Αρμενική Αποστολική Εκκλησία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε μεγάλη προσθήκη Οπτική επεξεργασία
Γραμμή 18:
 
Σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρεται ως '''Γρηγοριανή Εκκλησία''', ωστόσο η ονομασία αυτή δεν προτιμάται από την ίδια την Εκκλησία, καθώς θεωρεί τους Απόστολους Βαρθολομαίο και Θαδδαίο ως τους ιδρυτές της, ενώ τον [[Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής|Άγιο Γρηγόριο τον Φωτιστή]] ως τον πρώτο της επίσημο προκαθήμενο.
 
1. Ίδρυση και οργάνωση της Εκκλησίας της Αρμενίας
 
      Οι Αρμένιοι, κατά την παράδοσή τους, δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από τους αποστόλους Θαδδαίο ή Λεβαίο και Βαρθολομαίο, οι οποίοι θεωρούνται ιδρυταί της Αρμενικής Εκκλησίας. Φαίνεται πράγματι ιστορικώς αληθές ότι ο Χριστιανισμός διεδόθη στην Αρμενία κατά τους αποστολικούς ήδη χρόνους, χωρίς να διακοπεί στη συνέχεια η παρουσία του εκεί, μολονότι η διάδοσή του περιορίσθηκε σε μικρό αριθμό κοινοτήτων, χωρίς εμφανή και γνωστή ιστορικά εκκλησιαστική οργάνωση.
 
     Η περιορισμένη αυτή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αρμενία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δικαιολογεί την δράση κατά τον 3ο αιώνα του μεγάλου αγίου των Αρμενίων, του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος εργάσθηκε δραστήρια για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων και την οργάνωση της Εκκλησίας με τη βοήθεια Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι τον συνόδευσαν, μετά την χειροτονία του σε επίσκοπο από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιο, το έτος 302. Στην Καισαρεία είχε καταφύγει ο Γρηγόριος νωρίτερα, όπου έλαβε ελληνική μόρφωση και έγινε Χριστιανός, διασωθείς μόνον αυτός εκ των μελών της οικογενείας του από τη σφαγή των Περσών, οι οποίοι κατέλαβαν την Αρμενία κατά το πρώτο μισό του τρίτου αιώνος και επέβαλαν δια της βίας τον Παρσισμό. Το ιεραποστολικό του έργο στην Αρμενία, όπου επέστρεψε, άρχισε ο Γρηγόριος το 261 μ.Χ., είχε δε τόση επιτυχία ώστε εκέρδισε στην χριστιανική πίστη τον ηγεμόνα της Αρμενίας Τιριδάτη Γ', ο οποίος κατέστησε το 301 τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αρμενίας. Έγινε έτσι η Αρμενία το πρώτο χριστιανικό κράτος, και πήρε σ' αυτό τα πρωτεία από την μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία σε λίγα χρόνια κατά θεία ασφαλώς ρύθμιση και παρακίνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου θα αναγνωρίσει τον διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία και θα γίνει το πρώτο και μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία οικουμενικό χριστιανικό κράτος.
 
      Ο Γρηγόριος έγινε πάντως ο "Φωτιστής" των Αρμενίων, όπως έμεινε γνωστός στην εκκλησιαστική συνείδηση και στην ιστορική μνήμη, συνδέσας την Αρμενική Εκκλησία μέσω της Καισαρείας της Καππαδοκίας, από την οποίαν επί μακρόν εξηρτάτο, με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η οποία απέκτησε κατά τα μέσα του 4ου αιώνος το εκκλησιαστικό της Κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, τον ευκλεή της οποίας θρόνο εκόσμησε και υπερεκλέισε ο Μέγας εν σοφοίς και θεολόγοις και πατριάρχαις Φώτιος, το πρόσωπο και το έργο του οποίου προσπαθούμε να φωτίσουμε κατά το παρόν λαμπρό όντως συνέδριο. Η εντύπωση από την επιτυχία του έργου του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού στην Αρμενία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έκαμε τον Μ. Αθανάσιο να γράψει περί το 318 ότι φαίνεται ο θρίαμβος του Χριστού, από το ότι υπέταξε τους λαούς των απρόσιτων χωρών, όπως της Αρμενίας<sup>1</sup>.
 
