Μαθησιακές δυσκολίες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προσθέσαμε δύο ακόμα ορισμούς των μαθησιακών δυσκολιών και την συμβολή των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση τους.
Ο ορισμός αναλύθηκε περισσότερο και προστέθηκαν οι <<καλές >>πρακτικές για τη διδασκαλία παιδιών με προβλήματα μάθησης.
Γραμμή 4:
 
== Ένας ορισμός ==
Η πρώτη φορά που ο όρος ''μαθησιακή δυσκολία'' εμφανίζεται στη βιβλιογραφία της [[ειδική αγωγή|ειδικής αγωγής]] είναι το [[1963]], από τον Samuel Kirk (Hammill, 1990). Ο Kirk χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητες του να μάθει και την τελική του απόδοση. Από τότε έχει παραχθεί ένα μεγάλο σύνολο ορισμών ανάλογα με την κυρίαρχη αντίληψη κάθε εποχής σχετικά με τη φύση των μαθησιακών δυσκολιών. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει περατωθεί ακόμη: Η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια για βελτίωση του ορισμού. Ο ορισμός αυτός προτάθηκε από το National Advisory Committee of Handicapped Children των ΗΠΑ το[[1968]] και αποτέλεσε τη βάση της εκπαιδευτικής πολιτικής για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Ο ορισμός αυτός που βασίστηκε στις απόψεις του Kirk και διατυπώθηκε με την συμβολή του αναφέρει ότι Παιδιά με (ειδικές) [[μαθησιακές δυσκολίες]] παρουσιάζουν διαταραχή σε μία ή περισσότερες από τις ψυχολογικές διεργασίες που υπειρσέρχονται στην χρήση του προφορικού ή γραπτού λόγου. Αυτές μπορεί να εκδηλώνονται ως δυσκολίες στην πρόσληψη, στο συλλογισμό, στην ανάγνωση, στη γραφή, στην ορθογραφία ή στην αριθμητική. Περιλαμβάνουν καταστάσεις όπως αντιληπτικές ανεπάρκειες, εγκεφαλική βλάβη, ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία, δυσλεξία ή αναπτυξιακή αφασία. Δεν περιλαμβάνουν προβλήματα μάθησης που οφείλονται πρωτογενώς σε οπτικές, ακουστικές ή κινητικές ανεπάρκειες, σε νοητική καθυστέρηση, συναισθηματικές διαταραχές ή περιβαλλοντικές αντίξοες συνθήκες. <ref>{{Cite book|title=Μαθησιακές δυσκολίες–θέματα ερμηνείας και αντιμετώπισης|first=Μαίρη|last=Τζουριάδου|publisher=Προμηθεύς.|year=2011|location=Προμηθεύς|page=10}}</ref>
 
Ένας άλλος ορισμός είναι αυτός των Werner & Strauss, στην προσπάθεια τους να μελετήσουν τις εγκεφαλικές βλάβες <<εξωγενούς>> αιτιολογίας. Σύμφωνα με αυτούς, <<ένας μαθητής με εγκεφαλική βλάβη οριζόταν αυτός που πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη γέννηση απέκτησε μία βλάβη ή υπέφερε από φλεγμονή του εγκεφάλου.(Strauss & Lehtinen, 1947, σελ. 4).
Γραμμή 43:
* Λανθασμένη παραγόμενη ποσότητα [[νευροδιαβιβαστές|νευροδιαβιβαστών]] ή δυσλειτουργία στη χρήση τους.
 
== <<Καλές>> παιδαγωγικές πρακτικές για τη διδασκαλία παιδιών με προβλήματα μάθησης ==
Μετά την <<ανακάλυψη>> των μαθησιακών δυσκολιών ως ιδιαίτερου πεδίου ανεπάρκειας στις αρχές της δεκαετίας του '60, άρχισαν να δοκιμάζονται διάφορες παιδαγωγικές και διδακτικές προσεγγίσεις οι οποίες θεωρήθηκαν κατάλληλες για τα παιδιά αυτά. Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και με τη στροφή της διδακτικής στην προσέγγιση του γνωστικού συμπεριφορισμού δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη προγγραμάτων, στρατηγικών μάθησης και χρηματοδοτήθηκαν Πανεπιστημιακά, Ερευνητικά Ινστιτούτα, προκειμένου να δημιουργήσουν προγράμματα διδασκαλίας στρατηγικών κατάλληλα για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Στα προγράμματα αυτά δοκιμάστηκαν στρατηγικές επεξεργασίας των πληροφοριών, επίλυσης προβλημάτων κ.ά. Από την δεκαετία του '90 οι παιδαγωγικές και διδακτικές πρακτικές για παιδιά με προβλήματα μάθησης στράφηκαν στη διδασκαλία στρατηγικών ενσωματωμένων σε σχολικά αντικείμενα καθώς και στην άμεση διδασκαλία μέσα στην τάξη με διαφοροποίηση και προσαρμογές των αναλυτικών προγραμμάτων. Η διδασκαλία στην τάξη έπρεπε πλέον να λαμβάνει υπόψη και τις ανάγκες των μαθητών με δυσκολίες και το πρόγραμμα να διαμορφώνεται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται και στα παιδιά αυτά. Η προσέγγιση αυτήν περιλάμβανε κοινή διδασκαλία με τα παιδιά της τάξης στο μεγαλύτερο μέρος του σχολικού χρόνου και υποστηρικτική διδασκαλία στα μαθήματα που είχαν ανάγκη και κατά συνέπεια ακολούθησε τις αρχές που επικρατούσαν στην γενική εκπαίδευση του γνωστικού συμπεριφορισμού και του εποικοδομιτισμού.
 
