Οδύσσεια (Καζαντζάκης): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 18:
Μια τρικυμία φέρνει το πλοίο του Οδυσσέα στην [[Κρήτη]], όπου βασιλεύει ο [[Ιδομενέας]]. Το βασίλειο είναι σε παρακμή και ο ίδιος ο Ιδομενέας υποφέρει από ανικανότητα. Ο βασιλιάς ανεβαίνει στο ιερό βουνό για να επικοινωνήσει με τον θεό-Ταύρο και να ανακτήσει τις χαμένες του δυνάμεις. Στο παλάτι κατά την επιστροφή του πρόκειται να τελεστεί ένα ιερό όργιο, όπου ο βασιλιάς-ταύρος θα συνουσιαστεί με μια βασίλισσα-δαμάλα. Αυτή θα είναι η Ελένη, που ο Οδυσσέας τοποθετεί στο θρόνο. Ο λαός συμμετέχει στο όργιο. Κατά τα [[Ταυροκαθάψια|ταυροκαθάψια]] σκοτώνεται από τον ταύρο η μία κόρη του βασιλιά, η ''Κρινώ''. Ο Οδυσσέας σμίγει ερωτικά με μιαν άλλη κόρη του Ιδομενέα, τη ''Δίχτεννα'', ενώ μια τρίτη κόρη, η ''Φίδα'' συνωμοτεί με έναν ξανθό βάρβαρο κατά του ίδιου του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια του οργίου ένας άλλος βάρβαρος συνουσιάζεται με την Ελένη (η οποία μαζί του θα αποκτήσει έναν γιο). Ο Οδυσσέας συνεννοείται με τους συνωμότες για να συντρίψουν τον παλιό στείρο πολιτισμό που δεν μπορεί πλέον να αναγεννηθεί. Περνά λίγος καιρός. Στην αυλή του παλατιού εορτάζεται ο ερχομός της άνοιξης. Το ίδιο βράδυ οι συνωμότες βάζουν φωτιά στο παλάτι, ενώ οι δούλοι του παλατιού στασιάζουν. Παράλληλα επιτίθενται οι βάρβαροι επιδρομείς από τη θάλασσα. Η Φίδα σκοτώνει τον πατέρα της, Ιδομενέα, και μετά πέφτει νεκρή, κονταροχτυπημένη από έναν σωματοφύλακα του βασιλιά. Νεκρός έχει πέσει κατά τη διάρκεια της μάχης στο λιμάνι και ο Στρειδάς. Ο Οδυσσέας θάβει την Φίδα και τον Στρειδά, βάζει για βασιλιά της Κρήτης τον Καρτερό (που κι αυτός είναι ένας ξανθός βάρβαρος), αποχαιρετά την Ελένη (που είναι έγκυος από τον άλλο βάρβαρο), παίρνει τη Δίχτεννα μαζί του και αναχωρεί για την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] με τους συντρόφους που του απομένουν. Μόλις φτάνουν ο Οδυσσέας εγκαταλείπει τη Δίχτεννα. Σκοπός του είναι τώρα να βρει τις πηγές του [[Νείλος|Νείλου]].
 
Το πλοίο του Οδυσσέα ανεβαίνει τον Νείλο μέχρι την [[Ηλιούπολις (Αίγυπτος)|Ηλιούπολη]]. Ο Οδυσσέας ανασκάπτει, μετά από ένα όνειρο, τον τάφο ενός νεκρού φαραώ και παίρνει τα πλούσια [[Κτερίσματα|κτερίσματα]], τα οποία όμως την άλλη μέρα πετά στο Νείλο, για να μην εκμαυλιστούν, αυτός και οι σύντροφοί του, από τα πλούτη. Η Αίγυπτος είναι και αυτή σε κρίση. Η Πείνα βασιλεύει κι εδώ. Ομοίως οι βάρβαροι ελλοχεύουν επίσης. Ο βασιλιάς είναι νεαρός και καλόβουλος, αλλά όχι δυναμικός. Όταν φτάνουν στην πρωτεύουσα, ο Οδυσσέας αποφασίζει να δράσει, κινούμενος από μιαν εσωτερική φωνή. Αφήνει για λίγο τους συντρόφους του, ενώ ξεσπά η κοινωνική αναταραχή. Πρωτοστατούν μια Εβραία, η ''Ράλα'', ένας εργάτης, ο ''Γέρακας'', ένας χωρικός, ο ''Μπούρμπουλας'' και ένας επαναστάτης, ο ''Νείλος'' (προτύπωση του [[Βλαντίμιρ Λένιν|Λένιν]]). Όλοι τους συλλαμβάνονται και αιχμαλωτίζονται, μαζί με τον Οδυσσέα. Ο βασιλιάς, θέλοντας να τους κατανοήσει, βγάζει τον Οδυσσέα και τη Ράλα από τη φυλακή και τελικά τους αφήνει ελεύθερους. Ο Οδυσσέας γυρνά στο πλοίο του. Επιτίθενται τώρα οι βάρβαροι και ο Οδυσσέας πάει με το μέρος τους. Τα στρατεύματα του φαραώ όμως αντεπιτίθενται. Η Ράλα σκοτώνεται και οι βάρβαροι νικιούνται. