Πάπυρος (φυτό): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: th:กระดาษพาไพรัส
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Εικόνα:Kew.gardens.papyrus.plant.arp.jpg|thumb|200px|right|''Κύπειρος ο πάπυρος'']]
Ο '''Πάπυροςπάπυρος''' (λατ. ''papyrus'') είναι ένα υδρόβιο φυτό των βάλτων (''Cyperus papyrus'' και σε μτφρ. ''κύπειρος ο πάπυρος'') που παλαιότερα φύτρωνε στην κοιλάδα του [[Νείλος|Νείλου]], σε διάφορες περιοχές της [[Συρία|Συρίας]], στη [[Μεσοποταμία]] και στην [[Παλαιστίνη]], κοντά στη λίμνη [[Γεννησαρέτ]]. Υπό ευνοϊκές συνθήκες το φυτό φθάνει σε ύψος πέντε μέτρων.
 
Σήμερα, το βρίσκουμε την κοιλάδα του Άνω Νείλου, την [[Αβησσυνία]] και τα νερά της [[Ουγκάντα|Ουγκάντας]], ενώ το συναντούμε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη [[Σικελία]], κοντά στις [[Συρακούσες]]. Στα άλλα τμήματα του Νείλου, σε σχέση με το παρελθόν, ο πάπυρος βρίσκεται σε ελάχιστα μέρη.
Γραμμή 7 ⟶ 8 :
==Ετυμολογία του όρου==
 
Η λ.λέξη ''πάπυρος'' εισήλθε στην Ελληνική αρκετά αργά, κατά την ελληνιστική εποχή (πρωτοαπαντά σε κείμενα του Θεοφράστου, του Διοσκουρίδη κ.ά.). Το γεγονός ότι το ίδιο φυτό είχε γίνει γνωστό προηγουμένως στους Έλληνες υπό την ονομασία ''βύβλος / βίβλος'', δυσχεραίνει την παρακολούθηση της ακριβούς πορείας που διέγραψε η λέξη. Εικονογράμματα σημιτικής προελεύσεως φαίνεται να δηλώνουν τόσο τη ''βύβλο'' όσο και τον ''πάπυρο''.
 
Η καλύτερη ετυμολογική υπόθεση που έχει μέχρι τώρα διατυπωθεί είναι η αναγωγή σε αρχ. αιγυπτ. φρ. ''pa-pu-ro'', η οποία κατά βάσιν σημαίνει «βασιλικός, αυτός που ανήκει στο βασιλικό μονοπώλιο» και δηλώνει ότι το φυτό ανήκε στα προϊόντα μονοπωλίου τού Φαραώ<ref>G.H. Christensen, ''Orientalische Literaturzeitung,'' τεύχος 41, Berlin 1938, σελ. 204 κ.εξ.</ref>. Ωστόσο, μολονότι η εν λόγω εκδοχή παρατίθεται στα εγκυρότερα λεξικά τής Αρχαίας Ελληνικής, εξακολουθεί να μην είναι καθολικώς αποδεκτή από τους γλωσσολόγους.<ref>J. Knobloch, ''Lingua'' 26, 1971, σελ. 310<br>