      Μέχρι της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (451), οι Αρμένιοι είναι μέλη της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συμμετέχουν με εκπροσώπους των στις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τις αναγνωρίζουν ως οικουμενικές, και αναπτύσσουν την λατρεία, την θεολογία, τον Μοναχισμό, την διοίκηση κατά ενιαίο προς τις άλλες εκκλησιές τρόπο. Μετά την εκ νέου υποταγή της χώρας τους στους Πέρσες το 428 και την μετατροπή της σε περσική επαρχία ο μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ο Μέγας (378-439) ενισχύει τις εσωτερικές αντιδράσεις στην ξενική κατοχή, τονώνοντας με εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις την αυτοσυνειδησία των Αρμενίων, ιδιαίτερα μάλιστα με την υποστήριξη του Μεσρώπ Μασδότζ στο να δημιουργήσει το αρμενικό αλφάβητο από 36 γράμματα και να θέσει έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της Αρμενικής Φιλολογίας. Ο Μεσρώπ, ο δημιουργός της εθνικής γλώσσης των Αρμενίων στην οποία μετέφρασε την Αγία Γραφή και τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, με βάση ελληνικά και συριακά πρωτότυπα, έγινε στη συνέχεια καθολικός (πατριάρχης) των Αρμενίων και πέθανε το 440, ένδεκα μόνον χρόνια πριν από την Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αποτελεί το χωριστικό ορόσημο στις σχέσεις των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
 
 
2. Ο χωρισμός από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
 
      Απασχολημένοι οι Αρμένιοι σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Περσών ακόμη και κατά την διάρκεια των εργασιών της Δ' Οικουμενικής Συνόδου δεν έλαβαν μέρος στις θεολογικές διεργασίες επί του χριστολογικού ζητήματος ούτε, είχαν οι ίδιοι άμεση γνώση των θεολογικών τάσεων και προβληματισμών που οδήγησαν την Σύνοδο να καταδικάσει τον Μονοφυσιτισμό του Ευτυχούς και να επαναλάβει την καταδίκη του Νεστορίου.
 
      Διεμόρφωσαν την γνώμη, παρασυρθέντες από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος με την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού ολίσθησε στον χωριστικό δυοφυσιτισμό του Νεστορίου, που αποτελεί τον αντίποδα του Μονοφυσιτισμού, ενώ και από τον όρο ακόμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει ότι αυτή εβάδισε την μέση και βασιλική οδό, ανάμεσα στην διαιρετική Χριστολογία του Νεστορίου και την συγχυτική του Ευτυχούς, κατοχυρώσασα την ορθόδοξη ενωτική Χριστολογία της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως των δύο αυτού φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Απομονώνουν και παρερμηνεύουν την γνωστή φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας ''«μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη»'' και πιστεύουν ότι η σύνοδος εγκατέλειψε την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου και παρασυρθείσα από την νεστοριανίζουσα διδασκαλία του αγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ακύρωσε την Γ' Οικουμενική Σύνοδο και επανάφερε τον Νεστοριανισμό, τον οποίο σημειωτέον καταδικάζει η Σύνοδος μαζί με τον Ευτυχιανισμό.
 