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του αιχμαλωτίζονται. Στη φυλακή ο Οδυσσέας σκαλίζει το τρομερό προσωπείο του νέου θεού του. Φορώντας το χορεύει τόσο τρομαχτικά μπροστά στον φαραώ (ο οποίος είχε ζητήσει να τον δει), που ο νεαρός ηγεμόνας τον αφήνει να πάρει τους συντρόφους του και να φύγει από την Αίγυπτο. Ο Οδυσσέας φαντάζεται ότι βγαίνει από τον Άδη. Τον ακολουθεί ένα μπουλούκι από ανθρώπους της κατώτατης τάξης, ακόμα κι εγκληματίες. Σκοπός του τώρα είναι η θεμελίωση της ιδανικής Πολιτείας: είναι ένα κάστρο, που είδε στο όραμά του και που θα το φτιάξει με τους συντρόφους του. Πορεύονται μέσω της ερήμου προς το νότο. Υποφέρουν από δίψα και πείνα. Στασιάζουν κατά του Οδυσσέα. Αντιμετωπίζουν την επίθεση και τον δόλο των μαύρων Αφρικανών, αλλά ξεφεύγουν λόγω της εξυπνάδας του Οδυσσέα, ο οποίος μοιράζεται μαζί τους το όραμα του νέου θεού του, που τους συναρπάζει.
 
Ο Πέτρακας χωρίζεται από τους συντρόφους και κινδυνεύει από ανθρωποφάγους, σώζεται όμως εντυπωσιάζοντάς τους με τον χορό του και αυτοί τον κάνουν βασιλιά στο χωριό τους. Ο Οδυσσέας με τους λοιπούς συντρόφους του φτάνουν σ' ένα άλλο χωριό. Ο Σουραύλης, που έχει μόλις σκαλίσει το ξόανο του θεού του, στέλνεται για να πάρει προμήθειες. Οι ντόπιοι μαύροι εντυπωσιάζονται από το ξόανο. Γίνονται διάφορα θαύματα, που κάνουν και τον ίδιο τον Σουραύλη να προσκυνήσει ως θεό το ξόανο που έφτιαξε. Τώρα ο Οδυσσέας έχει για συντροφιά μια λεοπάρδαλη, δώρο του Χάλικα. Ξεκινούν νέα πορεία. Περνούν από το χωριό του Πέτρακα, που αρνείται να τους ακολουθήσει προτιμώντας να μείνει βασιλιάς των μαύρων. Ανακαλύπτουν τις πηγές του Νείλου. Ο Οδυσσέας στοχάζεται τους νόμους της ιδανικής πολιτείας που θα ιδρύσει. Ανεβαίνει με μόνο συντροφιά του τη λεοπάρδαλη στην κορυφή ενός βουνού όπου έχει ένα όραμα θεού που διαπερνά σα φλόγα όλο το σύμπαν. Αντιμετωπίζει και τον πειρασμό υπό τη μορφή ενός φιδιού που τον περιγελά γιατί ακόμη δεν έθεσε σε εφαρμογή το όραμά του. Κατεβαίνοντας από το βουνό ο Οδυσσέας βρίσκει την ομάδα του διασπασμένη σε δύο αντίπαλες παρατάξεις με επικεφαλής τον Κένταυρο και τον Χάλικα. Τους συμφιλιώνει, αρχίζει το χτίσιμο της πολιτείας και διδάσκει τους καινούργιους αυστηρούς νόμους στους μέλλοντες κατοίκους της. Γίνονται εορτασμοί. Όμως η φύση δίνει κακά προμηνύματα. Φτάνει ο Πέτρακας, που γυρεύει να ενωθεί με τους συντρόφους του ενόψει της επερχόμενης καταστροφής. Γίνεται έκρηξη ηφαιστείου συνοδευόμενη από τρομερό σεισμό και η νεόχτιστη πολιτεία γκρεμίζεται. Ο Κένταυρος καταπλακώνεται σώζωντας από βέβαιο θάνατο τον Οδυσσέα και ο Πέτρακας, που σαν βιγλάτορας κατεύθυνε προς τη σωτηρία τον λαό, απανθρακώνεται από την πύρινη βροχή. Ο Οδυσσέας, τώρα σε απόγνωση, παραχωρεί την αρχηγία του λαού στον Χάλικα και αναχωρεί. Γίνεται πάλι ασκητής. Δίχως ελπίδα πλέον, νιώθει απόλυτα ελεύθερος. Δεν υπάρχει γι' αυτόν πια κανένας θεός. Τρομάζει με τα λόγια αυτά τους προσκυνητές που φτάνουν να τον δουν.
