Αντέκταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 1:
Αντέκταση ή αναπληρωτική έκταση (αγγλ. ''compensatory lengthening'', γερμ. ''Ersatzdehnung'') αποκαλείται στην ιστορική γλωσσολογία το φωνητικό φαινόμενο κατά το οποίο βραχύ φωνήεν που βρίσκεται προ συμφωνικού συμπλέγματος τρέπεται σε μακρό, αφού προηγουμένως απλοποιηθεί το συμφωνικό σύμπλεγμα, προκειμένου να αναπληρώσει την απώλεια του συμφώνου<ref>L. Campbell 2004:37· L. Trask 2007:80.</ref>. Η συγκεκριμένη μεταβολή εμφανίζεται σε διάφορες γλώσσες, αποτελεί όμως ιδιαίτερα συχνό φωνολογικό νόμο τής Αρχαίας Ελληνικής, ο οποίος ανήκει στις συνδυαστές ή εξαρτημένες μεταβολές, διότι εξαρτάται από το φωνητικό περιβάλλον<ref>Ε. Καραντζόλα & Α. Φλιάτουρας, 2004:60.</ref>.
 
Τον όρο ''αναπληρωτική έκταση'' επινόησε το 1839 στη Λατινική (ως ''productio suppletiva'') ο Γερμανός φιλόλογος και γλωσσολόγος Φραντς Άρενς (Franz Heinrich Ahrens, 1809-1881), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που περιέγραψε το φαινόμενο με παραδείγματα από την Αρχαία Ελληνική και τη Λατινική<ref>Ε. Σκάσσης 1972-5:483).</ref>. Ενίοτε αποκαλείται ''αναπληρωματική έκταση''.
 
== Αρχαία Ελληνική ==