, την έκταση των οποίων δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν. Ενήλικοι μπορεί να είναι ανίκανοι για δικαιοπραξία, αν κηρυχθούν με δικαστική απόφαση σε [[δικαστική συμπαράσταση]]. Η κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση γίνεται κυρίως σε περιπτώσεις ψυχικών νόσων που δεν επιτρέπουν στο άτομο να έχει συνείδηση των πράξεών του. Η δικαστική απόφαση οφείλει να ορίζει και το νόμιμο αντιπρόσωπο, το δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος θα διενεργεί πράξεις στο όνομα του αντιπροσωπευομένου.