 
Ο Οδυσσέας στην άκρη του γκρεμού ενός βουνού, όπου βρίσκεται, γνωρίζει την απόλυτη ελευθερία. Τα πάντα είναι όνειρο, ένα παιχνίδι του μυαλού, που φτιάχνει τη μια στιγμή μορφές και την άλλη τις εξαφανίζει. Ο νους του Οδυσσέα υλοποιεί πλάσματα της φαντασίας του, πέραν του καλού και του κακού, που συμετέχουν σ' ένα μεγάλο δρώμενο που εξυμνεί το θαύμα της ζωής. Μετά τα πάντα σβήνουν. Ξημερώνει. Ο ήρωας, ξαλαφρωμένος, μέσω της τέχνης αυτής του νου του, κατεβαίνει από το όρος. Ο κόσμος τού φαντάζει να είναι πλασμένος από τα ίδια του τα μάτια. Δράση και σκέψη συμφιλιώνονται μέσα του. Συνεχίζει την πορεία προς τον νότο μοναχός του. Συναντά τον Χάρο που έχει τη μορφή μεγάλου εντόμου. Ονειρεύεται την Ελλάδα. Συναντά τον Πειρασμό, που τον προτρέπει να αυτοκτονήσει. Συναντά μετά τον ''Μαναγή'' (προτύπωση του [[Βούδας|Βούδα]]), έναν νεαρό βασιλιά που τον βασανίζει το ζήτημα του θανάτου και γυρεύει τον λόγο του ασκητή-Οδυσσέα για να λυτρωθεί. Για τον Οδυσσέα ο θάνατος είναι το αλάτι που νοστιμίζει τη ζωή.. Γι' αυτό η αυτοκτονία δεν έχει νόημα. Οδυσσέας και Μαναγής μπαίνουν σε μια πόλη, όπου βρίσκουν μια ξακουστή πόρνη, τη ''Μαργαρώ'' που τους φιλοξενεί στον κήπο της. Η Μαργαρώ ακούει σαγηνευμένη τον Οδυσσέα και υπερθεματίζει ότιγια κανείςτο ότι πρέπει κανείς να χαίρεται κάθε στιγμή της ζωής μέχρι να πεθάνει. Ο Οδυσσέας συνεχίσει την πορεία μόνος του. Στο μέτωπό του εμφανίζεται το ''τρίτο μάτι'', αυτό της γνώσης. Εμφανίζεται ξανά ο Χάρος και ο Οδυσσέας του ζητά να του δώσει λίγο καιρό για να φτάσει στη θάλασσα και να φτιάξει 'εναένα πλοίο για το τελευταίο του ταξίδι. Έρχεται ένας άλλος ασκητής, που του ζητά παρηγορητικό λόγο και μετά πεθαίνει στα χέρια του. Ο Οδυσσέας φτάνει σε μια μεγάλη πολιτεία, όπου συναντά έναέναν μαύρο αοιδό (προτύπωση του ίδιου του Καζαντζάκη) που τραγουδά για τον ''Καπετάν Ελιά'', που πάνω στο βουνό κέρδισε τη λύτρωση. Ο Οδυσσέας του λέει ότι εκείνος για τον οποίον τραγουδούσε ήταν αυτός ο ίδιος, ο Οδυσσέας. Ο τραγουδιστής του απαντά ότι τραγουδά για τον εαυτό του. Έπειτα ο Οδυσσέας σώζει από τα χέρια των αγρίων, που ήθελαν να τον σουβλίσουν, τον ''Καπετάν Ένα'' (προτύπωση του [[Δον Κιχώτης|Δον Κιχώτη]], την τρέλα του οποίου θεωρεί συγγενική της δικής του. Μετά φτάνει στον πύργο ενός ηδονιστή άρχοντα που ζει μακριά από κάθε ταραχή και στον οποίον αντιπαραβάλλει τη δική του θέαση της ζωής, που είναι ο διαρκής αγώνας χωρίς ελπίδα. Περνά από ένα λαγκάδι, όπου βλέπει, σαν σε όραμα, έναν γέρο να κατασπαράζεται και να καταβροχθίζεται από τους γιους του, που ήθελαν να του κλέψουν τις γυναίκες του. Το θέαμα ταράζει τόσο τον Οδυσσέα που βάζει το κεφάλι του σ' έναν λάκκο νερό για να συνέρθει.