      Είναι πάντως γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός και η απόρριψη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου επεκράτηοαν στην Αρμενία, αφού κατοχυρωθήκαν και με αποφάσεις συνόδων Αρμενίων επισκόπων εις Βαγκαρσαπάτ το 491 και εις Δοβέν το 527 (ή το 535 κατ' άλλους), μολονότι υπήρξαν μεταξύ των Αρμενίων και υπέρμαχοι της συνόδου της Χαλκηδόνος, όπως ο Καθολικός Ιωάννης ο Mandakuni (478-490) και μετά από αυτόν άλλοι Καθολικοί, οι οποίοι, σε επανειλημμένες ενωτικές απόπειρες που έγιναν μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσαν την Δ' Οικουμενική σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό. Οι ενωτικές αυτές προσπάθειες, μολονότι δεν οδήγησαν τελικώς στην ένωση των Αρμενίων συνολικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στο να ενταχθούν και να παραμείνουν εντός των κόλπων της Εκκλησίας σημαντικός αριθμός Αρμενίων. Στις ορθόδοξες π.χ. μονές της Παλαιστίνης από τον 6ο αιώνα, εγκαταβιούν πολλοί Αρμένιοι<sup>.</sup> ο μοναχός Νίκων ο Μαυρορείτης (11ος αιών) παραδίδει ότι ο άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος επέτρεψε στους Αρμενίους μοναχούς ''«εν τη των Αρμενίων διαλέκτω ψάλλεσθαι την ακολουθίαν»,'' εκτός από τον τρισάγιο ύμνο, που έπρεπε να ψάλλεται στα ελληνικά, για να αποφευχθεί η πιθανότης προσθήκης της θεοπασχιτικής φράσεως «ο σταυρωθείς δι' ημάς» του Πέτρου Γναφέως. Αρκετοί Αρμένιοι που ζούσαν σε ελληνικά κέντρα δεν ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό, αλλά έμειναν Ορθόδοξοι ενώ άλλοι επανήλθαν στην Ορθοδοξία όπως ήδη ελέχθη. Όλοι αυτοί ονομάσθηκαν Ελληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Από τους Αρμενίους αυτούς Ορθοδόξους προέρχονται οι αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι του Βυζαντίου, ως και πολλοί άγιοι της Εκκλησίας. Αρμένιοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι επιζήσαντες μέχρι και των σφαγών του 1915 Χαϊχουρούμ (Αρμενορωμαίοι) είναι Αρμένιοι Χαλκηδονίτες, Αρμένιοι δηλαδή ως προς την καταγωγή και Ρωμαίοι, Ρωμηοί, ως προς την πίστη, ενώ από Έλληνες ιστορικούς διατυπώνεται η άποψη ότι είναι απλώς αρμενόγλωσσοι Έλληνες, ελληνικής δηλαδή καταγωγής Ορθόδοξοι, που μόνον γλωσσικά συνδέονται με τους Αρμενίους, απομεινάρια στρατιωτών του Ξενοφώντος και του Μεγάλου Αλεξάνδρου<sup>2</sup>.
 
