Αιολία (ομηρική)

Νησί το οποίο περιγράφεται από τον Όμηρο

Η νήσος Αιολία ή Αιολίη είναι νησί που αναφέρεται στη ομηρική Οδύσσεια. Βρισκόταν στο δυτικό άκρο του κατά Όμηρον κόσμου. Λεγόταν και Στρογγύλη. Σήμερα ονομάζεται Στρόμπολι και ανήκει στις Λιπάρες Νήσους, κοντά στη Σικελία. Εκεί κατοικούσε ο Αίολος, θεός και φύλακας των ανέμων. Ερχόμενος από τη χώρα των Κυκλώπων, ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του φιλοξενήθηκε από τον θεό, ο οποίος έσφαξε προς τιμήν του βόδι εννιά χρονών. Κατά την αναχώρηση του Οδυσσέα, ο Αίολος διέταξε το Ζέφυρο με την ελαφρά πνοή του να οδηγεί τα καράβια του βασιλιά της Ιθάκης, στον οποίο έδωσε κι ένα ασκί όπου είχε κλείσει όλους τους υπόλοιπους ανέμους, φυλακίζοντάς τους ώστε να μην εμποδίσουν τον πλου. Αλλά μετά δέκα μέρες ο Οδυσσέας ξαναγύρισε στην Αιολία. Οι σύντροφοί του, νομίζοντας ότι το ασκί είχε χρυσάφι και ασήμι, το άνοιξαν, και οι απελευθερωμένοι άνεμοι σήκωσαν τέτοια φουρτούνα, που ο Οδυσσέας γύρισε άρον άρον στον Αίολο. Αυτός τον έδιωξε χωρίς να του δώσει καμιά βοήθεια πλέον, θεωρώντας ότι τον κατέτρεχε η οργή των θεών. Ο Όμηρος λέει ότι το νησί είχε γύρω γύρω απόκρημνους βράχους στους οποίους υπήρχε αδιαπέραστο χάλκινο τείχος. Πράγματι, στο νησί υπάρχει ηφαίστειο και οι πλαγιές του σκεπάζονται από σκληρή λάβα, που από μακριά μοιάζουν με χάλκινο τείχος. Η Αιολία είναι το νησί του Αιόλου, σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά):
«εἰσὶ δ᾽ ἑπτὰ μὲν τὸν ἀριθμόν {αἱ Λιπαραίων νῆσοι}, μεγίστη δὲ ἡ Λιπάρα Κνιδίων ἄποικος ἐγγυτάτω τῆς Σικελίας κειμένη μετά γε τὴν Θέρμεσσαν: ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Μελιγουνίς: ἡγήσατο δὲ καὶ στόλῳ καὶ πρὸς τὰς τῶν Τυρρηνῶν ἐπιδρομὰς πολὺν χρόνον ἀντέσχεν, ὑπηκόους ἔχουσα τὰς νῦν λεγομένας Λιπαραίων νήσους ἃς Αἰόλου τινὲς προσαγορεύουσι».
Σ' αυτό συμφωνεί και ο Διόδωρος Σικελιώτης (Ιστορική Βιβλιοθήκη):
«φασὶ δὲ τὰς Αἰόλου νήσους τὸ μὲν παλαιὸν ἐρήμους γεγονέναι, μετὰ δὲ ταῦτα τὸν ὀνομαζόμενον Λίπαρον, Αὔσονος ὄντα τοῦ βασιλέως υἱόν, ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν καταστασιασθῆναι, κυριεύσαντα δὲ νεῶν μακρῶν καὶ στρατιωτῶν ἐκ τῆς Ἰταλίας φυγεῖν εἰς τὴν ἀπὸ τούτου Λιπάραν ὀνομασθεῖσαν».

Πηγές Επεξεργασία

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, τόμος 2, σελ. 801