Όσον αφορά την παιδαγωγική προσέγγιση που μπορεί να θεωρηθεί <<καλή>> παιδαγωγική πρακτική για τα παιδιά με προβλήματα μάθησης η απάντηση που μπορεί να δοθεί σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι <<εξαρτάται>>. Όμως, όποια προσέγγιση και αν επιλεγεί, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα βασικά χαρακτηριστικά των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, όπως διατυπώνονται σε όλους τους ορισμούς, δηλαδή την <<φυσιολογική>> νοημοσύνη τους και τις ανεπάρκειες σε ικανότητες και διεργασίες και πως αυτές αλληλεπιδρούν με το πλαίσιο κάθες συγκεκριμένου μαθητή. Η διδακτική μέθοδος που θα επιλεγεί εξαρτάται από το είδος της γνώσης που πρέπει να διαδχθεί και από το επίπεδο επάρκειας του μαθητή. Ο δάσκαλος για να συνδυάσει το περιεχόμενο με την διδακτική προσέγγιση πρώτα απ' όλα πρέπει να σκέφτεται πως αλλάζει η γνώση του μαθητή καθώς εξοικειώνεται με το περιεχόμενο. Ένας παράγοντας επίσης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου αφορά στις ίδιες τις απαιτήσεις του έργου που πρέπει να μάθει το παιδί. Με βάση το επίπεδο των γνωστικών δοεργασιών που απαιτούνται, μπορεί να χρειάζονται στρατηγικές από διάφορες προσεγγίσεις. Γενικά, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μία καλή διδαδικτική πρακτική είναι να εξασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή του παιδιού και την αλληλεπίδραση, την εφαρμογή και την ανατροφοδότηση. Οι παλιές αντιθέσεις μεταξύ των θεωρητικών πρέπει να παραμεριστούν, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις που ταιριάζουν στα παιδιά με προβλήματα μάθησης.
==Παραπομπές==
 
Εξάλλου, τα τελευταία κριτήρια του συνδυαστικού μοντέλου των μαθησιακών δυσκολιών, που πρότειναν οι εμπειρογνώμονες στην Λευκή Βίβλο 2010, δηλαδή η διατήρηση της ανταπόκρισης στην παρέμβαση ως κριτήριο για την παραπομπή ενός παιδιού, ο εντοπισμός διακύμανσης ικανότητας-επίγνωσης με τη χρήση γνωστικών και όχι νοητικών ψυχομετρικών κριτηρίων για τον καθορισμό της ικανότητας και η ανάδειξη ενός προφίλ δυνατοτήτων και αδυναμιών σε επίπεδο μαθησιακών ικανοτήτων και επίδοσης, μπορεί να οδηγήσει στη σφαιρική κατανόηση των παιδιών με δυσκολίες και του πλαισίου τους, έτσι ώστε να εφαρμοστούν οι βέλτιστες για τα παιδιά αυτά παιδαγωγικές πρακτικές. <ref>{{Cite book|title=Παιδαγωγικά Προγράμματα για Παιδιά με Δυσκολίες Μάθησης|first=Μαίρη, Ελένη|last=Τζουριάδου, Αναγνωστοπούλου|publisher=Προμηθεύς|year=2011|location=Θεσσαλονική|page=50-55}}</ref> <ref>{{Cite book|title=Μαθησιακές δυσκολίες: Θεωρία και πράξη|first=Μάριος, Μαρία|last=Μαρκοβίτης, Τζουριάδου|publisher=Προμηθεύς|year=2011|location=Θεσσαλονίκη|page=114-116}}</ref>
 
== Υποσημειώσεις/Παραπομπές ==
Hammill, D.D. (1990), A brief history of learning disabilities. Στο P. Myers & D.D. Hammill (Επιμ.) ''Learning disabilities: Basic concepts, assessment practices and instructional strategies'', Austin, TX: Pro-Ed.
(Strauss & Lehtinen, 1947, σελ. 4)
Γραμμή 57 ⟶ 63 :
[[Κατηγορία:Παιδική ηλικία]]
[[Κατηγορία: Συμβολή Εκπαιδευτικών]]
 
<references />
[[Κατηγορία:Διδακτικές Πρα]]
[[Κατηγορία:Θεωρία και Πράξη]]
[[Κατηγορία:Προβλήματα Μάθηση]]
[[Κατηγορία:Γνωστική Μάθηση]]