Ο Όσκαρ Σίντλερ (Oskar Schindler, 28 Απριλίου 1908 - 9 Οκτωβρίου 1974) ήταν Γερμανός επιχειρηματίας, ο οποίος έγινε γνωστός όταν έσωσε περίπου 1.200 Εβραίους από βέβαιο θάνατο από τα χέρια των Ναζί στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία. Χρησιμοποιώντας τους σαν εργάτες στα εργοστάσια του, τους προστάτεψε από τη βιαιότητα των Ναζί και βοήθησε στη συνέχεια γενεών πολλών εβραϊκών οικογενειών.

Όσκαρ Σίντλερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Oskar Schindler (Γερμανικά)
Γέννηση28  Απριλίου 1908[1][2][3]
Svitavy[4]
Θάνατος9  Οκτωβρίου 1974[1][2][3]
Χίλντεσχαϊμ[5]
Αιτία θανάτουηπατική ανεπάρκεια
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΌρος Σιών
Χώρα πολιτογράφησηςΝαζιστική Γερμανία
Δυτική Γερμανία[4]
Θρησκείαμη ασκούμενος Καθολικός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[6]
Τσεχικά
Πολωνικά
Ισπανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαινοτόμος επιχειρηματίας
βιομήχανος[7]
πωλητής
επιχειρηματίας
αντιστασιακός
fabricator
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα και Sudeten German Party
Οικογένεια
ΣύζυγοςEmilie Schindler
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΔίκαιοι των Εθνών (24  Ιουνίου 1993)[7]
Τάγμα του Αγίου Συλβέστρου (1968)
Σταυρός Αξίας 1ης τάξεως του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1965)
Jan Karski Courage to Care Award
Τάγμα του Αγίου Γρηγορίου του Μέγα
Ιστότοπος
www.oskarschindler.com
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Νεανικά χρόνια Επεξεργασία

Ο Όσκαρ Σίντλερ γεννήθηκε το 1908 στη βιομηχανική πόλη Τσβίταου (Zwittau), τότε γερμανική επαρχία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και σήμερα τμήμα της Τσεχίας. Ο Όσκαρ φοίτησε σε γερμανικό σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου και η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Ο Όσκαρ είχε μια μικρότερη αδελφή και ήταν πολύ δημοφιλής με πολλούς φίλους ανάμεσα στους οποίους και οι υιοί του τοπικού ραβίνου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 ο Σίντλερ εργάστηκε για τον πατέρα του πουλώντας γεωργικά μηχανήματα. Το 1928 παντρεύτηκε την Έμιλυ. Το γεγονός αυτό δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις του με τον πατέρα του με αποτέλεσμα να φύγει από την οικογενειακή τους επιχείρηση και να εργαστεί στην τοπική εταιρεία Ηλεκτρισμού.

Εκείνη την εποχή το πολιτικό σκηνικό άλλαζε σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία, όπου το κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ είχε αρχίσει την άνοδό του προς την εξουσία. Ο Χίτλερ είχε αρχίσει να διεγείρει τα εθνικιστικά φρονήματα όλων των Γερμανών της Ευρώπης τονίζοντας ότι οι σχέσεις τους θα έπρεπε να είναι με τη Γερμανία και όχι με τις χώρες στις οποίες διέμεναν. Μέχρι το 1935 η γενέτειρα περιοχή του Σίντλερ είχε συνδεθεί με το Ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας. Το ίδιο έκανε και ο Σίντλερ, όχι λόγω των πολιτικών του φρονημάτων αλλά περισσότερο διότι πίστευε ότι θα ευνοούσε τις επιχειρηματικές του βλέψεις.

Πολωνία Επεξεργασία

Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, με αποτέλεσμα η Γαλλία και η Αγγλία να κηρύξουν πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Μέσα σε μία εβδομάδα από την εισβολή ο Σίντλερ πήγε στην Κρακοβία της Πολωνίας αναζητώντας τρόπους για να αναπτυχθεί στον επιχειρηματικό τομέα. Στα μέσα Οκτωβρίου η πόλη έγινε το κέντρο διαχείρισης όλης της Πολωνίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο έξυπνος Σίντλερ να μπορέσει να κάνει φιλίες τόσο με άτομα κλειδιά του γερμανικού στρατού, όσο και με άτομα της SS, προσφέροντάς τους δώρα «μαύρης αγοράς» όπως πούρα, κονιάκ, κα.

Εκείνη την εποχή γνώρισε τον Ισαάκ Στερν έναν Εβραίο λογιστή με τον οποίο θα δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση και ο οποίος θα τον βοηθήσει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Το 1940 ο Σίντλερ αγοράζει ένα πτωχευμένο εργοστάσιο οικιακών σκευών. Ο Σίντλερ αποφασισμένος να αναπτύξει τις επιχειρήσεις πουλώντας σκεύη σίτισης στον γερμανικό στρατό, δεν δίστασε να προχωρήσει σε συνεχόμενες δωροδοκίες ατόμων «κλειδιών» για ανάθεση συμβολαίων με τον γερμανικό στρατό.

Στη συγκεκριμένη πόλη ζούσαν σε γκέτο γύρω στις 6.000 Εβραίοι. Μετά από συμβουλή του Εβραίου λογιστή του προχώρησε σε πρόσληψη μεγάλου αριθμού Εβραίων για τα εργοστάσιά του μιας και θεωρήθηκαν φθηνό και οικονομικό εργατικό προσωπικό.