 
Φτάνει τέλος στη θάλασσα και την χαιρετά ως παλιά του γνώριμη. Ακούει τους ναύτες σε μια ταβέρνα να μιλούν για το [[Σέλας|πολικό σέλας]] και επιθυμεί να βρει τον θάνατο κάτω απ' το φως αυτό. Βλέπει κάποιους μαύρους να λατρεύουν έναν θεό που τους τον έκαναν γνωστό κάποιοι Κρήτες ναύτες: είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας. Μια πόρνη, η ''γριά Καλή'' τον φιλεύει ρόδια βλέποντάς τον να πεινάει. Αρχίζει να φτιάχνει το πλοιάριό του. 'Ενας ''απάρθενος ψαράς'' (προτύπωση του Ιησού) του μιλά για την αγάπη. Ο Οδυσσέας τον ακούει και αντιπαραβάλλει ξανά την δικιά του κοσμοθέαση. Η ώρα φτάνει που ο Οδυσσέας αποπλέει για τον [[Νότιος Πόλος|Νότιο Πόλο]], μέσα σε απόλυτη μοναξιά. Βλέπει το πολικό σέλας. Το πλοιάριό του, παρασυρμένο από τα δυνατά ρεύματα του [[Νότιος Ωκεανός|παγωμένου ωκεανού]], τσακίζεται σε κάτι βράχια. Φτάνει σ' ένα χωριό, στη μέση μιας φοβερής ερημιάς και παγωνιάς. Μόνη προσευχή προς τον θεό του του είναι να μη τον σκοτώσει. Περνά όλο τον χειμώνα με τους ντόπιους. Μόλις ο καιρός καλυτερεύει φτιάχνει ένα καινούργιο πλεούμενο από δέρματα φώκιας για να συνεχίσει την πορεία του προς τον νότο. Ξανοίγεται στη θάλασσα την ίδια ώρα που οι χωρικοί αναχωρούν με τα έλκηθρά τους. Ξάφνου η χιονισμένη πεδιάδα ανοίγει στα δύο και οι χωρικοί βρίσκουν το χαμό τους μέσα στο χάσμα. Ο Χάρος έρχεται πάλι και κάθεται στην πλώρη του της βάρκας του Οδυσσέα, ακριβώς αντικρύ του. Ο Οδυσσέας θυμάται την πολυτάραχη ζωή του. Βλέπει νοερά όποιους και όσα συνάντησε στο ταξίδι του να έρχονται για να τον αποχαιρετήσουν, είτε είναι πρόσωπα είτε ζώα και αντικείμενα είτε στοιχεία της φύσης είτε και σκέψεις ακόμα. Αποχαιρετά τους πάντες και τα πάντα πλέκοντάς τους εγκώμια. Ο Χάρος φεύγει. Ένα παγόβουνο του κλείνει το δρόμο και το πλοιάριό του ναυαγεί. Ολόγυμνος πέφτει στο νερό, σκαρφαλώνει πάνω στον πάγο. Καλεί όλους τους συντρόφους του που συνάντησε σε αυτό το ταξίδι του σε Σπάρτη, Κρήτη και Αφρική μέχρι τον Πόλο, τόσο τους ζωντανούς όσο και τους πεθαμένους και τους ετοιμοθάνατους. Έρχονται όλοι τους να παραβρεθούν στον θάνατό του. Έρχονται και πράγματα που αγάπησε στη ζωή του, φτάνει και ο σκύλος του ο [[Άργος (σκύλος)|Άργος]]. Τέλος εμφανίζονται οι τρεις του πρόγονοι: ο [[Τάνταλος]], ο [[Προμηθέας]] και ο [[Ηρακλής]]. Φτάνει και πάλι ο Πειρασμός. Το παγόβουνο μέλλει να είναι το τελευταίο πλοίο του Οδυσσέα.
 
<ref>Πρεβελάκης,''ό.π.'' σελ. 111-123. </ref>