Μαρία Κάλλας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Αφαίρεση μετάφρασης αγγλικής άριας, καθώς το συγκεκριμένο άσμα δεν έχει μεταφερθεί στην ελληνική· στο υπόλοιπο λήμμα οι σχετικές μεταφράσεις γίνονται όταν εξυπηρετείται κάποιος σκοπος, εδώ δεν χρειάζεται.
Γραμμή 40:
Η Κάλλας έλαβε την μουσική της εκπαίδευση στην Αθήνα. Αρχικά, η μητέρα της επιχείρησε να την εγγράψει στο επιφανές Ωδείο Αθηνών, χωρίς επιτυχία· στην ακρόαση η άγουρη, ακόμα, και ανεκπαίδευτη φωνή της δεν εντυπωσίασε την επιτροπή, ενώ ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ωδείου [[Φιλοκτήτης Οικονομίδης]] δεν θα την έκανε δεκτή αν δεν αποκτούσε το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο ([[σολφέζ]]). Το καλοκαίρι του 1937, η μητέρα της επισκέφτηκε τη δασκάλα μονωδίας [[Μαρία Τριβέλλα]] στο νεότερο [[Εθνικό Ωδείο (Ελλάδα)|Εθνικό Ωδείο]], ζητώντας της να αναλάβει ως μαθήτρια την κόρη της έναντι χαμηλού αντιτίμου. Το 1957, η Τριβέλλα μοιράστηκε την αρχική εντύπωσή της για την ερμηνεία της νεαρής Κάλλας:{{sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=96}}<blockquote>''Ο τόνος της φωνής ήταν ζεστός, λυρικός, έντονος· στριφογύριζε και έλαμπε σαν φλόγα και γέμιζε τον αέρα με μελωδικές αντηχήσεις σαν [[καριγιόν]]. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ένα εκπληκτικό φαινόμενο ή, μάλλον, ήταν ένα σπουδαίο ταλέντο που χρειαζόταν έλεγχο, τεχνική εκπαίδευση και αυστηρή πειθαρχία για να λάμψει με όλη της την λαμπρότητα.''</blockquote> Η Τριβέλλα συμφώνησε να αναλάβει τη διδασκαλία της αρνούμενη να λάβει χρήματα, ενώ σύντομα διαπίστωσε ότι η Κάλλας δεν ήταν [[κοντράλτο]] όπως της είχαν πει αρχικώς, αλλά μια [[δραματική υψίφωνος]]· συνεπώς, εργάστηκαν για την επέκταση του φωνητικού εύρους της και την ελάφρυνση του [[Χροιά|ηχοχρώματός]] της.{{sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=97}} Η Τριβέλλα περιέγραψε την Κάλλας ως «ένα πρότυπο μαθήτριας» με «φαινομενική πρόοδο» που «μελετούσε πέντε με έξι ώρες την ημέρα» και «μέσα σε έξι μήνες, τραγουδούσε τις πιο δύσκολες [[Άρια|άριες]] του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου με την ύψιστη μουσικότητα».{{sfn|Scott|1992|pp=22,25}} Στις 11 Απριλίου 1938, στο συναυλιακό ντεμπούτο της, η Κάλλας τραγούδησε ένα ντουέτο από την όπερα ''[[Τόσκα]]'' του Πουτσίνι στο τέλος του ρεσιτάλ της τάξης Τριβέλλα στον [[Φιλολογικός σύλλογος Παρνασσός|φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός»]].{{Sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=122-123}}
 
Δύο χρόνια μετά την έναρξη των μαθημάτων με την Τριβέλλα, η Κάλλας πέρασε ξανά από ακρόαση στο Ωδείο Αθηνών με την άρια ''Ocean, Thou Mighty Monster'' («Ωκεανέ, συ τέρας φοβερό») από την όπερα ''[[Όμπερον (όπερα)|Όμπερον]]'' του [[Καρλ Μαρία φον Βέμπερ|Βέμπερ]]. Η [[Ισπανία|Iσπανίδα]] σοπράνο [[κολορατούρα]] και καθηγήτρια μονωδίας, [[Ελβίρα ντε Ιδάλγο]], που βρισκόταν στην επιτροπή, περιέγραψε ότι άκουσε «στροβιλώδεις, φουσκωμένους καταρράκτες ήχων που ήταν, βέβαια, ανεξέλεγκτοι, αλλά σίγουρα γεμάτοι θεατρικότητα και συναίσθημα». Τη δέχτηκε αμέσως ως μαθήτριά της και, μετά από παράκληση της μητέρας της, συμφώνησε να αναμείνει ένα έτος ως την αποφοίτησή της από το Εθνικό Ωδείο.{{sfn|Scott|1992|p=26}} Στις 2 Απριλίου 1939, η Κάλλας ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σαντούτσα σε μία μαθητική παραγωγή της όπερας του [[Πιέτρο Μασκάνι]] ''[[Καβαλερία Ρουστικάνα]]'' («Αγροτική Ιπποσύνη»). Η παράσταση ανέβηκε στο πρώτο [[Θέατρο Ολυμπία]], χώρο διεξαγωγής των παραστάσεων της [[Εθνική Λυρική Σκηνή|Εθνικής Λυρικής Σκηνής]], και το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Κάλλας εγγράφηκε στην τάξη της Ελβίρα ντε Ιδάλγο στο Ωδείο Αθηνών.{{Sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=139}}
 
Το 1968, η Κάλλας ανέφερε σε συνέντευξή της ότι η ντε Ιδάλγο «κατείχε την πραγματικά σπουδαία εκπαίδευση, ίσως την τελευταία πραγματική εκπαίδευση του μπελ κάντο» και ότι από εκείνη έμαθε ότι «όσο βαριά κι αν ήταν μια φωνή, έπρεπε να παραμένει ελαφριά, έπρεπε πάντα να κατεργάζεται για να μένει ευλύγιστη, ποτέ να μην βαραίνει».{{Sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=260-261}} Αργότερα, η ντε Ιδάλγο αποκάλεσε την Κάλλας ένα «φαινόμενο», επισημαίνοντας ότι παρακολουθούσε τα μαθήματα όλων των φωνών ''—''υψίφωνους, [[Μεσόφωνος|μεσόφωνους]], [[Τενόρος|τενόρους]] κ.α.''—'' φτάνοντας στο ωδείο με τον πρώτο και αποχωρώντας με τον τελευταίο μαθητή. Η Κάλλας αιτιολόγησε αυτή της τη συνήθεια εξηγώντας ότι, ανεξαρτήτως δεξιότητας, κάθε μαθητής μπορεί να αποτελέσει διδακτικό παράδειγμα ακόμα και για τον πλέον ταλαντούχο εκπαιδευόμενο.{{Sfn|Πετσάλης-Διομήδης|2001|p=260-261}}