Τον Ιούνιο του 1942 οι Ναζί άρχισαν να μεταφέρουν τους Εβραίους της Κρακοβίας σε στρατόπεδα εξόντωσης. Μερικοί από τους εργάτες του στα εργοστάσια ήταν από τους πρώτους που θα έπρεπε να μεταφερθούν σε αυτά. Ο Σίντλερ, με τις γνωριμίες του και τις απειλές του, κατάφερε να αποτρέψει τη μεταφορά τους.

Το 1943 αποφασίστηκε το οριστικό κλείσιμο του εβραϊκού γκέτο. Υπεύθυνος για το παραπάνω ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Άμον Γκετ (Amon Leopold Göth). Ο Γκετ αποφάσισε τη δημιουργία ενός κέντρου εργασίας έξω από την πόλη όπου θα εργάζονταν μόνο οι υγιείς Εβραίοι, ενώ οι υπόλοιποι είτε θα πήγαιναν σε στρατόπεδα θανάτου είτε θα εκτελούνταν. Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά όλων των βιομηχανιών εκτός της πόλης, ο Σίντλερ, αφού δωροδόκησε τον Γκετ κατάφερε να τον πείσει να μετατρέψει τα εργοστάσιά του σε μικρά κέντρα εργασίας, κρατώντας ταυτόχρονα τους ήδη υπάρχοντες εργάτες του.

Η λίστα Επεξεργασία

Στις αρχές του 1944 αποφασίστηκε η μετατροπή του στρατοπέδου εργασίας του Πουάσουφ (Płaszów) (έξω από την πόλη της Κρακοβίας) σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό σήμαινε ότι ανά πάσα στιγμή κρατούμενοι θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε στρατόπεδα θανάτου όπως το Άουσβιτς.

Το καλοκαίρι του 1944 τόσο το στρατόπεδο όσο και το εργοστάσιο του Σίντλερ αποφασίστηκε να κλείσουν. Ο Σίντλερ πρότεινε στον Γκετ να τον βοηθήσει να μεταφέρει το εργοστάσιο μαζί με τους υπαλλήλους του στην Τσεχοσλοβακία με σκοπό να συνεχίσει να προσφέρει στο τρίτο Ράιχ με σημαντικά υλικά πολέμου. Αφού δωροδοκήθηκε, ο Γκετ συμφώνησε να τον βοηθήσει. Του έδωσε την εντολή να φτιάξει μία λίστα στην οποία θα αναφέρονταν τα ονόματα όλων των Εβραίων που θα πήγαιναν στο καινούργιο εργοστάσιο. Η λίστα περιείχε 1100 άτομα τα οποία ήταν όλοι οι υπάλληλοι του εργοστασίου του, αλλά και αρκετοί άλλοι. Το φθινόπωρο του 1944 ο Σίντλερ, αφού δωροδόκησε όλους τους ανθρώπους «κλειδιά», άρχισε τη μεταφορά του εργοστασίου του στην Τσεχοσλοβακία. Τον Οκτώβριο στην αρχή κάπου στα 800 άτομα μεταφερθήκανε και μετά άλλα 300 άτομα, γυναίκες και παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δεύτερη ομάδα οδηγήθηκε μετά από λάθος στο Άουσβιτς με σκοπό τη θανάτωση και των 300 ατόμων, αλλά ο Σίντλερ μετά από άμεσες ενέργειες κατόρθωσε να τους σώσει και να τους οδηγήσει στην Τσεχοσλοβακία. Κατά τους επόμενους 11 μήνες το εργοστάσιό του δεν παρήγαγε ούτε ένα κάλυκα. Σαν δικαιολογία για το παραπάνω προς τον Γερμανικό στρατό, δόθηκε το γεγονός των «αρχικών δυσκολιών». Στην πραγματικότητα όμως σκοπίμως είχε αποδυναμώσει τη γραμμή παραγωγής με απώτερο σκοπό την κακή παραγωγή καλύκων για σφαίρες.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο Επεξεργασία

Η ζωή του Σίντλερ μετά το τέλος του πολέμου χαρακτηρίστηκε από αποτυχημένες επαγγελματικές επιλογές, πολύ ποτό, σχέσεις με άλλες γυναίκες και αλόγιστες σπατάλες. Το 1949 ο Σίντλερ μετακόμισε στην Αργεντινή, όπου και αγόρασε μία φάρμα. Μέχρι το 1957 ο Σίντλερ είχε πτωχεύσει και βασιζόταν σε φιλανθρωπίες Εβραίων. Το 1958 ο Σίντλερ εγκατέλειψε τη γυναίκα του και γύρισε στη Γερμανία όπου και ασχολήθηκε με παραγωγή τσιμέντου μέχρι το 1961. Από τότε και μετά βασιζόταν σε εβραϊκές φιλανθρωπίες και σε μικρή σύνταξη που του αποδόθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση το 1968. Τη χρονιά που έχασε την επιχείρηση τσιμέντου, προσκλήθηκε να επισκεφτεί το Ισραήλ όπου και έτυχε θερμής υποδοχής. Κάθε άνοιξη από τότε, και μέχρι το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν το Ισραήλ. Πολλοί από τους συμπατριώτες του εξοργίστηκαν μαζί του επειδή βοήθησε τους Εβραίους και επειδή κατέθεσε εναντίον των Ναζιστών εγκληματιών πολέμου. Το 1974 πέθανε ύστερα προβλήματα σε καρδιά και συκώτι. Τάφηκε, μετά από επιθυμία του, στο Ισραήλ σε καθολικό νεκροταφείο.

Χάρη στον Όσκαρ Σίντλερ, παραπάνω από 6000 επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και απόγονοί τους είχαν παραμείνει ζωντανοί τη δεκαετία του 1990 για να αφηγηθούν την απίστευτη ιστορία της «Λίστας του Σίντλερ».

Πηγές Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία