Μελόδραμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{χωρίς παραπομπές}}
 
Ως '''Μελόδραμα''' χαρακτηρίζεται ένα [[Θέατρο|θεατρικό έργο]] ([[Δράμα (θέατρο)|δράμα]]) που έχει μελοποιηθεί, δηλαδή η απόδοση μιας δράσης ή ενός γεγονότος που γίνεται με [[ενορχήστρωση]] της μουσικής φωνής (τραγουδιού) και ηθοποιΐας[[wikt:ηθοποιία|ηθοποιία]]ς. Πρόκειται δηλαδή για το μουσικό θεατρικό είδος εκείνο που στη [[Γαλλική γλώσσα|γαλλική]] και στην [[ιταλική γλώσσα]] αποδίδεται με τον όρο [[Όπερα]]. Κατ΄ επέκταση, με τον αυτό όρο χαρακτηρίζεται επίσης ο [[θίασος]] και όλη η οργάνωση της απόδοσής του, καθώς και το [[θέατρο]] που προορίζεται γι' αυτήν. Συνεπώς το μελόδραμα είναι η ελληνική απόδοση του διεθνούς όρου Όπερα.
 
Το είδος αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην [[Ελλάδα]] τον [[Απρίλιος|Απρίλιο]] του [[1900]], με το έργο «Μποέμ» του [[Πουτσίνι]], από τον [[Διονύσιος Λαυράγκας|Δ. Λαυράγκα]], έπειτα από προετοιμασίες 2 ετών. Σε αυτό το έργο, καθώς δεν υπήρχαν τότε Ελληνίδες υψίφωνοι, τις θέσεις κάλυψαν (επ' αμοιβή, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου εργάσθηκαν αφιλοκερδώς) δυο Ιταλίδες καλλιτέχνιδες. Ακολούθως ο Λαυράγκας παρουσίασε μια δική του δημιουργία («Οι Αδελφοί»). Άλλοι βασικοί συντελεστές του ελληνικού μελοδράματος ήταν ο Λ. Σπινέλης (διευθυντής ορχήστρας) και ο Κ. Γεράκης, ο οποίος μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα τους «Μποέμ».