 
3. Σταθερή η αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών
 
      Οι μη Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι, οι απορρίπτοντες δηλαδή την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, και μαζί μ' αυτήν και όλες τις επόμενες οικουμενικές συνόδους, αυτονόητα και σταθερά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, μετά την απόσχισή τους, εντάσσονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στους Μονοφυσίτες και χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί. Την ίδια αντιμετώπισή τους, όπως θα δούμε, βρίσκει κανείς και στον Μέγα Φώτιο, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να επαναφέρει μεγάλη μερίδα Αρμενίων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι αναγνωρίζουν τον Μονοφυσιτισμό τους, αντιπαραθέτοντάς τον προς τον Ορθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τον οποίο θεωρούν αιρετικό, γιατί τον ταυτίζουν με τον χωριστικό Δυοφυσιτισμό του Νεστορίου<sup>3</sup> . Για την σταθερή αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών ενδεικτικώς μόνον αναφέρουμε τα εξής. Στις κανονικές αποκρίσεις του Ιωάννου, επισκόπου Κίτρους, προς τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντίνο Καβάσιλα, ο οποίος περί το τέλος του 12ου αιώνος, ρώτησε ''«ει έξεστι τοις Αρμενίοις εν αις πόλεσιν οικούσι, κατά πάσαν άδειαν κτίζειν Εκκλησίας, και είτε χρη κωλύεσθαι ή εάν αυτούς ποιείν ως βούλονται»'', περιλαμβάνεται απάντηση, η οποία από τη μία πλευρά φανερώνει το υπερφυλετικό οικουμενικό πνεύμα του Βυζαντίου, από την άλλη όμως δείχνει και την σωτηριολογική, από γνήσια χριστιανική αγάπη προερχόμενη, στάση της αποφυγής αναμείξεως Ορθοδόξων και αιρετικών, ώστε, όπως γράφει το κείμενον, ''«τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται<sup>.</sup> ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται, ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε»''. Η ενδιαφέρουσα αυτή απάντηση στο σύνολό της έχει ως εξής: ''«Εν ταις Χριστιανών χώραις και πόλεσιν ενδέδοται μεν αρχήθεν οικείν και αλλογλώσσους, και ετεροδόξους, ήγουν Ιουδαίους, Αρμενίους, Ισμαηλίτας, Αγαρηνούς, και λοιπούς τοιούτους<sup>.</sup> πλην ουκ αναμίξ μετά των Χριστιανών, αλλά κεχωρισμένως<sup>.</sup> όθεν και αφορίζονται τόποι εκάστη τούτων φυλή είτε εντός πόλεων, είτε εκτός, ώστε τούτοις εμπεριγράφεσθαι, και μη επέκεινα τούτων τας οικήσεις αυτών εκτείνεσθαι. Επινενόηται δε τούτο τοις πάλαι βασιλεύσιν, ως οίμαι, τριών ένεκεν<sup>.</sup> ενός μεν, ίνα τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν, ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται<sup>.</sup> ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν, δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται<sup>.</sup> ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε<sup>.</sup> και του τρίτου, ίνα τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτών οι κατά βίον χρήζοντες αυτών αποφέρωνται. Τοίνυν και οι Αρμένιοι, ει εν τόπω, ένθα περιγράφονται, και ναούς κτίζουαι, και τα της αιρέσεως αυτών εκτελούσι, μενούσιν ανεπηρέαστοι<sup>.</sup> το αυτό γαρ και Ιουδαίοις πρόσεστι, και Ισμαηλίταις, οικούσιν εν πόλεσι χριστιανικαίς<sup>.</sup> ει δε τους όρους υπερβαίνουσι της αφορισθείσης αυτοίς συνοικήσεως, ου μόνον αυτοί κωλυθήσονται, αλλά και τα οικοδομήματα τούτων, οποία δ' αν και ώσι, καταστραφήσονται<sup>.</sup> το γαρ ανέτως έχειν και ευπαρρησιάστως εν τοις τοιούτοις, πάλαι απώλεσαν»<sup>4</sup>.''
 
     Η κρατήσασα αυτή συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των Αρμενίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο γνωστός ιστορικός αρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στο εγχειρίδιο της ''Εκκλησιαστικής Ιστορίας'', αφού διαπιστώνει ότι στη Συρία, όπου κατ' αρχήν είχε επικρατήσει ο Νεστοριανισμός, ''«την θέσιν του κατέλαβεν η αντίθετος αιρετική διδασκαλία, ο μονοφυσιτισμός»''<sup>5</sup>, εντάσσει σ' αυτόν και την ακραία του έκφραση από τον Ευτυχή, τον οποίο σημειώτεον δεν έχουν δυσκολία να καταδικάσουν οι Αρμένιοι και άλλοι αντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες με αυτό τους Ορθοδόξους σε εσφαλμένες εκτιμήσεις πως τάχα δεν είναι Μονοφυσίτες, αλλά και τον μετριοπαθή του Σεβήρου, τον οποίο τιμούν ως άγιο και διδάσκαλο, παραμένοντες έτσι μετριοπαθείς έστω Μονοφυσίτες. Αρχίζοντας δε την περί Αρμενίων ενότητα ο Στεφανίδης γράφει<sup>.</sup> ''«Οι Αρμένιοι, πλην των μονοφυσιτικών ιδεών, έχουσι και τας επομένας διαφοράς»'', τις οποίες στη συνέχεια αναφέρει<sup>6</sup>.
 
==Σημειώσεις==