Αλντεμπαράν (Aldebaran, εξελληνισμένα Αλδεβαράν) είναι η ιδιαίτερη ονομασία, προερχόμενη από τους Άραβες, του αστέρα α του αστερισμού Ταύρου, ενώ η αρχαία ονομασία αυτού από τους Έλληνες ήταν «νότιος οφθαλμός του Ταύρου». Στην Ελλάδα ονομάζεται σήμερα και Λαμπαδίας.

Αλντεμπαράν (α Ταύρου)
Σύγκριση του Αλντεμπαράν με τον Ήλιο
ΑστερισμόςΤαύρος
Συντεταγμένες
(εποχή 2000,0):
α = 4h:35m:55,2s,
δ = +16°.30΄33΄΄
Φαινόμενο μέγεθος+0,75 ως +0,95
Φασματικός τύποςK5 III
Απόσταση από τη Γη65 έτη φωτός

Ιστορία Επεξεργασία

Στη Μαθηματική σύνταξη του Πτολεμαίου αναφέρεται ακόμη ως «ο λαμπρός των Υάδων», καθώς από τη Γη φαίνεται να ανήκει στο ανοικτό σμήνος αστέρων Υάδες ως ο λαμπρότερος αυτών. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι μέλος του σμήνους, αφού ο Αλντεμπαράν βρίσκεται τρεις φορές πιο κοντά στη Γη.

Το αραβικό όνομα Αλντεμπαράν που είναι και σήμερα σε χρήση σημαίνει «αυτός που ακολουθεί». Προφανώς οι Άραβες τον ονόμασαν έτσι επειδή ακολουθεί τις Πλειάδες (κοινώς Πούλια) που αποτελεί ομάδα αστέρων του ίδιου αστερισμού.

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Ο Αλντεμπαράν είναι λαμπρός αστέρας πρώτου μεγέθους και ακριβέστερα 0,85 μεγέθους (κατά μέσο όο). Κατά σειρά λαμπρότητας είναι ο 14ος αστέρας του ουρανού και βρίσκεται σχετικά εύκολα αν προεκταθεί η γραμμή των τριών λαμπρών αστέρων της Ζώνης του Ωρίωνα προς Βορρά, ή ακόμα αν προεκταθεί η γραμμή δ - α της Μεγάλης Άρκτου κατ' αντίθετη διεύθυνση προς την ουρά. Τότε συναντάται στην αρχή η Αίγα και στη συνέχεια ο Αλντεμπαράν. Το χρώμα του Αλντεμπαράν είναι κόκκινο ή ακριβέστερα πορτοκαλί.

Στον Αλντεμπαράν διαπιστώθηκε υπό του πρώτου διευθυντού του Αστεροσκοπείου Αθηνών Ι. Σμιτ μεταξύ των ετών 1841 και 1855 μία μεταβολή της λαμπρότητας, που σήμερα επιβεβαιώνεται ως περιοδική σε βραχέα διαστήματα, κατά δύο δέκατα του μεγέθους του.

Ακόμα, μια περιοδική μεταβολή στο φάσμα του Αλντεμπαράν υποστηρίχθηκε πρόσφατα, το 1997, ότι προκαλείται από έναν συνοδό, ένα σώμα δηλαδή που περιφέρεται γύρω του, με περίοδο τροχιάς δυο ετών. Το σώμα πιθανόν να είναι ένας καφέ νάνος με μάζα 11 φορές αυτή του Δία. Η ανακάλυψη αυτή, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, θεωρείται αρκετά πιθανή, ενώ πιθανολογείται και η ύπαρξη και άλλων πλανητών γύρω απ' το αστέρι.

Η απόστασή του από η Γη, που μετρήθηκε από τους πρώτους των αστέρων (απλανών), είναι γύρω στα 65,1 έτη φωτός. Έχει διάμετρο 38-45 φορές μεγαλύτερη του Ηλίου, κι αν τον βάζαμε στη θέση του, θα έφτανε περίπου στο μέσο της απόστασης μέχρι τον πλανήτη Ερμή, και, καθώς έχει 150 φορές τη λαμπρότητα του Ήλιου, θα έκανε τη ζωή πάνω στη Γη αδύνατη. Κατά την ταξινόμηση του Σέκι ανήκει στην κατηγορία του δικού μας Ήλιου, έχει δηλαδή περίπου την ίδια μάζα, ενώ κατά αυτή του Αστεροσκοπείου του Χάρβαρντ συγκαταλέγεται μεταξύ των ερυθρωπών, βαθυκίτρινων αστέρων, στους οποίους δεν παρατηρείται υδρογόνο. Πράγματι ο Αλντεμπαράν είναι ένα αστέρι το οποίο έχει εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα σε υδρογόνο και έχει αφήσει την Κύρια Ακολουθία. Έχει μετατραπεί σε ερυθρό γίγαντα και οι πυρηνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του βασίζονται πλέον στη σύντηξη του ηλίου σε άνθρακα. Η θερμοκρασία της επιφάνειάς του βρέθηκε με διάφορες μεθόδους ότι φθάνει τους 3.500 βαθμούς Κελσίου αλλά όχι άνω των 3.830.

Η πρώτη διαπίστωση περί κίνησης των άστρων Επεξεργασία

Ο Αλντεμπαράν είναι ο πρώτος αστέρας στον οποίο διαπιστώθηκε ιδία κίνηση, ότι δηλαδή δεν μένει ακίνητος στο διάστημα αλλά ότι μετατοπίζεται. Το σημαντικό αυτό γεγονός κατακρήμνισε την αντίληψη ότι οι αστέρες έμεναν ακίνητοι (εξ ου και καλούνταν «απλανείς») και συνέβη το 1718, όταν διαπιστώθηκε από τον Άγγλο αστρονόμο Έντμουντ Χάλλεϋ, όταν συνέκρινε τις δικές του παρατηρήσεις με αυτές των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία